Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

βίος αγάρροος...


"Ρε ουστ! κωλόπαιδα!" ούρλιαξε ο ταβερνιάρης βαστώντας γερά στο χέρι του την "χαμομήλω" μιαν παλιακιά κουμπούρα... τα "κωλόπαιδα" δυό ψηλόλιγνοι νέοι, ο Γιώργης και ο Λευτέρης, με τριμμένα μπαλωμένα παντελόνια, παπούτσια χιλιοκαρφωμένα από τους τσαγκάρηδες και από ένα πανωφόρι που μαρτυρούσε ότι δεν ήταν δικό τους... Ο αρχικός ιδιοκτήτης του πανωφοριού του Γιώργη πρέπει να ήταν εύσωμος, καθώς χωρούσαν δύο σαν το Γιώργη μέσα... Ήταν η δέκατη ή ενδέκατη φορά που ζητούσαν από τον ταβερνιάρη βερεσέ... Ο Λευτέρης, πιο ευγενικός του πρότεινε να έκαναν κάνα μεροκάματο, αλλά το αγριεμένο βλέμμα του ταβερνιάρη, τους έδειξε να καταλάβουν πως ούτε συζήτηση δεν σήκωνε...
Έφυγαν αμίλητοι, βαδίζοντας στον χωματένιο δρόμο... σουρούπωνε... 

Ο Γιώργης γεννήθηκε το Δεκέμβρη του 1899, λίγο πριν δύσει ο 19ος αιώνας... Ο Λευτέρης ήταν λίγο μικρότερος, γεννημένος το 1901... Τώρα είμασταν στο 1920. Στον τόπο τους, ο πόλεμος τα είχε ερημώσει όλα... κοντά έξι χρόνια τώρα... παράδες δεν είχε κανείς να πληρώσει... η ανεργία ολοένα μεγάλωνε... πολλοί μετανάστευαν βεβιασμένα για να γλυτώσουν το στρατό... Ο Γιώργης κι ο Λευτέρης δεν είχαν άλλη λύση... σκέφτονταν να καταταγούν... Αλλά εκεί ήρθε η ανακωχή! Αν και ο Γιώργης ήταν προστάτης-είχε 6 αδέλφια- στρατεύτηκε μαζί με το Λευτέρη ο οποίος είχε μόνο μιαν αδελφή. Μετά από μιαν υποτυπώδη βασική εκπαίδευση μετατέθηκαν στη Σμύρνη, κι από εκεί στις μονάδες τους. Ο Γιώργης πήγε στο βόρειο μέτωπο κι έφτασε μέχρι τον Σαγγάριο... Ο Λευτέρης προχώρησε λίγο μέσα από τη Σμύρνη προς την Ανατολία... Ο πόλεμος είχε πολλές κακουχίες. Έχασαν πολλούς, αλλά για μια παράξενη τύχη και οι δύο επέστρεψαν σώοι και αποβιβάστηκαν με τον διαλυμένο ελληνικό στρατό όπως όπως στα καράβια... Ξαναντάμωσαν απένταροι στον Πειραιά, μην πιστεύοντας ο ένας για τον άλλον ότι ήταν ζωντανός. Ο Γιώργης στο στρατό, είχε σώσει έναν αξιωματικό, από καλή οικογένεια ναυτικών στον Πειραιά. Ο Αξιωματικός τους φιλοξένησε στο σπίτι του... Ο αδελφός του αξιωματικού ήταν καπετάνιος σε καράβι που πήγαινε μέχρι την Ιταλία κι από εκεί ένα άλλο πήγαινε στη Νέα Υόρκη. Ο Γιώργος το είδε σαν μοναδική ευκαιρία κι έγραψε στους δικούς του στο χωριό του ότι δεν θα γύριζε, αλλά ότι θα έφευγε κατευθείαν για την Αμερική... Πήγαν έβγαλαν τους ναύλους... Η Ελλάδα μάζευε τα κομμάτια της από τη μικρασιατική καταστροφή, όταν ο Γιώργος κι ο Λευτέρης, αποχαιρετούσαν την παλιά προκυμαία του Πειραιά, με το κτήριο με το ρολόϊ, τις ατελείωτες μάντρες με τα βαρέλια και τα φουγάρα που κάπνιζαν μέρα νύχτα...



