Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

Το γυάλινο σχολείο



 Το σχολείο που μεγαλώσαμε είχε μια περιφραγμένη αυλή με χώμα που τους χειμώνες μετατρεπόταν σε συστάδα λιμνών από τα βροχόνερα. Αρχές δεκαετίας των 70ς και ότι ειχαν βγει οι γαλότσες που φορούσαμε και πλατσουρίζαμε με δύναμη τα πόδια μας. Τα καλοκαίρια ο κορνιορτός από τα ποδοβολητά μας καθόταν μόνο στις ώρες διδασκαλίας.

Πρόσφατα όψιμοι 50ρηδες κάναμε ένα ριγιούνιον σε μια ταβέρνα. Επιλέξαμε λίγο πριν τον 15Αύγουστο, ώστε να είναι σχεδόν όλοι ή οι περισσότεροι από την τάξη μας παρόντες. Αναλογιζόμενοι ποιοί βγήκαν από εκεί, είδαμε ότι διακεκριμένοι ήταν ένας Μητροπολίτης κι ένας διακεκριμένος επιστήμονας,  καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Όλοι οι υπόλοιποι λίγο έως πολύ ήμασταν περίπου σε συνηθισμένη κατάσταση. Οι μισοί παντρεμένοι, οι μισοί χωρισμένοι, οι μισοί με παιδιά, οι άλλοι μισοί χωρίς και πάει λέγοντας. Άλλοι με καλές δουλειές, άλλοι άνεργοι, μια συμμαθήτριά μας στη φυλακή κλπ.

Ξαφνικά μια γυναίκα της παρέας, η πιο χαζή ίσως, θυμήθηκε το μπούλιν, που υπέστησαν αυτοί οι ξεχωριστοί συμμαθητές μας. Ο μετέπειτα Μητροπολίτης για την ιδιαιτερότητά του, αλλά και και ο σπασίκλας επίσης. Άξαφνα, θυμηθήκαμε πολλά. Οι ιστορίες έπεφταν η μία μετά την άλλη. Τις λέγαμε σαν να θέλαμε να εξομολογηθούμε...

Ας ξεκινήσουμε από τον Κίμωνα, τον μετέπειτα μητροπολίτη. Ήταν από φτωχή οικογένεια. Οι γονείς του ήταν μεγάλης ηλικίας. Ο πατέρας του εργαζόταν υπάλληλος σε εμποροραφείο, δουλεύοντας ατέλειωτες ώρες, ακόμη και τις Κυριακές. Η μητέρα του ήταν απλή νοικοκυρά. Ο γαλανομάτης ξανθωπός Κίμων σαφώς διέφερε από εμάς τους υπόλοιπους που ήμασταν γνήσια μαυροτσούκαλα. Ίσως για αυτό να ξεκίνησε η βιαιοπραγία εις βάρος του. Ίσως πάλι γιατί είχε την κακή συνήθεια να μην απαντάει στις προκλήσεις για ξύλο που ήταν τότε μόδα στα σχολειά και απλά να διαμαρτύρεται.

Αυτό έδινε ώθηση και στους ασθενέστερους σωματικά μαθητές, καθώς ο Κίμων αν μη τι άλλο ήταν μια ευκαιρία να δείρουν κι αυτοί κάποιον. Δεν θυμάμαι ποιός πρωτοξεκίνησε να χτυπάει τον Κίμωνα. Θυμάμαι ότι για να αμυνθεί, αφού τα παρακάλια και τα κλάματα δεν έπιαναν, κουλουριαζόταν στο λασπωμένο χώμα.Οι παραδειγματικές τιμωρίες των δασκάλων, δεν έλυναν το πρόβλημα, αφού υπήρχε λόγος για εκδίκηση, να πληρώσει το κωλόπαιδο που καρφώνει κι από πάνω.

