Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013

Φερέοικη...


 

 Δύσκολο να μιλήσεις για δικούς σου ανθρώπους... για ανθρώπους που τους γνώρισες σε κράτησαν στην αγκαλιά τους, ένιωθες παιδί τόσο προστατευμένο μέσα τους... ας είναι... σήμερα θα μιλήσω για την πραγματική Έφη σταχυολογώντας στιγμιότυπα της ζωής της... που δεν ξέρω πόσο σημάδεψαν την ίδια... εμένα σίγουρα... 





 

Παντρέυτηκε στα 18 της χρόνια εκεί γύρω 1916... Ήταν η μεγαλύτερη κόρη μιας αγροτικής οικογένειας σε ένα χωριό δίπλα ακριβώς στην αρχαία Πριήνη της Μικράς Ασίας... Στο χωριό μιλούσαν κυρίως Τουρκικά, ενώ τα Ελληνικά ήταν μόνο για να συνεννοούνται οι άνδρες με τις δουλειές τους με το μεγάλο λιμάνι τη Σμύρνη... Η Έφη όμως είχε μια τύχη ανέλπιστη... Ο σύζυγός της ήταν έμπορος Σαμιωτικής καταγωγής... έτσι θα μάθαινε τα ελληνικά φαρσί, όχι μόνο σκόρπιες λέξεις... Ήταν θεόρατος σε ύψος για την εποχή· αυτό της το είχαν κρύψει. Ήταν αταίριαστοι δίπλα δίπλα στην εκκλησία, αλλά τι να γίνει? Για τις ανάγκες της φωτογραφίας ο άνδρας της, Εμμανουήλ με το όνομα κάθισε σε καρέκλα και αν και καθιστός η Έφη πάλι ερχόταν ίσα με αυτόν στο μπόϊ... Αδύνατη, νευρώδης όμορφη... αυτή ήταν η Έφη... Η φωτογραφία αυτή του γάμου, είναι η μοναδική απεικόνιση του Σμυρνιού προπάπου μου του Μανώλη... 

Στα 1922 τα πράγματα φαίνονταν δύσκολα... Ο Μανώλης είχε συγκενείς στη Σμύρνη και κάποιους ξεχασμένους στη Σάμο... Σκέφτηκε ότι εκεί ίσως θα ήταν καλύτερα να παν, "η Σμύρνη παρείχε αναμφισβήτητα μιαν ασφάλεια"... 'Πως τα μιλούσε έτσι τα Ρωμαίϊκα?' σκεφτόταν η Έφη... Ένα μεσημέρι φρόντιζε στην κούνια του τον μοναδικό τους γιό... Ο Μανώλης πήγε στο κοντινό κτήμα να ασφαλίσει τα άλογα και τα ζώα. Είχεν ακουστεί ότι τριγυρίζουν μάγκες από Τσέτες και δεν καταλαβαίνουν τίποτε... Αφού τ' ασφάλισε γύρισε σπίτι... Η Έφη βγήκε με χαρά στο παραπόρτι και κοιτούσε με αγάπη τον Μανώλη... Αυτός σοβαρός και απόμακρος της έγνεψε να κρυφτεί... Από ένστικτο, η Έφη φάσκιωσε το μωρό και έφυγε από την πίσω πόρτα για της Μητέρας της που ήταν προς τη μεριά ενός κεφαλοχωρίου των Σωκίων... εκεί υπήρχε Τουρκικός Στρατός, όσο να είναι μιαν ασφάλεια θα είχαν... Το βλέμμα της αντίκρυσε για τελευταία φορά το Μανώλη... Τον έσφαξαν μόλις 10 μέτρα μακριά της... Μετά του έκοψαν το κεφάλι και το πέταξαν στο κοτέτσι... χύμηξαν οι κότες και τσιμπολογούσαν αχόρταγα στη μεριά του λαιμού...


