Ήταν κάποτε μια
πριγκίπισσα που ζούσε καλά με τον άρχοντα
σύζυγό της και χαιρόταν τη γαλήνη μιας
ζωής χωρίς κόπους και βάσανα… Κάπου,
κάπου έπληττε μα κοιτώντας γύρω της τη
διάχυτη δυστυχία των άσημων καθημερινών
ανθρώπων γρήγορα άλλαζε διάθεση κι
ευγνωμονούσε το Θεό για την καλή της
τύχη…
Τα χρόνια άλλαξαν όμως
ρότα και ήρθε δυστυχία και φτώχια στον
τόπο τους… Μαζί ήρθε σαν πιστός ακόλουθος
σε τέτοιες καταστάσεις κι ο πόλεμος.
Ανάμεσα στους πολλούς που αλέστηκαν
στο μύλο του ήταν κι ο άρχοντας και
σύζυγος της πριγκίπισσας. Ο πόλεμος
είχε κοστίσει περιουσίες κι έτσι
μαζί με το θανατικό ήρθε και η φτώχια
για κείνους τους ανθρώπους και οι
δυσκολίες και τα βάσανα χτύπησαν και
την πόρτα του δικού τους αρχοντικού που έπεσε σε χέρια άλλων, ξένων αφεντάδων.
Μόνη της πλέον τα έφερνε
βόλτα δύσκολα. Παιδιά δεν είχαν και ο
πόλεμος δεν είχε αφήσει παρά γέρους
μόνο στον τόπο τους. Γέρους και ξένους
αφέντες που ενδιαφέρονταν μόνο για
μικρούλες παλλακίδες και τίποτε άλλο.
Άρχισε πλέον να κάνει μόνη της τις
καταφρονεμένες δουλειές εκείνες που
παλαιότερα δεν καταδεχόταν και τώρα
δοκίμαζε τη δυσκολία τους και την
κατάληψη που έκαναν αυτές στον καθημερινό
χρόνο της. Μια φίλη της πρώην αρχοντοπούλα
κι αυτή έκανε καταφρονεμένες δουλειές
στους ξένους αφέντες που είχαν έρθει
πλέον και έτσι την ορμήνευσε να καταπιαστεί
κι αυτή με αυτές.
Η απώλεια του συντρόφου
και η φτώχια της έφεραν δυστυχία και
αρρώστια. Ασθενική και κατάκοπη γύριζε
πλέον σε ένα λιτό και απλό σπιτάκι να
αναπαυθεί μέχρι την επομένη ημέρα που
ξανάρχιζε τον γολγοθά της αναζήτησης
του επιούσιου… Μέσα στη στεναχώρια της
τα βράδια μερικές φορές έκλαιγε γοερά
με πολύ δυνατές φωνές και αναστεναγμούς
και οι γειτόνοι που τη γνώριζαν και την
λυπόντουσαν δεν παραπονούνταν.
Ένα βράδυ έβγαλε τόσο
δυνατό κλάμα, που ανατάραξε τον ίδιο
τον άντρα της που ήταν στο κιβούρι του.
Αλάφιασε αυτός που η γυναίκα του τον
αναζητούσε και μέσα από το βαθύ του ύπνο
σηκώθηκε και ζήτησε από το Χάρο να του
επιτρέψει να γυρίσει για μια εβδομάδα
να την παρηγορήσει.
Ο Χάρος αποκρίθηκε πως
κάτι τέτοιο είναι αδύνατον και καλό για
αυτόν τον ίδιο θα ήταν να κοιμηθεί πιο
βαθειά να μην ακούει τους κλαυθμούς της
γυναικός του. Μα ο θρήνος της γυναίκας
ήταν τόσο γοερός που δεν τον άφηνε να
κοιμηθεί, κι έτσι κατόπιν επιμονής του
στον Χάρο, τον άφησε αυτός να στοιχειώσει
και να γίνει φάντασμα για να επισκεφθεί
τη γυναίκα του για μια μονάχα νύχτα…
Σαν βγήκε αυτός πάλι
στην πολιτεία που είχε αφήσει πλούσια
και όμορφη σάστισε με τη φτώχια την
κακομοιριά και την βρώμα που αντίκρισε.