Θυμάμαι πως πολύ διστακτικά έδωσα κι εγώ ένα σπρώξιμο στον Κίμωνα και στη διαμαρτυρία του, δήθεν προσβλήθηκα και τον χτύπησα. Η συνέχεια της σκηνής ήταν αναπάντεχη. Ο δυνατότερος της τάξης, ένα καθόλα μπρατσωμένο παιδί, που μόλις την προηγουμενη ημέρα μου είχε ρίξει ένα καλό ξύλο, έσκυψε να του κάνει σκαμνάκι. Μου πρότεινε έμμεσα να συνεργαστούμε. Αυτό το είδος συνεργασίας το εξέλαβα ως πρόσκληση φιλίας. Αναμφισβήτητα ήταν μεγάλη ευκαιρία για μένα να γίνω φίλος του. Έτσι χωρίς δισταγμό, έσπρωξα τον δύσμοιρο Κίμωνα, που πέφτοντας πίσω κυλίσθηκε στις λάσπες. Τότε υπήρξε ομαδικό γέλιο από τους άρρενες συμμαθητές μας. Στην απόγνωσή του ο Κίμων μας συχτίρισε. Τότε ανέλαβε ένας τρίτος και τον άρχισε στις κλωτσιές. "Κωλόπαιδο να μάθεις να βρίζεις". Πάλι γέλιο... Για μένα ήταν ένα καλό βήμα να γίνω φίλος με τους δυνατούς της ομάδας.

Για τον Κίμωνα ήταν η αρχή ενός ατελείωτου μπούλιν. Τα διαλείματα για όλα τα παιδιά του Δημοτικού σχολείου ήταν ευλογία. Για τον Κίμωνα μερικά ήταν πραγματικό μαρτύριο. Το ομαδικό ξύλο ήταν πάντοτε η επωδός κάποιας κασκαρίκας που είχε προηγηθεί. Νεροβόμβα, τρικλοποδιά στις λάσπες, σκατά στο πρόσωπο, ομαδικό φτύσιμο, ομαδικές σφαλιάρες-σύννεφο το λέγαμε- και άλλα που ντρέπομαι να θυμάμαι... Πιο φανατικά έδερναν οι αδύναμοι σωματικά συμμαθητές. Ήταν για αυτούς μια μεγάλη ευκαιρία να ρίξουν κι αυτοί μια φάπα ή αποτελούσε βήμα να γίνουν φίλοι με τους δυνατούς. Οι φιλίες αυτές σφραγίζονταν με την συμμετοχή και στην τιμωρία. Οι σφαλιάρες οι βεργιές και το βρισίδι από τους δασκάλους ήταν αν μη τι άλλο το επιστέγασμα καλών σχέσεων. Σαφώς το κύριο θέμα της ασχολίας των πολλών στα διαλείματα δεν ήταν ο Κίμων ή κάποιος άλλος. Ήταν η μπάλα. Ο Κίμων αποτελούσε παρεμπίπτουσα ασχολία ή τυχαία επιλογή ξεσπάσματος.

Μετά την τετάρτη Δημοτικού αρχίσαμε να εκδηλώνουμε το φύλο μας. Κάποιος που δεν θυμάμαι, χτυπώντας τον Κίμωνα, τον αποκάλεσε "παλιοπούστη", οπότε ένας αλλος είπε "να τον γαμίσουμε". Έτσι τον έβαλε κάτω μπρούμητα και έκανε τη μιμιτική πράξη του βιασμού. Αυτό ήταν η αρχή ενός άλλου νέου τύπου πειράγματος εις βάρος του συμμαθητή μας. Το πιο ήπιο ήταν που λέγαμε ανέκδοτα σόκιν με πούστηδες και τον κοιτούσαμε με νόημα, και ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια. Ήταν αυτός κι ένας τρόπος να επιδείξουμε τον ανδρισμό μας στα κορίτσια. Οι γεροδεμένοι από τους συμμαθητές συνήθως μετά την δημόσια απομίμηση της πράξης, τελείωναν και με δυνατές σφαλιάρες στον πεσμένο στα τέσσερα Κίμωνα. "Να μάθεις παλιόπουστα!" και χα χα χα χα τα γέλια.