Η Έφη τότε συνειδητοποίησε ότι το τέλος της πλησίαζε... πήρε τη Μητέρα της, και τις τρεις αδελφές της και έφυγαν... Η μικρότερη είχε παντρευτεί πρώτη και είχε ήδη 13χρονο γιό... Μα ήταν η προστατευόμενη της Έφης, κι έτσι η Έφη έδωσε στην Αργυρούλα, τη μικρότερη, το μωρό της, ενώ κράτησε στα χέρια της και προχωρούσαν μέσα στο σκοτάδι το γιό της Αργυρούλας το Χριστάκη... Έφτασαν μετά από πολύ δρόμο αξημέρωτα σε μιαν απόμερη παραλία στους θαλάσσιους πρόποδες του ντιλέκ νταγί, του όρους Μυκάλη δηλαδή, απέναντι από τη Σάμο. Είχαν συμφωνήσει με έναν βαρκάρη εντόπιο-το είχε εδώ και βδομάδες κανονίσει ο Μανώλης- να τους πάρει, κι εκείνος κράτησε το λόγο του. Η Έφη ζήτησε από την Αργυρούλα το μωρό της. Εκείνη είπε πως το πέταξε σε μια παραλία 5 χιλιόμετρα πιο πριν γιατί της ήταν λέει βάρος... η Έφη έμπασε στη βάρκα τη μητέρα της και τις αδερφές της με το Χρηστάκη και έδωσε σημείο συνάντησης απέναντι στη Σάμο... τους είπε να την περιμένουν τρία μερόνυχτα... αν δε γυρνούσε ας τους είχε ο θεός καλά... 





Έφυγε καταματωμένη, φουρκισμένη με άγριο βλέμμα... Δεν θυμάται πόσες ώρες περπατούσε, μόλις όμως έφτασε στην παραλία, είχε αρχίσει να φωτίζει... Έβγαλε κραυγή απαγοήτευσης... Σε όλη την ακτή, όπου υπήρχε αμουδιά, ήταν γεμάτη εγκαταλελειμένα βρέφη... παιδιά που έκλαιγαν γοερά - τα κλάματα της τρυπούσαν τ' αυτιά... Για καλή της τύχη είχε φασκιώσει το μωρό της με μια χρυσαφιά πορτοκαλί κουβέρτα... Ήταν μόνο δυό τρία φασκιωμένα με τέτοιο χρώμα... Στην τρίτη επιλογή έπεσε διάνα... μόλις άρπαξε το δικό της σε κάθε βήμα της γραπώνονταν βρέφη και μικρά παιδιά από τα ματωμένα της λεπτά πόδια και ούρλιαζαν δυνατά... έκλεισε τ' αυτιά της και τα κλαμμένα μάτια της κι έφυγε... στο δρόμο του γυρισμού είδε από μακριά ότι την παραλία την είχαν καταλάβει σώματα Τσέτών... γύρισε έτσι προς τα πίσω προς μια κωμόπολη που ήταν προς το βουνό... κατάλαβε από κουβέντες των Τσετών, ότι εκεί υπήρχε Τουρκικό σώμα... στα πρώτα σπίτια την πρόλαβαν οι Τσέτες... ήταν κοκκινοκέφαλοι άγριοι... Ένας κατέβηκε από το άλογο και της άρπαξε το μωρό... θα την βίαζαν πρώτα και είχε προετοιμαστεί γι' αυτό... "κρατήστε το μωρό, θα γίνει λεβέντης!" τους έλεγε με φωνή λεία να μην τους εκνευρίσει... εκείνοι σάστισαν που μιλούσε τόσο καλά Τούρκικα. Τότε ακούστηκε ένας πυροβολισμός... ένας καβαλάρης Τούρκος Λοχαγός πυροβολούσε στον αέρα και ερχόταν αλλόφρονας προς το μέρος τους... Εκείνοι όπλισαν με άγριο βλέμμα, αλλά ύστερα κατάλαβαν τι τους περίμενε, έτσι και τον πείραζαν... Τους σταμάτησε και τράβηξε με τον υποκόπανο του όπλου μια γερή στο κεφάλι του κοκκινοκέφαλου που είχε αρπάξει την Έφη. Ήταν για καλή της απρόσμενη τύχη ένας γείτονάς της από το χωριό της που τον είχαν στρατολογήσει... Οι Τσέτες παρέμεναν αλλόφρονες και οπλισμένοι αλλά ύστερα από λίγο, εμφανίστηκε το σώμα του Τουρκικού λόχου... Σημάδευαν τους Τσέτες... Εκείνοι έφτυσαν, καβάλησαν τα άλογα που ήταν κυρίως κλεμμένα και έφυγαν... "Έίσαι καλά κουζού μ?" της είπε γλυκά ο Λοχαγός! Έγνεψε στους άλλους: "αυτή είναι αδερφή μου!" 



