Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2010

Τανάλιες

Τανάλιες, γαλλικά κλειδιά, βελόνες, μικροκύμβαλα, μπρίκια και άλλα πολλά πωλούσε στον πάγκο του στη λαϊκή ο κυρ-Ανέστης. Από 12 χρόνων στο «κουρμπέτι» το μόνο μεγάλο διάλειμμα που έκανε από τη δουλειά του ήταν φυσικά τα 3 χρόνια που υπηρέτησε τη θητεία του στο Βασιλικό Ναυτικό, γυαλίζοντας, βάφοντας και κάνοντας συνεχώς και αδιάλειπτα φασίνα.

Μετά γύρισε και συνέχισε φυσικά την οικογενειακή παράδοση στο «λιανεμπόριον» δηλώνοντας «έμπορος ειδών κιγκαλερίας». Ουσιαστικά είχε έναν πάγκο με εμπόρευμα αμφιβόλου ποιότητας και προέλευσης που τον έτρεχε από λαϊκή σε λαϊκή προς αναζήτηση του επιούσιου. Γνωρίστηκε με το Μαριγώ, μιαν υπηρετριούλα που την έφεραν 8χρονο κορίτσι από κάποιο ορεινό χωριό και την έκαναν εσώκλειστη δούλα σε κάποιο αρχοντόσπιτο. Από το ξύλο που έφαγε για να κάνει πρόθυμα όλες τις καταφρονεμένες δουλειές του σπιτιού, το Μαριγώ, απέκτησε ένα μόνιμο σκυμμένο ύφος πάντοτε προς τα κάτω, αποφεύγοντας να κοιτάξει κατάματα τον οποιοδήποτε συνομιλητή. Δουλικό και συνεσταλμένο, ψώνιζε τα απαραίτητα του σπιτιού από τους πάγκους της λαϊκής βιαστικά και χωρίς χρονοτριβές και με το φόβο της τιμωρίας ένεκα ότι δήθεν αργοπόρησε. Είχε αυτοματοποιήσει τη ζωή της και σηκωνόταν από τις 05:00 τα ξημερώματα και δούλευε μέχρι τις 23:00 τη νύχτα ξεκινώντας και καταλήγοντας στην ίδια εργασία: αδειάζοντας και καθαρίζοντας τα καθίκια των αρχόντων.

Ένα μεσημέρι ψώνιζε από τη λαϊκή μαζί με την κυρά της η οποία προπορευόταν. Από το βάρος των πραγμάτων έγειρε σκόνταψε και έπεσε στο δρόμο μπροστά από τον πάγκο του Ανέστη ο οποίος 18χρονος τότε σωστός αίλουρος πετάχτηκε να την βοηθήσει να σηκωθεί, ανάμεσα στις βρισιές και προσβολές της κυράς της. Εκεί σαν μια κίνηση απελπισίας το Μαριγώ σήκωσε για πρώτη φορά το βλέμμα της και τον κοίταξε στα μάτια σαν να ζητούσε απεγνωσμένα ένα καταφύγιο. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν και μαζί και οι καρδιές τους που δέθηκαν για πάντα έκτοτε... Ο Ανέστης για πρώτη φορά αντίκρισε τα πιο όμορφα μάτια που είχε δει ποτέ του και έκτοτε τα διαλαλούσε με στεντόρεια φωνή στον πάγκο του.

Μετά το στρατό και το μεγάλο πόλεμο μεσούσης της πείνας ο Ανέστης άδραξε την ευκαιρία και έκλεψε τη Μαριγώ την οποία και νυμφεύθηκε στην Αγία Ειρήνη στο Μοναστηράκι μια βροχερή Κυριακή απόγευμα λίγο πριν τον Δεκέμβρη που γκρέμισε όνειρα και ελπίδες και έφερε συμφορά στη χώρα. Τα υπόλοιπα γνωστά. Ανεργία, πείνα ψεύτικες υποσχέσεις, κατακράτησαν τον Ανέστη και τη Μαριγώ στη φτώχια, που όμως αξιώθηκαν να κάνουν 4 παιδιά τα οποία μεγάλωσαν στους δρόμους ξυπόλητα. Ο Νίκος το μικρότερο από τα τέκνα συχνά πυκνά βοηθούσε τον πατέρα του στις δουλειές της Λαϊκής. Ήταν και το αγόρι που ‘τα έπαιρνε τα γράμματα’ κι έτσι είχε την άδεια να κάθεται μέχρι αργά στο μοναδικό σπίτι-δωμάτιο κρατώντας την λάμπα αναμμένη προκειμένου να διαβάσει...