Αν τύχαινε να πέσει στην υπόληψη κάποιου από τους δασκάλους, το ξύλο ήταν αναπόφευκτο, όμως ήταν κι ένα είδος παράσημου για τον τιμωρούμενο. Έτσι κι αλλιώς ο Κίμων δεν κέρδιζε τίποτε με αυτές άλλο παρά άλλη μια αφορμή για ομαδική εκδίκηση...

Μεγαλώνοντας, κάπως βάλαμε μυαλό κι εγκαταλείψαμε τον Κίμωνα και τις ιδιαιτερότητές του. Στο γυμνάσιο και στο λύκειο, επικαλούμασταν το όνομά του ή τον κοιτούσαμε χλευαστικά και χαζογελώντας μόνο εάν η συζήτηση έφερνε κάποιον τοιούτο ή κίναιδο. Ο Κίμων μετατράπηκε στον αόρατο συμμαθητή μας σιγά, σιγά και αργά και διακριτικά έφυγε απ' τη ζωή μας, περνώντας σε εκκλησιαστική σχολή για να γίνει ιερέας. Γι' αυτόν αυτή η κίνηση θα υπήρξε μεγάλη διέξοδος, καθώς έφυγε από το σπίτι του και τους γονείς του. Η συνέχεια της ζωής του, οι σπουδές του, οι κόποι κι οι αγώνες του, μας ήταν άγνωστοι, έως ότου τον μελετήσαμε ξανά ως μητροπολίτη.

Στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, τη θέση του στο μπούλιν, πήρε ο σπασίκλας της τάξης. Ο Βασίλης ήταν ένα συνεσταλμένο παιδί που στα χρόνια μας στο δημοτικό πέρασε απαρατήρητο. Δεν είχε κάποιο χαρακτηριστικό να μας τραβήξει, ώστε η ομήγυρις να ασχοληθεί μαζί του σε ομαδικό επίπεδο. Ήταν από τους καλύτερους μαθητές, αλλά όχι ο πρώτος. Δεν προκαλούσε κι έτσι δεν δέχθηκε κάποιο είδος ομαδικού μπούλιν.

Στο Γυμνάσιο όμως, η έφεσή του στα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες τον έκανε ξεχωριστό και γρήγορα συγκέντρωσε τη μήνυ των πολλών εναντίον του. Ήταν από πολύ φτωχή οικογένεια και έμενε σε ένα ισόγειο σπίτι μικρή μονοκατοικία σε ένα στενάκι. Όλο το σπίτι δύο δωμάτια, το ξέρω γιατί πλειστάκις τον επισκεπτόμουν για να ανταλλάξουμε σημειώσεις.

Το μπούλιν στο Βασίλη, ξεκίνησε από ένα διαγώνισμα, στο οποίο έγραψε μόνος αυτός άριστα, εγώ 13, κι η υπόλοιπη τάξη κάτω από τη βάση. Στο διάλειμα οι δυνατότεροι του έδωσαν ένα καλό σύννεφο να το θυμάται. Τα υπόλοιπα παιδιά, από μεγαλύτερες και μικρότερες τάξεις γελούσαν. Ήταν η αρχή. Στο σχόλασμα, όλη την επόμενη εβδομάδα, του έπαιρναν την τσάντα και την πετούσαν πίσω από φράχτες. Ο Βασίλης έκανε αγωνιώδεις προσπάθειες να την φθάσει, τα βιβλία ήταν τότε πανάκριβα. Του τα έσκισαν τις επόμενες ημέρες. Ήξερε από τα παθήματα του Κίμωνα ότι δεν έπρεπε να μιλήσει.