Τη φιλοξένισε για λίγο σε ένα επιταγμένο ρωμαίϊκο σπίτι... Της έδωσε ένα ποτήρι νερό..."Δεν μπορώ να σε κρύψω Έφη!" της είπε σοβαρά... "Δεν μπορώ να σε προστατέψω... τα βρωμόσκυλα θα με καρφώσουν"... "Το βράδυ θα σε πάω στην παραλία... έχω έναν δικό μας φίλο εκεί συγγενή μου. έχει βάρκα... θα σε περάσει απέναντι στη Σάμο... μόνο να μην μας κάτσει καμία στραβή!"... Μονολογούσε λυπημένα ο Γιούνες... η Έφη του χάϊδεψε τα μαλλιά του... "Μην βάλεις το κεφάλι σου στον ντορβά για μένα... άσε με θα πάω στην παραλία μόνη μου με τον μικρό... Μόνο πες στο βαρκάρη να μας περιμένει..."...
Ο Γιούνες χαμογέλασε πικρά: "αν σας βρουν θα σας μακελέψουν... Θα έρθω μαζί σου... μόνο να νυχτώσει!"






Η Έφη κρυμμένη όλη τη μέρα κάτω από ένα κρεβάτι, προσπαθούσε να μην ακούει τα ουρλιαχτά από ανθρώπους που σφάζονταν... άκουγε συνέχεια φωνές, ουρλιαχτά, κλάμματα μωρών... Μόλις ο ήλιος έγειρε κατέβηκαν σε μια παραλία που ήταν τότε χωριουδάκι νοτίως του Κουσάντασι... εκεί ο οπλισμένος Γιούνες φώναξε το βαρκάρη.... αγκαλιάστηκαν με κλάμματα... Η Έφη τον τράβηξε παράμερα... "Στο σπίτι μας κάτω από τη σκάλα έχω κρύψει έναν τέντζερη γεμάτο λίρες... κι έναν άλλον με χρυσαφικά..." "πάρε τις λίρες δικές σου από τώρα και τα χρυσαφικά δικά σου αν δεν γυρίσω σε τρία χρόνια!"... Ο Γιούνες έκλαιγε σαν μωρό παιδί... "Δεν θ'αγγίξω τίποτε, θά 'ρθεις να τα βρούμε μαζί!" της είπε... η βάρκα σήκωσε πανάκι και άρχισε να λικνίζεται στο φουσκωμένο κατάμαυρο πέλαγο... Η Έφη έριξε μια τελευταία ματιά προς την Πατρίδα της... κάτι φώτα αχνόφεγγαν σαν καντηλέρια ψηλά στο όρος Μυκάλη... σταυροκοπήθηκε... σαν από ένστικτο ήξερε ότι δεν θα ξανάβλεπε ποτέ αυτά τα μέρη... τα μέρη της...  




Στη Σάμο, ανταμώθηκαν με τους δικούς της με κλάμματα... Οι αδελφές της κρέμονταν όλη τους τη ζωή από την Έφη... το ίδιο και η υπέργηρη μητέρα της... Οι συγγενείς του άντρα της, προέβαλαν αντιρρήσεις... Ας είναι, η Έφη το ήξερε... Όμως θα τους φιλοξενούσαν για λίγο καιρό μέχρι να δουν πως θα παν τα πραγματα... Ή Έφη στρώθηκε να βοηθάει με τις αδελφές της στη δουλειά τους ανθρώπους εκεί... Βοηθούσαν όλοι εκτός από την προστατευόμενη Αργυρούλα... Αυτή δεν έκανε τίποτε... Σαν χαμένη τριγυρνούσε αδιάφορα στο λιμάνι... Ήταν από τις πιο όμορφες γυναίκες όλης της περιοχής... "Σαν πίνακας της αναγέννησης", έλεγε στα κατοπινά χρόνια ο παπούς μου... Μια φορά μόνο κατέβηκαν στην παραλία να την βρουν... Ο τόπος ήταν γεμάτος τυρρανισμένες ψυχές με άδεια βλέμματα... Η Έφη δεν ξανακατέβηκε... Ένα απόγευμα της έφεραν το χαμπέρι... Η Αργυρούλα κλέφτηκε με έναν λοχία ελλαδίτη και μπάρκαραν για τη Θεσσαλονίκη... "Τι ελλαδίτης αφού είναι από τη Σαλονίκη?" ρώτησε αυτή αμήχανα..."Α εκεί είναι η μονάδα του" της είπαν.  