Ο Νίκος είχε τα φόντα να σπουδάσει, πράγμα αδιανόητο εκείνη την εποχή. Πολυτεχνείο και Ιατρική απαγορεύονταν δια ροπάλου ένεκα των ακριβών βιβλίων και υλικών, οπότε έδωσε και πέρασε τέταρτος στη Φυσικομαθηματική της Αθήνας. Στην αρχή δύσκολα, κατάφερε όμως να έχει μιαν επαφή με το πανεπιστήμιο, παράλληλα με τις αδιάλειπτες παρουσίες του στα περιπλανώμενα είδη κιγκαλερίας του πατρός του ανά τις συνοικίες της πρωτεύουσας.

Για όλους τους ανθρώπους έρχεται κάποτε μια μεγάλη τύχη που αν την αδράξουν μπορεί και να αλλάξουν τον ρου της ζωής των. Το πρόβλημα είναι βέβαια πως ούτε αν είναι μεγάλη τύχη γνωρίζουν ούτε και αν πρέπει να την αδράξουν...

Ένα Καλοκαίρι από τα πρώτα που η Αθήνα άρχισε να «αδειάζει» εκεί πίσω στη δεκαετία του 70, ο Νίκος πήγε για να δουλέψει στη Νάξο στο μικρό ξενοδοχείο ενός συμφοιτητή του που είχαν γίνει και φίλοι, καθώς είχε του επισκευάσει δωρεάν το μικρό φοιτητικό διαμέρισμα – καταφύγιο για διάβασμα. Λίγο πριν το πέρας της σεζόν, 1972, ο Νίκος γνωρίζει μια δεσποσύνη ορμώμενη εκ γηραιής Αλβιόνος με την οποία και συνευρέθησαν λίγες φορές. Λίγο πριν φύγει για τη χώρα της αυτή του πρότεινε να πάει μαζί της και να παντρευτούν στην Αγγλία στο Brookley του Λονδίνου.

Στον Νίκο το να συμφωνούσε σε κάτι τέτοιο φαινόταν αδιανόητο. Πέρα από τις ηθικές του αρχές, να παρατήσει τις σπουδές του και να βρεθεί στο τίποτε θα ήταν επιπλέον και μιαν ύβρις έναντι των τόσων κόπων των γονιών του να τον μεγαλώσουν και να τον σπουδάσουν. Από την άλλη κάτι μέσα του τον έσπρωχνε να δοκιμάσει κι ας ήξερε ότι κάτι τέτοιο ήταν παράτολμο, πρόωρο και πολύ επιφανειακό. Εν τούτοις το έπραξε. Σηκώθηκε και πήγε με την Αλεξία, όπως θα ονόμαζε κανείς την μελλοντική συμβία του στην ελληνική.


Χωρίς περιττές λεπτομέρειες ο Νίκος κατόρθωσε να εργαστεί και να σπουδάσει αποφοιτώντας με άριστα και στη συνέχεια, αφού εργάστηκε ως Μηχανικός σε μια μεγάλη εταιρία τηλεπικοινωνιών που συγκυριακά γιγάντωσε εκείνη την περίοδο κατόρθωσε να γίνει αρχιμηχανικός με έναν αστρονομικό μισθό για τα δεδομένα της εποχής. Τελικά κατέληξε στο Sunderland όπου κάτω από ευνοϊκές συγκυρίες απέκτησε μια μετάλη περιουσία. Μεγάλη ακίνητη περιουσία έχει και στην Ελλάδα σε ένα νησί του Αιγαίου και κάπου στην ανατολική Αττική, αλλά δεν συγκράτησα που.



