Μεγάλωσε στον εμφύλιο πόλεμο… τότε που ακόμη και οι ίδιες οι οικογένειες ήταν διχασμένες και αλληλοεξοντώνονταν. Διάλεξε στρατόπεδο νωρίς, χωρίς σχεδόν να το καταλάβει και στη συνέχεια βρέθηκε σε κάποια σκληρή φυλακή ως πολιτικός κρατούμενος. Εκεί απέκτησε τα περισσότερα κουσούρια του. Όπως το να μην πίνει μπύρα ή κρασί ποτέ του, αφού στη φυλακή ένεκα στέρησης του νερού που τους έκαναν για βασανιστήριο αφού τους είχαν βγάλει για ώρες στον ήλιο έπιναν τα ούρα τους. Το άλλο του κουσούρι ήταν ότι είχε την αίσθηση ότι κάποιος τον παρακολουθεί και είναι συνεχώς δίπλα του. Τον έβλεπε όταν ήταν μόνος του τόσο αληθινό που του μιλούσε για να ξεπεράσει τους φόβους του. Φυσικά η φανταστική φιγούρα σχηματοποιούταν συνήθως από κάποιον από τους βασανιστές του και ήταν «παρούσα» ακόμη και στις ιδιαίτερες συνευρέσεις του με την κοπέλα του και μετέπειτα σύζυγό του. Με τον καιρό έμαθε να τα συνηθίζει όλα τούτα. Και εις μάτην των ψυχώσεών του κατόρθωσε να κάνει οικογένεια και παιδιά και να βγει στον αγώνα για το μεροκάματο…
Εμπορικός αντιπρόσωπος. Είχε μια μοναδική ικανότητα να προσεγγίζει και να κερδίζει ακόμη και τους πιο δύστροπους ανθρώπους την οποία και αυτήν απέδιδε στα πέτρινα χρόνια του. Επίσης μια χαρακτηριστική του γλυκύτητα τον έκανε μοναδικό και ιδιαίτερα αγαπητό προσφέροντάς του αρκετούς φίλους στις πόλεις που επανειλημμένα περιδιάβηκε στα χρόνια της εργασίας του. Όλα αυτά τον έκαναν επιτυχημένο αποδίδοντάς του σημαντική οικονομική ανεξαρτησία ικανή να του προσδώσει τον αναγκαίο προσήκοντα σεβασμό στους οικείους του.
Ήταν ιδιαίτερα εμφανίσιμος και φρόντιζε να ντύνεται πάντοτε κομψά, κάτι που του παρείχε εκτός των άλλων και μιαν κάποια γοητεία στις γυναίκες. Έτσι ήταν περιζήτητος στις παρέες και καμία σύζυγος εμπόρου στις διάφορες πόλεις που περνούσε δεν δυσανασχετούσε για να βγουν μαζί του έξω. Αντίθετα φρόντιζαν να μην αφήσουν τον σύζυγό τους μόνο του με αυτόν καθώς ήταν κάτι σαν «μαγνήτης» του ωραίου φύλου. Παρόλα αυτά δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα ούτε λαβές για σχόλια σε κανέναν.
Στα ατέλειωτα μοναχικά βράδια του πάντως διάβαζε βιβλία τα οποία τον ταξίδευαν σε μακρινούς τόπους. Από τα γνωστά μυθιστορήματα που τα είχε διαβάσει σχεδόν όλα αντλούσε και τις περίτεχνες ατάκες του που επιστράτευε κατά την περίσταση. Κάποιες ήταν επιτυχημένες, άλλες προκαλούσαν αμφίθυμα συναισθήματα. Μια φορά συνέτρωγα με μια φίλη μου στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και ο Χ. ήταν τελείως τυχαία σε μια διπλανή παρέα… Σηκώθηκε ευγενικά και ήρθε να μας χαιρετίσει και καθώς εμείς φεύγαμε εκείνη την ώρα και κατόπιν των αναγκαίων συστάσεων που έκανα εγώ, αυτός είπε στη φίλη μου «Δυο άνθρωποι χωρίζουν λίγο πριν γνωριστούν», άσημη ατάκα από τον Ντοστογέφσκυ.
Τα χρόνια πέρασαν και κτύπησε το τηλέφωνό μου ξαφνικά… Ήταν η κόρη του νομίζω που με πληροφόρησε για την ξαφνική παντοτινή αποδημία του. «Έχει αφήσει κάτι για σένα μου είπε…». Μετά τα τυπικά, επισκέφθηκα το σπίτι του, όπου συνειδητοποίησα ότι είχα να πάω 20 χρόνια. Στο γνώριμό μου εσωτερικό του λίγα είχαν αλλάξει, εκτός από ότι κάθε ελεύθερο τμήμα των τοιχίων του σε όλα τα δωμάτια ήταν ράφια με βιβλία.
Η σύζυγός του κούνησε απρόθυμα το κεφάλι της δείχνοντάς μου όλα τα βιβλία, για το τι να τα έκανε… «Υπάρχουν και οι βιβλιοθήκες» ανταπάντησα «μπορείτε να τα δωρίσετε κάλλιστα»… «Σωστά» αποκρίθηκε βουβά… Μου έδωσε ένα δέμα που ήταν για μένα και έπρεπε να μου το έχει δώσει εδώ και καιρό…
Το πήρα κι έφυγα… Η εξώπορτα της πολυκατοικίας μου βρόντηξε καθώς έμπαινα βιαστικά… Άνοιξα το δέμα… Τρία βιβλία με ωραίο παλαιό δέσιμο όλα κι όλα… και μια επιστολή αναφερόμενη σε μένα…
«…Τον δρόμο που θα πάρεις στην ζωή σου δεν θα τον βρεις στις σελίδες κανενός βιβλίου…
Κανένας μαυροπίνακας δεν θα χαράξει τις γραμμές των δικών σου οριζόντων…
Ούτε περίτεχνα σχέδια δεν προγράφουν τι θα κάμεις στη ζωή σου…
Στις στάλες της βροχής… εκεί ίσως αν ψάξεις
ή στο θρόισμα των πεύκων όταν τα φυσάει ο νοτιάς…
σε φευγαλέα βλέμματα… σε φωτισμένα πρόσωπα…
Στου βυθού το λαμπύρισμα,
ή στης ξασπρισμένης πέτρας τις μυστικές χαραγές.
Στην οσμή του σιταριού μετά από τη βροχή…
Στους πορτοκαλεώνες τα ανοιξιάτικα δειλινά…
Στο παλιωμένο εικονοστάσι…
Σε έρημα ορεινά χωριά…
Στις λιτές ισχνές φιγούρες του εβένου…
Στον παλιό προσφυγικό συνοικισμό…
Στα καλά βιβλία που θα απαντήσεις στο διάβα σου…
Στους μακρινούς φάρους της γνώσης.
Στην αντιφεγγιά των άστρων…
Σε μια παιδική αγκαλιά…
Εκεί θα βρεις τα υλικά που θα στρώσουν τη δική σου στράτα…
Κι αν δεν γίνεις ο μεγάλος και τρανός που κάποτε ονειρεύτηκες…
Όλα τούτα τα ακριβά διαμάντια που αλίευσες στήνουν τον δικό σου ανεκτίμητο θησαυρό… Τώρα πλέον ξέρεις πόσο πολύ ακριβός υπήρξες…
Μ’ αν τα προσπέρασες όλα αυτά με ξιπασιά, όλη η ζωή σου στράφι πήγε…»