Η Αλήθεια είναι ότι την Αργυρούλα την αγαπούσε η Έφη... Έτσι νευρική και άγρια, ένα απόγευμα μάζεψε τα μπαγάζια τους, και μπάρκαραν με άλλους πρόσφυγες για τη Θεσσαλονίκη... Θα τους έβαζαν σε σπίτια... Στην πραγματικότητα δεν ήθελε να είναι βάρος στους συγγενείς του άντρα της... Στη Θεσσαλονίκη έμειναν τρία χρόνια... Εκεί πάντρεψε η Έφη τη δεύτερη αδελφή της, τη "σκιά" της όπως την έλεγε... Μα η Αργυρούλα ήταν στην παλιά Ελλάδα με το Λοχία... Έτσι η Έφη έφυγε για την παλιά Ελλάδα με τη Μητέρα της και την άλλη της αδελφή... στους μήνες που τους πήρε να φθάσουν γιατί δούλευαν σε χτήματα για τα ναύλα, στη θήβα πάντρεψε την αδελφή της με έναν Αρβανίτη, που την είδε λέει και την ερωτεύτηκε... Η Αλήθεια είναι ότι της Έφης οι Ελλαδίτισσες της φαίνονταν πολύ πίσω, σαν τις Τουρκάλες ένα πράγμα... δεν ντύνονταν, δεν μιλούσαν δεν κάπνιζαν, και το κυριότερο, δεν κοιτούσαν τους άντρες στα μάτια... Το χειρότερο, μόλις έκαναν παιδιά παραιτούνταν... καμία κοκεταρία τίποτε... εκείνες πέρα στον τόπο τους στη Μικρασία δεν ήταν έτσι... Η Έφη αποχαιρέτησε και αυτήν της την αδελφή και συνέχισε για να βρει και να προστατέυει την Αργυρούλα... Σε όλο αυτό το διάστημα, από τη Σάμο κιόλας η Αργυρούλα είχε εγκαταλείψει το Χρηστάκι στην Έφη... Η αλήθεια είναι ότι τον εγκατέλειψε από τότε που γεννήθηκε, κι ο Χρηστάκης μεγάλωσε με την Έφη... Μέχρι το θάνατό του, μετά από πολλά χρόνια την Έφη φώναζε "μαμά", ενώ την Αργυρούλα την περιφρονούσε σαν ξένη... 







Σαν πήγαν στην πόλη που έμενε η Αργυρώ σπιτωμένη από τον αγαπητικό, η Έφη βρήκε ένα δωμάτιο στα προσφυγικά με την Μητέρα της και τα δυό παιδιά της, το Χρηστάκη και τον Σταυρή... Οι άλλοι πρόσφυγες εκεί στον συνοικισμό εκείνο ήταν από τη βόρεια Μικρά Ασία, "ξενομερίτες, άγριοι άνθρωποι"... "Παναγία μου, βόηθα με τούτους όλους εδώ!" μονολογούσε η Έφη... Ο αγαπητικός της Αργυρούλας την πέταξε στο δρόμο, μα η Έφη της βρήκε σπίτι κανονικό, γιατί εκεί που έμεναν το κράτος έδωσε κάποια πρόχειρα καταλύμματα. Η Έφη έπρεπε να δουλέψει για να ζήσει τα παιδιά της, τη Μητέρα της και την αδελφή της που ήταν ακαμάτρα... Έπιασε δουλειά στο λιμάνι, και το βράδυ λαντζέρισα σε ταβέρνα... 

