Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Σήμερα γάμος γίνεται σ' ωραίο περιβόλι...

 Ο Νάκος ήταν δεν ήταν 11 χρόνων... έπαιζε ποδόσφαιρο σε μιαν αλάνα έξω από μιαν απόμερη τότε εκκλησία, τον άγιο Δημήτρη που έχω παλαιότερα ξαναμιλήσει για αυτήν... Το "νάκος" έβγαινε από το Αντιγονάκος, δηλαδή υιός της Αντιγόνης... Το παιχνίδι το διέκοψε ένα γειτονόπουλο που ήρθε τρέχοντας να διαλαλήσει το ενδιαφέρον νέο στην τότε άχαρη, φτωχική και κυρίως ανιαρή παιδική τους ηλικία...
 "Έ! Ελάτε! στην εκκλησία γίνεται γάμος και ο γαμπρός κλαίει!!! τον παντρεύουν με το ζόρι!"
Όλοι παράτησαν την από κουρέλια φτιαγμένη μπάλα. Έτρεξαν με αλαλαγμούς και φωνές χαρούμενες! Δρασκέλισαν το αφύλακτο προαύλιο και μπήκαν από την πλαϊνή πόρτα για να βλέπουν...
Ελάχιστοι συγγενείς. Τέσσερα ή 5 αδέλφια ζωσμένα με όπλα και το ζεύγος, η αδιάφορη νύμφη και ο γαμπρός να έχει σπαράξει στο κλάμμα... γύρω συγγενείς μόνο της νύφης.
Το μυστήριο τελείωσε με βλαστήμιες του ιερέως εναντίων των "κωλόπαιδων" που έσκουζαν απ' έξω "με το ζόρι!" "με το ζόρι!". Ένας από τα σκληρά αδέλφια βγήκε για να φοβερίσει τα παιδιά, αλλά εκείνα κρυφτήκαν στον γύρω από την εκκλησία απόμερο τόπο και του πετούσαν πέτρες... πρώτος και καλύτερος ο Νάκος που δεν τους πολυσυμπαθούσε τους κουμπουροφόρους... 

...3 χρόνια πριν, όταν ο Νάκος ήταν 8 χρονών, ο Σούλης, ο γαμπρός δηλαδή, ξεκινούσε στα 15 του, από την πόλη του να πάει "ταξίδι" μαζί με τον πατέρα του... Για κάποιο λόγο οι αρχές του τόπου τότε το 1947, είχαν αποφασίσει ο πατέρας του Σούλη να πάει στη Μακρόνησο. Καθώς ήταν πολύ μεγάλος τότε για την ηλικία του, έβαλαν το μικρότερο από τα 7 παιδιά του, τον Σούλη να τον συνοδεύσει στο μακρονήσι... Τότε το 1947, ο Σούλης μπήκε σε τραίνο και μετά σε καΐκι για να περάσει με τον πατέρα του 18 μήνες στα αντίσκηνα της Μακρονήσου... Αποτέλεσμα αυτού ήταν να αποκτήσει έναν υποβόσκοντα φόβο και να απέχει ρητά και φοβισμένα από οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα. 



...πέρασαν 30 τόσα χρόνια από τότε και η ζωή έφερε το Νάκο και τον Σούλη να γίνουν φίλοι και συνεργάτες αναίτια... Ήταν και ομοϊδεάτες πολιτικά με κεντρώες και κάπως συντηρητικές απόψεις, αυτό όμως κανέναν ρόλο δεν έπαιξε για τη σχέση τους και τη φιλία τους. Πήγαιναν ταξίδια, όργωσαν όλη την ελλάδα όπως το απαιτούσε το επάγγελμα...κυρίως φίλοι πάνω απ' όλα... Και οι δύο αγνοούσαν ότι είχαν πάρει μέρος στο συμβάν του γάμου στον Αγιο Δημήτρη στα 1950, ο ένας ως γαμπρός και ο άλλος ως τσόγλανος που πετούσε πέτρες και έκραζε αυτό το ενοχλητικότατο "με το ζόρι" που δικαίωνε και έκανε το μαρτύριο-μυστήριο του Σούλη πιο υποφερτό, αλλά και εξαγρίωνε τους κουμπουροφόρους αδελφούς της νύφης και προπαντώς τον παπά...

Σε μια από αυτές τις συναντήσεις τους βρέθηκαν το 1978 στην ΔΕΘ... Χάζευαν στα περίπτερα και από την πολυκοσμία χάθηκαν για λίγο... Ο Νάκος όμως πρόφτασε τον Σούλη και του είπε: "κανόνισα μια ωραία μπίζνα σε ένα περίπτερο που βρήκα εδώ! που εξαφανίστηκες?"
Ο Σούλης δεν μιλούσε... "Μπα χάθηκα στην πολυκοσμία..." απάντησε αδιάφορα...
Ο Νάκος όμως εγκάρδια τον ηρέμησε... "Δεν πειράζει κανονίσαμε με τα παιδιά να βρεθούμε εδώ απ' έξω σε μια ταβέρνα, θα φάνε κι αυτοί εκεί... Θα έχεις την ευκαιρία να τους μιλήσεις..."
Ο Σούλης που ως ο κοινωνικός της παρέας υπό άλλες συνθήκες θα ήταν  πρόσχαρος, τώρα είχε ένα βαριεστημένο και ασυνήθιστα απλανές χαμένο βλέμμα... "Δεν πειράζει, μιαν άλλη φορά..." είπε στο Νάκο... "Ξέρεις θυμήθηκα ότι πρέπει να τακτοποιήσω και κάτι εκκρεμότητες εδώ στη Σαλονίκη και δεν θα μπορέσω να είμαι μαζί σας... Ίσως όμως να σας προλάβω, αν δεν το διαλύσετε νωρίς".
Για το Νάκο, αυτό σήμαινε καθαρό πούλημα...
"Τι συμβαίνει? Έγινε κάτι?" ρώτησε ξεκάθαρα το Σούλη, που συνέχιζε τα μισόλογα... Στο τέλος με αποφασιστικότητα τον επέπληξε...
"Δεν έχει τέτοια! Δεν θα πάς πουθενά στη Σαλονίκη, μαλάκα!" του είπε...
με το ζόρι τον πήρε στην ταβέρνα...