Κάθε ημέρα ένα σύννεφο από κατακέφαλα ήταν στο πρόγραμμα. Τα τετράδιά του σκίστηκαν ή λερώθηκαν αρκετές φορές. Οι επιμελητές έτρωγαν ξύλο για να επιτρέψουν στους κάφρους να ουρήσουν στην τσάντα και στα βιβλία του. Μεγαλώνοντας στην ηλικία μεγάλωσαν και οι πλάκες. Τα τσιγάρα σβήστηκαν πολλές φορές πάνω του ή στα χέρια του. Σκισμένα χαρτιά στην κουκούλα του άναβαν και γινόταν παρανάλωμα. Ένα βράδυ στη Β' Λυκείου μεθυσμένοι πήγαμε και η "σκληρή" 5δα ούρησε στο χαλάκι του σπιτιού του, στην πόρτα του κλπ. Μιαν άλλη ημέρα κάποιοι πήραν σε μια εφημερίδα κόπρανα και τα έτριψαν στον τοίχο του σπιτιού του...  Ένα άλλο βράδυ πλάκωσαν στις κλωτσιές και σκέβρωσαν τις ρόδες του ποδηλάτου του πατέρα του, του μοναδικού μεταφορικού μέσου που είχε. Στις καφετέρειες άπειρες φορές είχε φάει καφέ στα μούτρα δήθεν από λάθος. Εκείνοι που έδερναν με μεγαλύτερο ζήλο, ήταν παιδιά από καλές οικογένειες που κανονικά θα έπρεπε να είναι καλοί μαθητές αλλά δεν ήταν γιατί δεν ενδιαφέρονταν. Ένας τέτοιος τον έσπασε στο ξύλο έξω από κάτι φροντιστήρια ένα απόγευμα μπροστά στα κορίτσια... Να δουν τι άντρακλας ήταν...

Μεγαλώνοντας ξεχάσαμε και τον Βασίλη. Περάσαμε σε σχολές, κάποιοι συγκατοίκησαν και μαζί του στην Αθήνα. Πήραμε ο καθένας το δρόμο του, σπουδάσαμε, βρήκαμε δουλειές, κάποιοι παντρεύτηκαν, κάποιοι έκαναν δεύτερο και τρίτο γάμο. Τον Βασίλη τον φιλοξένησα με χαρά στο σπίτι μου όταν ήταν φαντάρος στη Χίο και πέρασε από την Αθήνα. Έφυγε στο εξωτερικό με υποτροφία και μετά από 20 χρόνια βρέθηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης με διεθνή βραβεία στα μαθηματικά.

Κανείς από τους δύο, φαντάζομαι για τεχνικούς λόγους δεν ήταν στο ριγιούνιον. Η συζήτηση ξεκίνησε κάπως ψυχρά, όμως ο καθένας άρχισε να λέει ιστορίες που πρωταγωνιστούσαν άλλοι κι όχι αυτός ο ίδιος. Στη συνέχεια οι άλλοι έσπευδαν να υπενθυμίσουν ιστορίες που ήταν αυτός ο πρώτος πρωταγωνιστής. Και πάει λέγοντας· το ομαδικό έγκλημα είχε βγει στη φόρα. Είχαμε μιαν παράξενη λάμψη στα μάτια μας, καθώς οι ιστορίες έδιναν κι έπερναν. Κάποιοι χασκογελούσαν κιόλας, δήθεν τι διασκεδαστικά που ήταν όλα αυτά, τι κασκαρίκες παιδικές κάναμε. Η λάμψη ήταν σαφώς λάμψη συνενοχής. Κανείς δεν θα μείνει εδώ χωρίς να διαπομπεφθεί τι έκανε τότε στα παιδιά.

Ήμουν σιωπηλός χωρίς άλλο· Καίτοι δεν συμμετείχα ποτέ σε όλες αυτές τις ιστορίες, τουλάχιστον ενεργά, η σιωπή μου, η συμμετοχή μου στο ξεφώνημα ή στον ομαδικό χλευασμό, ήταν το ίδιο ένοχη. Το κρύψιμό μου στην ομάδα των πολλών που εβούλετο και έκανε αυτά, ήταν το ίδιο ένοχο. Η μη καταγγελία των μικρών αυτών αθώων εγκλημάτων ήταν το ίδιο ένοχη.