Εκεί στη δουλειά, γνώρισε το Γιώργη... Την αγάπησε, ήταν πολύ όμορφη... λεπτή αραχνοϋφαντη, μα νευρώδης... Ο Γιώργης την άφησε έγκυο... Οι δικοί του είπαν να τον σκοτώσουν καλύτερα "παρά να τον αφήσουν να παντρευτεί την Τουρκάλα". Ο Γιώργης υπάκουσε... ένα πρωί έφυγε και δεν ξαναγύρισε... Η οικογένειά του είχε την ατυχία να μένει κοντά στης Αργυρούλας. Ο Γιώργης συχνά συναντούσε την Έφη στο υπόλοιπο της ζωής του που παντρεύτηκε κι έκανε παιδιά με μια ντόπια... Όποτε την έβλεπε, έτρεμε, χανόταν η γη από τα πόδια του... Μα η Έφη τον περιφρονούσε πλέον... δεν άξιζε...

Γέννησε ένα ακόμη αγόρι... τώρα μεγάλωνε τρία αγόρια... και τη Μητέρα της... και την Αργυρούλα... χρειαζόταν ένα καλύτερο μεροκάματο... παρακάλεσε τον αρχιεργάτη στο λιμάνι να την βάλει φορτοεκφορτώτρια, χαμάλισσα δηλαδή... -"Δεν γίνονται αυτά τα πραμματα!"· είπε αυτός.
"Γυναίκα σαν και σένα, σαν τα κρύα τα νερά με τους καραγωγείς!"

-"Και τα παιδιά μου καπετάν Κωνσταντή?" "Τυρρανισμένοι άνθρωποι είμαστε!" "Τα παιδιά μου? "
Αυτός της είπε "Φεύγα το θεό σου!". Η Έφη τον έβρισε στα τούρκικα, αλλά εκεί δίπλα ήταν ένας καπετάνιος Πολίτης και γέλασε... έπιασε ψιλή κουβέντα με την Έφη... Αγκαλιάστηκαν, τη φίλεψε και την επόμενη, οι χαμαληδες του λιμανιού, έβλεπαν για πρώτη φορά μιαν αδύνατη λιανή μα γεμάτη νεύρο νέα και όμορφη γυναίκα να ζαλώνεται τα σακιά και να τα φορτώνει στα καράβια... "Τι κοιτάτε? τη δουλειά σας!" τους φώναξε ο καπετάν Κωνσταντής. Κι έτσι η Έφη έκανε το πρωΐ τη φορτοεκφορτώτρια, τα απογεύματα στα σύκα και τις σταφίδες και τα βράδυα στην ταβέρνα... εκτός από λαντζέρισα ήταν και μαγείρισσα, γιατί μαγείρευε άριστα... 



Ένα πρωΐ στο λιμάνι, η Έφη πήγαινε με ένα βαρύ σακί, πίσω από έναν συνάδελφό της, θεόρατο στο μπόϊ, το Μιχάλη... ακούστηκε το τρίξιμο του μακαρά από πάνω τους... Μια σαμπανιά, γεμάτη μπουκάλες ούζο κρεμόταν φορτωμένη μετέωρη από πάνω τους... Ένας Ιταλός λοστρόμος έβριζε σαν τρελός. Όλα έγιναν ξαφνικά, ο μακαράς έσπασε, η σαμπανιά έπεσε ακαριαία φορτωμένη πάνω τους. Ο Μιχάλης την ύστατη στιγμή, παράτησε το φορτίο του, και άρπαξε την Έφη να την προστατέψει... Την αγαπούσε την Έφη... Η σαμπανιά τους καταπλάκωσε με το βάρος της... Όλοι γύρω ήταν σίγουροι πως θα τους έβγαζαν με τα κουταλάκια... όλο το λιμάνι έτρεξε με αγωνία, την αγαπούσαν την Έφη... Σήκωσαν το βάρος και ο Μιχάλης, ήταν νεκρός... την Έφη όμως είχε καταφέρει να τη σώσει... νόμιζαν ότι θα τη βρουν λιώμα, εκείνη όμως σηκώθηκε με αγωνία και έκλαιγε για το Μιχάλη... Το λιμάνι έκλαιγε από χαρά και συγκίνηση για την Έφη... Τα πλούσια μαλλιά της τα έδενε με φουρκέτες και αυτές μπήκαν στ' αυτιά της κουφαίνοντάς την για πάντα... Η Έφη δεν θα ξαναάκουγε τίποτε από τον πολύβουο τούτο κόσμο... Μα ποιός νοιάζονταν? Αυτή ζούσε... Αλίμονο στο Μιχάλη... "Να μην ξεχάσω να πάω με τα πόδια στο μοναστήρι του προφήτη Ηλία πάνω στο βουνό, για την ψυχή του Μιχάλη... να αναπαύσει ο θεός την ψυχή του"... 