Τον γνώρισα ως πρόεδρο μιας εταιρίας που προμήθευε το δημόσιο μιας ευρωπαϊκής χώρας με είδη εξειδικευμένων ιατρικών εφαρμογών. Στα πλαίσια των απαραιτήτων συναντήσεων και ένεκα ότι ήταν συμπατριώτης καθίσαμε δίπλα στην συνεστίαση. Γνωστός τσαπατσούλης εγώ, είχα μαζί μου και κάτι εργαλεία για τις απαραίτητες μικροεπισκευές στο διαμέρισμά μου, τα οποία κίνησαν την περιέργεια του προέδρου. Παρατηρώντας τον ως καλοζωισμένο τον ρώτησα απερίσκεπτα αν «ξέρει από τανάλιες».Με κοίταξε, χαμογέλασε και μου είπε την ιστορία του...

Παρόλη την βοήθεια και ασφάλεια από τα παιδιά του ο Κυρ-Ανέστης ποτέ δεν εγκατέλειψε τον πάγκο του και κυριολεκτικά πέθανε πάνω σε αυτόν, χρεωμένος, κουρασμένος μα αξιοπρεπής... Λίγο μετά από αυτόν μερικούς μήνες, έφυγε και το Μαριγώ...

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Κέρνα με απ'τον καπνό σου...



Θυμάμαι πίσω στα μαθητικά χρόνια, αρχές δεκαετίας του 80. Ούτε ένα αγόρι ή κορίτσι δεν υπήρχε που να μην κάπνιζε. Η πρώτη Λυκείου σημαδευόταν κυρίως απο το τσιγάρο στο στόμα, που σηματοδοτούσε το πέρασμα στην ωρίμανση από την εφηβική αθωότητα. Φυσικά, οι απαραίτητες πόζες για τα κορίτσια, ή το μάγκικο ύφος συνοδευόμενο από θεριακλήδικη ρουφηξιά του καπνού για τα αγόρια... Οι προσηνείς προς του μαθητές καθηγητές έκαναν πως δεν μας έβλεπαν και μερικοί ζητούσαν και φωτιά καθώς καπνίζαμε έξω από τα σχολικά κτήρια σε επιλεγμένα σημεία. Κάθε φουρνιά μαθητών είχε και την απαραίτητη μάρκα που συνήθως καθοριζόταν από την τρέχουσα κινηματογραφική ταινία που έβαζε τη μόδα. Στην δική μου εποχή ήταν το Camel, ενώ στους παλαιότερους κάπως το Marlboro.

Το κάπνισμα τότε έδινε ευκαιρία για γνωριμία μεταξύ των αγοριών και κοριτσιών καθώς μπορούσες να ζητήσεις εύκολα φωτιά δίνοντας "σήμα" ενδιαφέροντος στην κοπέλα. Φυσικά η όλη άνεση στο ύφος της χειρονομίας έκρινε και το αποτέλεσμα, ενώ σπανίως αλλά πιθανώς η ωμή άρνηση της κοπέλας να δώσει φωτιά σήμαινε και την παταγώδη αποτυχία της αποστολής... Επιτρεπόταν σχεδόν παντού, στο ΚΤΕΛ, στα αεροπλάνα, έβλεπε κανείς γονείς μέσα σε αυτοκίνητα να καπνίζουν αρειμανίως και πίσω τα τέκνα τους να δέχονται στωικά τον καπνό. Ακόμη και μέσα στον κινηματογράφο υπήρχε η ανοχή, έως ώτου πλέον δεν φαινόταν η οθόνη για αυτό άλλωστε αποτέλεσε και τον πρώτο χώρο απαγόρευσης του καπνίσματος.