Κάθησαν σε ένα τραπεζάκι, ο καιρός κρατούσε ακόμη παράδοξα καλός... Εμφανίστηκε μια παρέα που αποτελούταν από μια γυναίκα γύρω στα 50  και από δύο άνδρες λίγο μεγαλύτερούς της γύρω στα 60... Ο Νάκος τους έγνεψε... "ελάτε, κυρία Ελένη, κύριε Γιώργο, εδώ!" Αυτοί ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση και κάθισαν ομοτράπεζοι... ένα παιχνίδισμα της τύχης έβαλε δίπλα στον Σούλη την Ελένη η οποία κρατιόταν ακόμη όμορφη παρά την ηλικία της...Ο Σούλης είχε μείνει γεροντοπαλίκαρο, εργένης και παρά τα 46 χρόνια του, έδειχνε νεώτερος...
Προς μεγάλη έκπληξη του Νάκου, εκτός από το Σούλη, τώρα χλώμιασε και η Ελένη, μόλις συνειδητοποίησε ποιός ήταν ο ομοτράπεζός της... Εντούτοις, σύντομα ηρέμισε και παρήγγειλε κρασί...
Ο Σούλης έτρεμε... Ο Νάκος σύστησε το Σούλη, ενώ η Ελένη παρουσίασε τους άλλους δύο... Ο ένας ήταν σύζυγος κι ο άλλος αδελφός της... Υπήρχε μιαν αδιόρατη αμηχανία στο τραπέζι που ο Νάκος δεν μπορούσε να εξηγήσει... Εκεί που ήταν όμως έτοιμος να μιλήσει, τον πρόλαβε η Ελένη η οποία όμως απηύθυνε σε άλλον το λόγο:
"Γιατί μωρέ Σούλη? μου το κρατάς ακόμη από τότε? σάμπως εγώ το ήθελα? μετά εγώ δεν σε έσωσα δίνοντάς σου διαζύγιο?"
"Συμπάθα μας ρε Σούλη!"
είπε ο αδελφός της... "Πέρασε καιρός από τότε! Έλα ας πιούμε να τα ξεχάσουμε!" συνέχισε γελώντας...


Ο Σούλης που ήταν μεγάλη καρδιά σήκωσε το ποτήρι και ήπιε στην υγειά τους... Ο Νάκος είχε μείνει με ανοικτό το στόμα...
"Τι έγινε ρε μάγκες? Γνωρίζεστε?"
Η Ελένη ως πιο τσαούσα πήρε το λόγο:
"Να τότε ήταν δύσκολα χρόνια... τα αδέλφια μου ήταν στο χίτικο... Είχα έναν γκόμενο που ήταν αντάρτης και δεν υπήρχε συζήτηση να τον παντρευτώ... Θα τον σκότωναν στα σίγουρα... Η μάνα μου έδωσε την λύση να υποδείκνυα κάποιον άλλον τυχαίο... Σκέφτηκα ένα συνεσταλμένο γειτονόπουλο τότε που ήταν όμορφος"... και έδειξε το Σούλη... "Με τον άλλον είχα χάσει την τιμή μου, έτσι τα αδέλφια μου πήγαν με τις κουμπούρες και ο γάμος έγινε σε μια μακρινή απόμερη εκκλησία να μην μας γνωρίσουν".
"Ναι στον Άγιο Δημήτρη"... είπε ο Σούλης σκεφτικά... "και εμένα μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι... είχα που είχα γυρίσει από τη μακρόνησο φοβισμένος, τώρα μου την έπεφταν και κουμπουροφόροι! ήμουν αθώος αλλά σε ποιόν να το έλεγα?"
"Το πουλάκι μου έκλαιγε στην εκκλησία" είπε η Ελένη κάπως παιχνιδιάρικα αλλά τρυφερά...
Τότε του Νάκου του ήρθε νταμπλάς!!!
"Δεν μιλάτε για την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο..."
"Ναι εκεί είχαμε πάει... ήταν απόμερα τότε" είπε νοσταλγικά η Ελένη...
"Ρε εσύ ήσουν ο γαμπρός που έκλαιγε?" είπε ο Νάκος στο Σούλη...και συνέχισε...
"Εγώ ήμουν απέξω τσόγλανος τότε  και σας πετούσα πέτρες..."
Τότε πετάχτηκε ο αδελφός της Ελένης ο Μίλτος...
"Μια πέτρα με βρήκε στο κεφάλι! Θα σε σκότωνα ρε κερατά αν σε έπιανα στα χέρια μου..." 


Όλοι γέλασαν και άφησαν τον οίνο να απαλύνει και να εξωραΐσει τα περασμένα... και έγιναν καλή παρέα και συνεργάτες αχώριστοι...
Ο Σούλης, τα έφερε η ζωή και έμεινε ανύπανδρος για όλα του τα επόμενα χρόνια μα κυρίως μπον βιβέρ... έφυγε για το μεγάλο ταξίδι φέτος τον Αύγουστο και είπα να τον μνημονεύσω τώρα που έχουν πάρει όλα το δρόμο της λήθης...