Περιδιάβηκα το κάστρο μιαν Κυριακή μεσημέρι αναζητώντας τα χνάρια του ποιητή... ψηλαφώντας τα βράχια που κατέβαιναν απότομα στον αιγιαλό για να εμβαπτισθούν ξανά και ξανά εδώ και χιλιάδες χρόνια σμίγοντας το φως με το αέναο υγρό στοιχείο. Το θρόισμα από τα διπλανά πεύκα που έγερναν τον ίσκιο τους νωχελικά, μου θύμιζε τους ψιθύρους που κάποτε στοίχειωσαν τα λόγια των δυό μεγάλων ποιητών, του αρχαίου και του τωρινού που με το σκουτάρι του προσπάθησε να σκεδάσει την αναπόδραστη λήθη: «Ασίνην τε...».
Το μάταιο του αρχαίου κλέους, συμπιεσμένο σε ένα μικρό χρονικό διάστημα του χωρόχρονου, που εξαφάνισε μοιραία τις αναγκαίες λεπτομέρειες... Λειασμένο σήμερα πλέον, περιέχει μόνο ακατανόητες φράσεις του Αιόλου σμιλεμένες σε τούτες τις πέτρες που απαρτίζουν τα απομεινάρια της αρχαίας ακρόπολης. Ακρογωνιαίοι λίθοι, ακλόνητοι, πασχίζουν χρόνια τώρα να στηρίξουν το παιχνίδισμα της λησμονιάς με χαμένα ίχνη που μάταια προσπαθούμε να αγγίξουμε από το μακρινό παρελθόν...
Όσο κι αν ψάξεις, εκείνα σβήνουν μέσα στο τόσο φως, χαμένα στο θρόισμα των φύλλων, στο πετάρισμα των μελισσών και στον φλοίσβο... που εκπέμπει σταθερά χιλιάδες χρόνια τώρα τα ίδια λόγια του Πρωτέα, και της Θέτιδας , ακατανόητα για μας τους αμύητους πεπλεγμένα στα πλούσια μαλλιά της Λευκοθέας...
Για μας τους σημερινούς, μόνο η αρχέγονη ανάγκη της άγαρμπης εκμετάλλευσης προσπαθεί με τη βία να χωθεί μέσα στις θερινές τουριστικές αναλαμπές εισβάλλοντας κάπως ασύμβατα στην αδιάλειπτη αρμονία του χώρου. Ένα κάμπινγκ σχεδόν μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, και μια ταβέρνα ευτυχώς ήσυχη ένεκα της περιόδου. Ένα αυτοσχέδιο πάρκιν με εγκαταλειμμένα ίχνη αστέγου νυκτερινού έρωτα: ένα καλσόν, και ένα άδειο κουτί durex. Δεν ξέρω τι ακριβώς αποτελούσε την ύβρη ή τη θυμηδία και χάθηκα στις λεπτομέρειες απορροφημένος από το εκτυφλωτικό φως των ποιητών, της θάλασσας, και των κραταιών λιθοδομών... «Ασίνην τε...»
Δεν είχα αίσθηση, ζέστης ή κρύου ή χαρμολύπης... μονάχα ένα μούδιασμα κι ένα υπερβολικό δέος, απέναντι στα μη αποκρυπτογραφημένα νοήματα της μαρμαρυγής, στις γραμμές και τις καμπύλες, στους θεϊκούς κεχρισμένους βράχους που άγγιξα με τα χέρια μου. «Ασίνην τε...»
PS> Η φωτογραφία ήταν από το μπλογκ της Μαρίας Τζιρίτα