Τα χρόνια πέρασαν και επήλθε και ο αθλητισμός στη μόδα. Οι νεότερες γενιές που ακολούθησαν δεν ήταν και τόσο φίλα κείμενες στο κάπνισμα... Εντούτοις, παρέμεινε σταθερά σαν συνήθεια με ή χωρίς τις απαραίτητες σημειολογίες που κουβαλούσε... Μετά επήλθε ο νεοπλουτισμός και η επίδειξη ενδημική στον έλληνα, έδωσε την ανάγκη για ακριβά γούστα όπως Dunhill ή Bensons and Hedges. Τα οποία ακολουθώντας ένα πιο επαρχιωτικό βλαχομπαρόκ έδωσαν (επί τέλους) τη θέση τους σε πανάκριβα πούρα και γέμισε ο τόπος γκροτέσκο και ταρτούφους καπνιστές του πούρου. Τα ταξιδάκια στην Κούβα τις δυό δεκαετίες της αφθονίας και σπατάλης (90s και millennium) απέδωσαν καρπούς. Γέμισε ο τόπος Cohiba, Romeo and Juliet και κούτες-δώρα... Γαμβροί, επιτυχημένοι ή έτσι νόμιζαν και άλλοι μεγαλομικρόσχημοι άδραξαν τις πουράκλες και ρουθούνιζαν με κατακόκκινα μάτια επιδεικτικά στον κόσμο γεμάτοι μεγαλείο... Το χειρότερο είδος εξ' αυτών οι περιπτερέ, που κάπνιζαν φτηνιάρικα με κάκιστο καπνό, τυρρανισμένο στη βανίλια και στο τσέρι για να γίνεται ανεκτός...

Σήμερα ευτυχώς καποιοι ξαναγυρίζουν στο ταπεινό μα αξιοπρεπές σιγαρέτο που επίσης έκανε ανακαίνιση και φόρεσε ελκυστικά χρώματα επιστρατεύοντας τους καλύτερους σταρ για να το διαφημίσουν. Μαζί με τις νέες μόδες ήρθαν φυσικά και οι απαγορεύσεις... Ούτε στα ΚΤΕΛ, ούτε στα αεροπλάνα, ούτε σε αρκετούς κλειστούς χώρους... Λίγα τελευταία "κάστρα" έμειναν στην Ευρώπη... ένα εκ των οποίων η ταπεινή μας Πατρίς...


η ανωτέρω φωτό από εδώ...
Φυσικά στην προσπάθεια να αντιγράψουμε κάθε ευκολοεφάρμοστη και ανέξοδη ευρωπαϊκή μόδα ήταν και η πολλωστή φορά απαγόρευσης του καπνίσματος σε κλειστούς δημόσιους χώρους... Και όπως ήταν φυσικό, αντί να έχουμε οξύνοια ή χιούμορ όπως έτεροι Ευρωπαίοι καπνιστές (Ιταλοί - Γάλλοι) εμείς εκεί... Αντιδράσαμε σαν κακομαθημένα σχολιαρόπαιδα... Επιστρατεύσαμε μεγαλόσχημες φράσεις όπως "φασιστικό!", "αυταρχισμός!" προκειμένου να προστατέψουμε την αδιαφορία μας για τον δίπλα ή τον πτωχόν πλην τίμιο ναρκισσισμό μας, να μη χαλάσουμε τη ζαχαρένια μας δλδ. Μέχρι και στο φατσοβιβλίο συνενώθησαν κάποιοι καπνιστές για να προστατέψουν το δήθεν δικαίωμά τους. Τέλος μπήκε το φιλότιμο: "ελεήστε τον φτωχό καλιέ!". Για οικονομικούς λόγους οι μαγαζάτορες παραβιάζουν τον δήθεν νόμο απαγόρευσης του καπνίσματος... Ήδη οι δημόσιες υπηρεσίες (που απαγορεύεται αυστηρώς!) συνκαθίζουν στα γραφεία τους καπνιστές προκειμένου να περιορίζεται εκεί το κάπνισμα ή όπου είναι δυνατόν, φτιάχνουν καπνιστήρια σε ημιυπαίθριους φυλαγμένους χώρους (γιατί οι ΔΥ είναι δεκτικοί στην κοπάνα).