Η ξιπασιά τους είχε φέρει νέους αφέντες
που είχαν εγκαταλείψει τον τόπο και το
μόνο που νοιάζονταν ήταν πως θα γεμίσουν
χρυσάφι τα σεντούκια τους. Φτώχια,
ζητιανιά, πορνεία, έγκλημα, κλεψιά και
αυτοδικία κατά το δίκιο του ισχυρότερου.
Που και που οι αφέντες έχωναν στα
μπουντρούμια να σαπίσει ζωντανός κανέναν
που επέλεγαν έτσι στην τύχη για
παραδειγματισμό φορτώνοντάς τον με
άδικα κρίματα. Η πόλη ερείπιο, οι κήποι
αφρόντιστοι με σκουπίδια και παντού
μια μπόχα…
«Ευτυχώς που πέθανα
και δεν το ζω αυτό. Δεν θα το άντεχα»
μονολόγησε, μα έφθασε έξω από το φτωχικό
σπιτάκι που έμενε η γυναίκα του και με
το τρεμόπαιγμα του λυχναριού, λιποψύχησε.
Πέρασε αέρινος από το ντουβάρι και είδε
τη γυναίκα του γερασμένη και ασθενική
ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Πάνω ψηλά τα
στέφανα από το γάμο τους σε μιαν απλή
ξύλινη στεφανοθήκη και κάπου σε ένα
ράφι ξεθωριασμένη τη φωτογραφία του.
Ανήσυχη αυτή στριφογύριζε στο κρεβάτι
και που και που έβγαζε έναν αναστεναγμό
ζητώντας ποιος ξέρει από πού βοήθεια.
Ήταν κουρασμένη από τη σκληρή δουλειά
της μέρας και έτσι είχε πέσει από νωρίς
ξερή για ύπνο.
Κάθισε αυτός δίπλα της
και την αγκάλιασε ζεστά χαϊδεύοντάς
την απαλά στο πρόσωπο… Αυτή αμέσως
γαλήνεψε κι έπεσε σε βαθύ λήθαργο. Ήταν
τόσο ήρεμη γαλήνια και όμορφη που δεν
την ξύπνησε. Έμεινε εκεί όλη τη νύχτα
δακρυσμένος. Δεν ήθελε τίποτε άλλο πλέον
και με τρόμο φευγαλέα θυμήθηκε ότι
έπρεπε να ξαναγυρίσει στο παγωμένο
κιβούρι του.
Σαν ήρθε το πρώτο φως,
ο Χάρος του έγνεψε με απότομο σβήσιμο
του λυχναριού, πως έπρεπε να ξαναγυρίσει…
Αυτός φίλησε τη γυναίκα του, και με δάκρυ
πήρε τον σκληρό δρόμο του γυρισμού,
χωρίς να ρίξει ούτε ένα βλέμμα στην
πάλαι ποτέ αρχοντική πολιτεία του.
Η γυναίκα του σηκώθηκε
με ένα παράξενο συναίσθημα ευτυχίας
και ξεκίνησε για
να πάει για τη δουλειά. Είχε μια γαλήνη
μέσα της χωρίς να μπορεί να την εξηγήσει…
Ανέτειλε κι ο ήλιος και την ζέστανε…
άλλαξα τον τίτλο του ποστ, από Δυσήλιον σε Αέρινος Έρωτας, γιατί ο τίτλος μετά από πολλές δεύτερες αναγνώσεις μου φάνηκε παράταιρος και κάπως τεχνηέντως πιασάρικος... συγχωρήστε με για αυτό το ατόπημα... Σας διαβεβαιώ δεν θα ξανασυμβεί...