Το πλοίο ήταν σωστός σκυλοπνίχτης... στο ταξίδι παρά λίγο να πάει στον πάτο αύτανδρο... όμως άντεξε και τους ξεμπάρκαραν στη νήσο Έλις... Πρώτη φορά έβλεπαν τόσο κόσμο... κόλλησαν με άλλους πατριώτες και ξεκίνησαν για τον τόπο εργασίας τους... Και οι δυό μπήκαν σε τραίνο για το Σικάγο... Μετά από πολύωρο και κουραστικό ταξίδι, έφτασαν επιτέλους στην μαύρη από την καπνιά πολιτεία... τεράστια... έμειναν και οι δυό σε έναν ξενώνα, κάπως άθλιο που έμπαζε κρύο, ειδικά διαμορφωμένο για να φιλοξενεί τις στρατιές των μεταναστών... Όλες οι φυλές του κόσμου ήταν εκεί. Κάθε καρυδιάς καρύδι... Κάθε βράδυ μαζεύονταν γύρω από μιαν άθλια λάμπα πετρελαίου, έπαιζαν μπαρμπούτι και όχι σπάνια άναβαν καυγάδες και έβγαιναν τα μαχαίρια... Τη μέρα η αστυνομία μάζευε συλλήβδην αθώους και ένοχους μαζί... Το πρώτο βδομαδιάτικο του Γιώργη του το έκλεψαν... πονηρεύτηκε κι άρχισε να φυλάγεται...






Δούλεψαν σαν τα σκυλιά 10 χρόνια... σκληρή δουλειά... μόλις που πρόφταιναν μαυρισμένοι και βρώμικοι να πέσουν ξεροί στο στρώμα τους... Μια φορά την εβδομάδα έκαναν μπάνιο... Το Σαββατόβραδο, ντύνονταν στην πένα και πήγαιναν σε ένα καφενείο-καζίνο που τό 'χε ένας πατριώτης τους... εκεί βρίσκονταν με δικούς τους, ρωτούσαν για το που βρίσκεται ο ένας κι ο άλλος και μάθαιναν νέα για την Πατρίδα... "χάλια τα πράγματα... όπως και εδώ...". Η κρίση του 29, ήταν ακόμη κραταιή... Ο Λευτέρης τις Κυριακές πήγαινε στον Ιππόδρομο... έπαιζε κούρσες... φορούσε καλά ρούχα, κάπνιζε και τσιγάρα ακριβά... ήθελε να δίνει στον εαυτό του τον αέρα του καλοβαλμένου... Ο Γιώργης κοιμόταν και ξυπνούσε αργά... Πήγαινε κατευθείαν σε μια χαρτοπαικτική λέσχη που βρισκόταν πίσω από τον εμπορικό σιδηρομικό σταθμό και έπαιζε ψιλό μόνο-γιατί έπρεπε να στείλουν και χρήματα πίσω στην Πατρίδα...