Το στενάχωρο είναι ότι κι εδώ θα μπορούσε το όλο μέτρο να δουλέψει ευεργετικά... Είμαστε ζεστή χώρα με καλό καιρό και δεν κάνει σχεδόν ποτέ κρύο. Οι ημιυπαίθριοι είναι το φόρτε μας και οι Δήμαρχοι θα έτριβαν τα χέρια τους για επέκταση των τραπεζοκαθισμάτων. Το κάπνισμα έξω από τα μπαρ ή ρεστωράν θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ωραίο έναυσμα για να αρχίσουμε σαν λαός να ξαναφλερτάρουμε μεταξύ μας. Να γευτούμε ο ένας τον καπνό του άλλου μέσα από μια καλή κοινωνική όσμωση... Δυστυχώς φανήκαμε για άλλη μια φορά πολύ λίγοι... χωρίς χιούμορ, ή καλή τουλάχιστον διάθεση...

Οι περισσότερες φωτό από εδώ:

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας Δήμαρχος

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε μια πολύ άσχημη πόλη. Βία, εγκλήματα, κυκλοφοριακό, ατυχήματα, ναρκωτικά, βρωμιά και γκρίζοι δυστυχισμένοι πολίτες. Και δεν ήταν καμιά μικρή πόλη, είχε έξι εκατομύρια κατοίκους που είχαν παραδοθεί εντελώς στην μαυρίλα και δεν έλπιζαν σε τίποτε. Αντίθετα αντιμετώπιζαν αλλήλους εχθρικά και με περισσή βία. Ένα πρωί, ο διευθυντής του Πανεπιστημίου της πόλης που ήταν μαθηματικός και φιλόσοφος, εκεί που πήγαινε στη δουλειά του και βλέποντας την κατάντια της πόλης του, πήρε μια πολύ παράταιρη απόφαση. Δήλωσε την παραίτησή του στο Πανεπιστήμιο, αιτιολογώντας πως ήθελε να διευρύνει την διδασκαλία του και στα έξι εκατομμύρια κατοίκους.
Στους μαθητές του στο Πανεπιστήμιο, ο καθηγητής αυτός ήταν γνωστός για τους εκκεντρικούς τρόπους διδασκαλίας του. Για παράδειγμα, μια φορά που επικρατούσε χάβρα στο μάθημα, κατάφερε να επαναφέρει την τάξη βγάζοντας τα ρούχα του.Εφεύρισκε αστείους και εντελώς ανορθόδοξους τρόπους για να πετυχαίνει τον εκάστοτε εκπαιδευτικό στόχο του και περιέργως, πάντα τα κατάφερνε. Ήταν από τους πρωτοπόρους μιας εναλλακτικής παιδαγωγικής...
Για την προεκλογική καμπάνια του λοιπόν, φόρεσε μια ιδιόρυθμη στολή, αυτοχρίστηκε 'υπερπολίτης' και ξεχύθηκε στους δρόμους βάζοντας ταυτόχρονα υποψηφιότητα για δήμαρχος. Προτίμησε να τραβήξει την προσοχή του κόσμου με αυτόν τον σκαμπρώζικο τρόπο και αρκετοί τον αντιμετώπισαν ως γραφικό στην αρχή... Ωστόσο απαγοητευμένοι από τους δήμαρχους-μαφιόζους και τους επιτήδειους που είχαν μέχρι τότε, και επειδή όπως έλεγαν είχε αρκετά ειλικρινές πρόσωπο, τον ψήφισαν. Ο καινούργιος δήμαρχος όμως δεν είχε καμία σχέση με τους προηγούμενους. Η πρώτη του κίνηση ήταν να προσλάβει 20 γελωτοποιούς και να τους σκορπίσει στους δρόμους της πόλης. Η δουλειά τους ήταν να χλευάζουν όσους παραβίαζαν τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας.. Οι πολίτες όμως, άρχισαν παραδόξως να συμμορφώνονται γιατί αποδείχτηκε πως τους πείραζε πολύ περισσότερο η δημόσια χλεύη, παρά τα πρόστιμα. Αμέσως μετά, βγήκε σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές και έκανε ντους ολόγυμνος, κλείνοντας ταυτόχρονα την παροχή νερού ενώ σαπουνιζόταν, για να δείξει στους πολίτες πώς μπορούν να εξοικονομούν νερό. Και η κατανάλωση νερού αμέσως έπεσε.