Στο τέλος του ριγιούνιον, ένας από τη μεγάλη παρέα έιπε πως έπρεπε να είμαστε περήφανοι που δύο από "εμάς", πέτυχαν στη ζωή τους τόσο πολύ. Αυτό το "εμάς" όμως έπαιρνε πολύ νερό... Χαιρετηθήκαμε και φύγαμε, εύχαρεις, που ήμασταν γεροί καλοί και φίλοι ξανά...

Στο δρόμο για το σπίτι ένας κόμπος στο λαιμό μου δεν έλεγε να λυθεί. Μα που είχα καταχωνιάσει όλα αυτά τα άθλια πράγματα? Πως μπόρεσα να τα ξεχάσω και να μην ζητήσω ούτε ένα συγνώμη ποτέ έστω για τη σιωπηρή συνενοχή μου... Τι αλήθεια να σκέφτονταν αυτοί οι δύο, όταν στις παρέες τους αναπολούσαν τα αθώα παιδικά τους χρόνια? Σκεφτόμουν και προσπαθούσα να βρω λόγους για τους οποίους θα μπορούσαμε εμείς οι απλοί ασήμαντοι "υπερήφανοι" συμπολίτες, για τις επιτυχίες των συμμαθητών μας. Ποιά ακριβώς συμμετοχή είχαμε στις κοπιώδεις προσπάθειές τους? 



Δεν μπορούσα να βρω κανέναν καλό λόγο... Μια μόνο εικόνα μου ήρθε στο νου και την είπα φωναχτά:  "Αν μη τι άλλο αποτελέσαμε έναν ακόμη σοβαρό λόγο να προσπαθήσουν σκληρά να ξεφύγουν από τούτον τον απόπατο"... Κι αυτό όντως ήταν ένα είδος συμμετοχής για την οποία πράγματι θα έπρεπε να είμαστε περήφανοι.

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2018

δίψα για ζωή





Το μάτι μου έπεσε από σύμπτωση ίσως Deolinda Correa... Η ιστορία με συγκλόνισε, καθώς αφορούσε το θαύμα του να συνεχίσει να δίνει ζωή σε ένα παιδί-στο παιδί της- μια ήδη νεκρή μητέρα...

Ίσως πίσω της να έχει συμβολισμούς εξίσου δυνατούς, όπως πχ στην αναφορά που γίνεται στο ιστολόγιο της κας Τοράκη. Εντούτοις εγώ στάθηκα στην ιστορία καθεαυτή. Κόλλησα στον ιστό της και αναπήδησα, όπως ένα έντομο κολλάει στον ιστό της αράχνης και μην μπορώντας να ξεκολλήσει, χτυπιέται σε μιαν ύστατη προσπάθεια να ξεφύγει. Όμοια κι εγώ, χάθηκα στα νήματα της ιστορίας καθευτής...

Εν τάχει η ιστορία έχει ως εξής: Η Ντεολίντα Κορρέα, είναι μια γυναίκα, που το 1840 πέθανε στην έρημο από δίψα όταν, έχοντας το μωρό της αγκαλιά, πήγαινε να βρει τον άντρα της που είχε αρρωστήσει ενώ πολεμούσε στον εμφύλιο της Αργεντινής. Όταν μετά από μέρες τη βρήκαν, το μωρό ήταν ζωντανό γιατί τρεφόταν από τον μαστό της μάνας του που ήταν γεμάτος γάλα! Η Μητέρα είχε πεθάνει εδώ και μέρες, αλλά το βρέφος ήταν ακόμη ζωντανό!