Έμπαινε Δεκέμβρης και το κρύο ήταν πάρα πολύ ήδη στο Σικάγο... και το χιόνι επίσης... Ο Γιώργης με τον Λευτέρη είχαν πιάσει από ένα δωμάτιο σε ένα καλύτερο σπίτι... Ο Λευτέρης ξύπνησε νωρίς, ντύθηκε καλά και πήρε το τραίνο για τον ιππόδρομο... Ο Γιώργης κοιμόταν... είναι μερικές από τις ελάχιστες φορές σωστά κλάσματα του δευτερολέπτου που η ζωή παίζει παράξενα παιχνίδια... Ο Λευτέρης κοιτούσε άσπρος σαν το πανί το μαγικό χαρτάκι στα χέρια του... είχε πιάσει τον πρώτο λαχνό... έφυγε κατευθείαν κι έστειλε τηλεγράφημα στην Πατρίδα... Έγραφε με αγγλικούς χαρακτήρες τις ελληνικούρες του, στον αδιάφορο Αμερικανό υπάλληλο που δεν καταλάβαινε λέξη από τα συνταρακτικά νέα του Λευτέρη... Ήταν πλούσιος!. Ο Λευτέρης βγήκε από το τηλεγραφείο και αναζήτησε το Γιώργη... Πέρασε από διάφορους πατριώτες και αντάλλαξε λίγες κουβέντες μαζί τους... ήταν τα τελευταία ίχνη του... δεν τον ξαναείδε κανείς... Ο Γιώργης το ερμήνευσε πως είτε κάποιος πατριώτης, είτε κάποιος από τον ιππόδρομο, πήρε στο κατόπι τον Λευτέρη κι όταν τον ξεμονάχιασε, του άρπαξε τον λαχνό-φυσικά ξεπαστρεύοντάς τον για πάντα... κανείς δεν βρήκε τίποτε από αυτόν...



Πέρασαν δυό χρόνια... Το Σικάγο ήταν γεμάτο χιόνια και πάγους... Ο Γιώργης συνέχισε το αγώϊ μόνος του... Από το πάθημα του Λευτέρη όμως είχε αρχίσει να φυλάγεται... "εδώ ούτε τον αδερφό σου να μην εμπιστεύεσαι!". Μια Κυριακή που ξύπνησε αργά, και ντύθηκε ως συνήθως, φόρεσε ένα λεπτό πουκάμισο και ένα χοντρό πανωφόρι... στρώθηκε στη χαρτοπαικτική λέσχη, παρήγγειλε ποτό, κι άρχισε το χοντρό, γιατί μετά το χαμό του Λευτέρη το είχε γυρίσει στο σκληρό παιχνίδι... Η ρέντα του δεν είχε προηγούμενο... μετά από 10 κάβες, μαζεύτηκε όλο το πλήθος σχεδόν του καζίνο και έβλεπε το άγριο κονταροχτύπημα του Γιώργη με κάτι ύποπτους μαφιόζους, των οποίων τα κουμπούρια εξείχαν επιδεικτικά... Ο Γιώργης εννόησε ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα, αλλά η ρέντα του δεν είχε τελειώμό... Άλλαξαν τράπουλες, στρώθηκαν σπιούνοι από πίσω του, αλλά οι μαφιόζοι πάλι έχαναν... Τότε του ήρθε στο νου μιαν ιδέα για να την γλυτώσει... Ξεκούμπωσε με τρόπο το πουκάμισό του και τα χοντρά χαρτονομίσματα τα έχωνε εκεί κρυφά χωρίς να τον δούν... Τα ψιλά, τα έβαζε στις τσέπες του πανωφοριού του και μπροστά του, στην κάβα του, ώστε να φάινονται επιδεικτικά... Συνέχισαν για άλλες δυό ώρες και ο Γιώργης τους έγδυσε κυριολεκτικά... Ακόμη και στο πανωφόρι είχε αποθέσει μια περιουσία...
Είπε στον διπλανό του που τον αγριοκοίταζε να προσέχει το πανωφόρι του που είχε ακουμπισμένο στην καρέκλα του... "Έφτασα αμέσως! Πάω μέχρι την τουαλέτα..." είπε... Οι μαφιόζοι τον είδαν με το λεπτό πουκάμισο, η τουαλέτα ήταν μέσα στο πίσω μέρος του καταστήματος, αλλά δεν είχε πόρτα... έτσι ηρέμησαν και περίμεναν... Στην τουαλέτα, ο Γιώργης πιάστηκε από τους τοίχους και έριξε με όλη του τη δύναμη και με τα δυό πόδια κλωτσιά στα κάγκελα που έφραζαν το παράθυρο... Το ξεμπάζωσε με τη μία και βγήκε έξω στο πυκνό χιόνι με το πουκάμισο... Έριξε ένα "κατοστάρι" μέχρι τον κοντινό σιδηροδρομικό σταθμό... Το μάτι του άγριο, είδε μιαν εμπορική αμαξοστοιχία που ξεκινούσε για το βορρά... έριξε ένα ξεψυχισμένο τρέξιμο και πρόλαβε να μπεί σε ένα από τα τελευταία βαγόνια... βρωμούσε κοπριά... έκλεισε την πόρτα και βγήκε μετά από 2 χιλιάδες χιλιόμετρα... αφάγωτος, άπιωτος, παγωμένος... γεμάτος χρήματα... Ήταν στον Καναδά...