Όρισε Ημέρα Γυναίκας όπου οι άντρες θα φρόντιζαν τα παιδιά και οι γυναίκες θα έβγαιναν βόλτα στην πόλη. Αυτό, ήταν ανήκουστο γιατί η συγκεκριμένη πόλη ήταν πολύ επικίνδυνο μέρος τα βράδια, ενώ οι γυναίκες δεν έβγαιναν βόλτες σχεδόν ποτέ ως τότε. 700.000 γυναίκες γέμισαν τους δρόμους πανηγυρίζοντας ενώ ακόμη και o αρχηγός της αστυνομίας ήταν γυναίκα εκείνο το βράδυ. Το καλύτερο; Μοίρασε στους πολίτες ταμπέλες με thumbs up και thumbs down για να επιδοκιμάζουν ή να αποδοκιμάζουν δημόσια τις πράξεις των συμπολιτών τους. Πράγμα φυσικά που δεν έχασαν την ευκαιρία να το εμπεδώσουν δεόντως αλλά όλως περιέργως, ειρηνικά. Αυτή η καινούρια μορφή αλληλο-αποδοκιμασίας ήταν ότι έπρεπε τελικά. Σκαρφιζόταν αστείες ή περίεργες καμπάνιες για κάθε τί που ήθελε να πετύχει, όπως όταν ζήτησε να του τηλεφωνήσει (στο προσωπικό του γραφείο μάλιστα) όποιος πολίτης συναντούσε έστω κι έναν υποδειγματικό ταξιτζή. Σύντομα, 150 τηλεφωνήματα συντέλεσαν στο να δημιουργηθεί ομάδα ταξιτζήδων που ο δήμαρχος ονόμασε Ιππότες της Ζέβρας και είχαν την προσωπική του υποστήριξη. Ίδρυσε επίσης ταμείο εθελοντικών φόρων για όσους ήθελαν να δώσουν επιπλέον χρήματα (!) στο δημοτικό ταμείο. Φυσικά το εθελοντικό αυτό ταμαίο γέμισε με χρήματα. Προσπαθώντας να δείξει πόσο σημαντική είναι η ανθρώπινη ζωή, ζωγράφισε αστέρια σε κάθε σημείο θανάτου από τροχαίο στην πόλη, πράγμα εξαιρετικά έξυπνο γιατί το αποτέλεσμα ήταν παράξενο, αφού όλοι αυτοί οι αδικοχαμένοι συμπολίτες γίνονταν ξαφνικά οι αστέρες της πόλης.
Έκανε και διάφορα άλλα. Πχ έβαζε στις δημόσιες τουαλέτες (που στην πόλη εκείνη μια φορά κι έναν καιρό ήταν πολλές) μια έντονη μαύρη τελεία στο κέντρο, κι έτσι οι χρήστες άθελά τους σημάδευαν σωστά και ως αποτέλεσμα ήταν πιο καθαρές από κάθε άλλη φορά... Ενοείται ότι πολλαπλασίασε τις δημόσιες τουαλέτες που θεώρησε βασικό συστατικό της πόλης του. Σαν αποτέλεσμα η πόλη ξαφνικά ήταν περισσότερο καθαρή...
Όχι, δεν είναι παραμύθι. Πρόκειται για τον Κολομβιανό Antanas Mockus, τον δήμαρχο της Μπογκοτά το 1993. Μετά το πέρας της θητείας του, ο παράξενος αυτός δήμαρχος, ξεκίνησε διαλέξεις αναλύοντας τα συμπεράσματά του από το κοινωνικό του πείραμα. Ένα από τα συμπεράσματά του είναι πως η γνώση δίνει δύναμη αρκεί να καταφέρεις να τη μεταδώσεις μέσω της τέχνης, του χιούμορ και της δημιουργικότητας. Μόνο έτσι οι άνθρωποι αποδέχονται τις αλλαγές.


Καθώς πλησιάζουν εκλογές Δημοτικές-Περιφερειακές καλό είναι οι πολίτες να έχουν υπόψη τους τo "παραμύθι της Μπογκοτά" όπως δημοσιεύτηκε στα αρχεία της εφημερίδας του Χάρβαρντ.
ΥΓ> Η ιστορία και μεγάλο μέρος του κειμένου είναι κυρίως από τον φίλο μου Παναγιώτη.