Όμως η συνέχεια είναι που είχε επίσης ενδιαφέρον. Οι κάτοικοι την ανακήρυξαν σε Αγία, παρόλο που η καθολική εκκλησία ακόμη και σήμερα δεν την αναγνωρίζει. Τους συγκλόνισε κι αυτούς το θαύμα της ζωής, το θαύμα της φύσης. Σιγά σιγά στην ευρύτερη περιοχή αλλά και αλλού, άρχισαν να ξεφυτρώνουν ναΐσκοι αφιερωμένοι σε αυτήν, όπου οι περαστικοί αφήνουν αναθήματα. Συνήθως αφήνουν μπουκάλια με εμφιαλωμένο νερό εις ανάμνηση της δίψας της κοπέλας: Να μην αφήσουν ξανά ποτέ κανέναν διψασμένο σε αυτόν τον κόσμο. Ίσως κι από ενοχή να αισθάνονται, ότι της χρωστούν, έστω και τώρα που έχουν περάσει πάνω από 150 χρόνια το πολύτιμο νερό.

Τι είναι αυτό που κάνει τους βιαστικούς συνήθως οδηγούς οχημάτων να παρεκκλίνουν της πορείας τους και να σταματούν για να προσευχηθούν για τη νεαρή κοπέλα? Να της προφέρουν μπουκάλια με νερό? Κάποιοι ναΐσκοι αφιερωμένοι σε αυτήν δέχονται συνήθως αναθήματα, όπως ονόματα αγαπημένων προσώπων χαραγμένα σε πλακίδια ή νυφικά από κοπέλες που είχαν τάμα και κατάφεραν να παντρευτούν, προσφέροντας εκεί στο ναΐσκο τα νυφικά τους.

Το σίγουρο είναι πως η Deolinda ήταν νέο κορίτσι, μητέρα με παιδί στην αγκαλιά, που πήγε να βρει τον αγαπημένο της. Περιπλανήθηκε στην έρημο κι όταν της τελείωσαν οι προμήθειες πέθανε από τη δίψα. Από τη μια η Αγάπη για τον χαμένο σύντροφο και η Μητρότητα, ενώ από την άλλη ο Όλεθρος - εδώ με τη μορφή του εμφυλίου πολέμου - και η Αρρώστια. Πόσοι και πόσοι κάθε βράδυ πριν κοιμηθούν δεν εύχονται τα πρώτα ή δεν ξορκίζουν τα δεύτερα στις προσευχές τους? 

Πολλοί έχουν ένα δάκρυ για τη νεαρή κοπέλα, που έστω και νεκρή κατάφερε σαν από θαύμα να κρατήσει στη ζωή το μονάκριβό της παιδί. Όμως πόσοι γονείς τις νύχτες δεν παρακαλούν το θεό, ο μη γένοιτο,  να πάρει τους ίδιους κι όχι τα παιδιά τους? Πόσοι δεν ξορκίζουν το θάνατο στις προσευχές τους?

Και το άγαλμά της εκεί στο παρεκκλήσι? Ένα λιτό ταπεινό κορίτσι που κρατά το παιδί της στορργικά ακόμη και από το θάνατο... Δεν έχει πια δυνάμεις... δεν έχει ανάσα... έχει όμως σάρκα από τη σάρκα της και προσφέρει απλόχερα στο μονάκριβο παιδί της.

Κι ίσως αφού κατάφερε αυτό, να μπορεί να σπλαχνίζεται και τους περαστικούς, τους κουρασμένους στις προσευχές τους λίγο πριν κοιμηθούν που ξορκίζουν το θάνατο και την αρρώστια. Ίσως με τη σκέψη της και μόνο να στέργει τα φτωχοκόριτσα που εύχονται γάμο αγάπη οικογένεια, εκεί λίγο πριν αποκοιμηθούν ξεθεωμένα από τη δουλειά στα φτωχικά τους κρεβάτια. Που ονειρεύονται λίγη ζωή...

Ίσως να δώσει και λίγη από την απέραντη ευσπλαχνία της και στους περαστικούς, που οδηγούν κατάμονοι στους μεγάλους εθνικούς δρόμους χαμένοι στις σκέψεις τους. Και που εύχονται να μην τελειώσει έτσι άδοξα η ζωή τους, πίσω από ένα τιμόνι να πεθάνουν από τη δίψα για μια ζωή που δεν ήρθε ποτέ...



(εις μνήμην Φώτιου...)