Όταν γύρισε στην Πατρίδα, είπε στους δικούς του πως με αυτή την ρέντα έβγαλε τόσα χρήματα όσο "τρεις ξενητιές"!. Αγόρασε στην επαρχιακή πολιτεία κοντά στο χωριό του μπακάλικο, βοήθησε τους δικούς του και στρώθηκε στη δουλειά... Αγόρασε κάνα δυό ακίνητα... τα υπόλοιπα πρόλαβε και τα έκανε λίρες... Αμέσως μετά ήρθε ο πόλεμος... Έναν από τους αδερφούς του, τον σκότωσαν οι Γερμανοί... οι αδελφές του ήταν παντρεμένες ήδη, ενόσω αυτός ήταν στα ξένα. Ήταν ο μεγαλύτερος από τα 6 αδέλφια του... Εκεί στην κατοχή παντρεύτηκε την Αθανασιά... Δεν του την προξένεψαν· "την είδα μια μέρα στο δρόμο, την καλοκοίταξα και είπα, αυτή είναι η γυναίκα μου! Θα την πάρω!".  Η πόλη τους ήταν ορεινή και ο Γιώργης χρειάστηκε πολλές φορές να πάρει το όπλο του για να γλυτώσει το τομάρι του... Τόσο οι χίτες τον μισούσαν όσω και οι αριστεροί... Ο ίδιος δεν αυτοπροσδιοριζόταν ιδεολογικά, αλλά τους συγκενείς του, τους είχαν για αριστερούς κι έτσι έπαιρνε η μπάλα και τον ίδιο, αν και δεν ήταν ιδιαίτερα φανατικός... Ο Γιώργης αδιαφορούσε παντελώς για τη γνώμη που είχαν οι άλλοι για αυτόν...Ήταν μάλλον πιο ασυμβίβαστος... Κάτι μαυραγορίτες πήγαν να τον εκτελέσουν ένα βράδυ... Σκότωσαν πρώτα έναν συνεργάτη του στη δουλειά και ύστερα ετοιμάστηκαν να φάνε το Γιώργη... Όμως από εκεί κοντά περνούσε ένας Αντάρτης με την ομάδα του που είχαν βγει για πλιάτσικο... του έσωσε τη ζωή και ο Γιώργης τους το ξεπλήρωσε ύστερα από λίγο καιρό βοηθώντας τους σε έναν "ανεφοδιασμό". Τον κάρφωσαν στους Γερμανούς κάτι δικοί μας, και ένας αξιωματικός πήγε την άλλη μέρα, τον έβγαλε από το μαγαζί και του έβαλε το περίστροφο στον κρόταφο, γνέφοντάς του να κάνει τον σταυρό του πριν τον σκοτώσει... Στην απέναντι γωνία πρόλαβαν κι εκτέλεσαν έναν 20χρονο νεαρό-σήμερα η πλατεία φέρει το όνομά του. Λίγο πριν του φυτέψει τη σφαίρα στο κεφάλι, ένας χωροφύλακας σταμάτησε το Γερμανό και έσωσε το Γιώργη... "Λάθος!" του είπε... "Αυτός είναι εντάξει!".  Με το Γιώργη είχαν βλέπεις άλλου είδους μπίζνες... 
Ο Πόλεμος έληξε, ήρθε ο εμφύλιος ακόμη πιο σκληρός και αδυσώπητος... Μπήκε και μέσα στην οικογένειά του... Προσπάθησε να σώσει κάπως την κατάσταση ο Γιώργης... Γενικά τα αδέρφια του τον άκουγαν... Ένα απόγευμα του έστησαν καρτέρι στον εθνικό δρόμο... γύριζε από ένα αγώϊ εμπορικό... Ο Γιώργης εννόησε την ενέδρα και είπε στο φορτηγατζή να κόψει ταχύτητα για να κατέβει χωρίς να σταματήσει... θα συναντιόντουσαν πιο κάτω σε ένα ξέφωτο... πήδηξε κρυφά, έφυγε από το δρόμο, ανηφόρισε ένα χιλιόμετρο και κρύφτηκε σε μια τρύπα σε έναν γκρεμό για δυό μέρες... γλύτωσε... Μετά τον Εμφύλιο, δεν συνέβησαν σπουδαία συνταρρακτικά γεγονότα για το Γιώργη... πέρασε ήρεμα και όσο πιο ήσυχα μπορούσε τη ζωή του φροντίζοντας την οικογένειά του...

Με τη δικτατορία, πούλησε το εμπορικό και πήγε στο χωριό του να αρράξει... ήταν ήδη 70ρης... "Δεν μου αρέσει πια η πόλη με τα αυτοκίνητα" έλεγε... Τέλη της δεκαετίας του 70, "έφυγαν" πρώτες οι αδελφές του... τέλη της δεκαετίας του 80 όλα του τα εναπομείναντα αδέλφια, εκτός του μικροτερου, "το στερνοπούλι" όπως τον έλεγαν... Εκεί επισκέφθηκα κι εγώ με τον πατέρα μου το χωριό και το σπίτι τους, γιατί ο Γιώργης, ήταν αδελφός της γιαγιάς μου... Τον είδα και μου έκανε μεγάλη εντύπωση καθώς εμφανισιακά δεν τον έκανες πάνω από 60 χρόνων αν και ο ίδιος είχε πατήσει τα 90... Πετούσε και αγγλικούρες των αχέπανς στα λόγια του, περισσότερο από θυμοσοφία, παρά από επίδειξη... Αρχές των 90ς "έχασε" την Αθανασιά του... Ήταν απαρηγόρητος, αλλά συνέχισε τη ζωή του... διάβαζε πολύ και κυρίως Αγγλόφωνο Τύπο που του τον έφερνε στο χωριό το τοπικό λεωφορείο του ΚΤΕΛ ... Στο Μιλένιουμ "έφυγε" και ο μικρότερος αδελφός το "στερνοπούλι". Τα παιδιά του έλεγαν για το Γιώργη ότι τον ξέχασε ο χάρος... Ο ίδιος έβαλε και άλλα 7 χρόνια από τον 21ο αιώνα για να φύγει το 2007 σε ηλικία 107 ετών... μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν αυτοεξυπηρετούμενος, ευσταλής, κάπνιζε, έπινε συντηρητικά το ουϊσκάκι του και πήγαινε στον καφενέ για το "ψιλό"... Πλήρης ημερών... έφυγε στον ύπνο του, μέσα στο σπίτι του αφού γύρισε από την ταβέρνα... Όπως κάθε βράδυ, πρόλαβε και κάπνισε το τελευταίο τσιγαράκι του, το οποίο βρήκαν σβησμένο στο τασάκι το επόμενο πρωΐ οι ανηψιές του...






Αν και φαίνεται απίστευτη, σας διαβεβαιώ πως η ιστορία αυτή δεν έχει κανένα ίχνος υπερβολής και είναι αυτούσια και σχεδόν κατά λέξη αρθρωμένη από αληθινά στιγμιότυπα της ζωής του μεγάλου αδελφού της γιαγιάς μου... Μέρες που είναι με την κρίση, είπα να ξαναφέρω στην επιφάνεια το βίο και την πολιτεία του, δίνοντας ίσως με αυτόν τον τρόπο, έναν τόνο αισιοδοξίας στη μαυρίλα που κυκλοφορεί...