Ποιά είναι αυτή η γυναίκα? Ρώτησε ένα πρωΐ ένα εντόπιος εφοπλιστής που ήταν στο λιμάνι για δουλειές... "Το και τό" του είπαν εκεί οι αρχιεργάτες... Την πλησίασε... "Άμα είσαι από τα μέρη της Σμύρνης θα μαγειρεύεις και καλά!" της είπε γελώντας... "Δεν βαριέστε" του αποκρίθηκε αυτή ευγενικά... Αυτός εξετίμησε ότι τον κοιτούσε στα μάτια, ατρόμητη και ζήτησε να του μαγειρέψει στο σπίτι τους. Ήταν μια βίλα, υποστατικό κανονικό... Της έστειλε άμαξα με άλογο... Η Έφη είχε να μετακινηθεί με αμάξι κοντά 10 χρόνια από τότε που ήταν στην Πατρίδα της... Της ψώνισε ο Αμαξάς, του μαγείρεψε... Ο εφοπλιστής τρελάθηκε... Δεν έμενε εκεί μόνιμα, μα οποτεδήποτε εγκαθίστατο εκεί ή φιλοξενούσε ξένους, ή είχε τραπέζι επίσημο, η Έφη ήταν η αρχιμαγείρισσα του σπιτιού με καλό μισθό... Και είχε και βοηθούς! Αυτό την έσωσε και δεν πέθανε αυτή ή οι δικοί της στην Κατοχή από την πείνα... επίσης έσωσε από εκτέλεση κάποια από τα ατίθασσα παιδιά της τότε στην Κατοχή και στον εμφύλιο που ακολούθησε...

"Γιατί βρε Έφη δεν ξαναπαντρεύεσαι? Τόσα καλά παιδιά υπάρχουν εδώ που θα σε έπαιρναν αύριο κιόλας!" της έλεγαν χαριτολογώντας τόσο οι συνάδελφοι στη δουλειά, όσο και ο εφοπλιστής με την οικογένειά του... "Αν βρω κανέναν που να είναι άντρας και να μην είναι στα φουστάνια της μάνας του, ευχαρίστως τον παίρνω!" τους απαντούσε με νόημα η Έφη... και γελούσαν όλοι... Δεν ξαναπαντρέυτηκε... Στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, τα βάσανα, δεν θα εξέλειπαν ποτέ από τη ζωή της... την περίμεναν πολλές δύσκολες μέρες... σκληρές, γεμάτες πόνο και αγωνία... και όταν σοβάρευε την κουβέντα με κάποιους πατριώτες της, γυρνούσε στα Τούρκικα, όπου εκεί ποιός έβλεπε το θεό και δεν τον φοβόταν... 

Είχα την τύχη στη δεκαετία του 70 να με κρατάει μικρόν αρκετά συχνά, γιατί οι γονείς μου δούλευαν πολλές ώρες... και να δοκιμάσω τις θεϊκές της γεύσεις με αξεπέραστη τη μοναδική γαλατόπιτά της... Έκτοτε ποτέ δεν έχω ξαναφάει τέτοια πουθενά... Κανένας από τους κατιόντες της δεν κατάφερε στο παραμικρό την αξεπέραστη μαγειρική της... Ας είναι... Τους χειμώνες ζεσταινόταν με ένα μικρό μαγκαλάκι, από το οποίο έχω ποικίλες μνήμες, όλες καλές... Μιαν ανοιξιάτικη ηλιόλουστη ημέρα αισθάνθηκε αδιαθεσία
και την πήγαν στο νοσοκομείο... αυτή έκανε καλαμπούρια με τους γιατρούς... μετά τους ζήτησε ευγενικά να αναπαυτεί λιγάκι, γιατί ήταν απομεσήμερο... έφυγε εκεί στα 1981 στον ύπνο της γαλήνια... Μέχρι το θάνατό της, ως Πατρίδα της, θεωρούσε το χωριό της εκεί πίσω...

Την μνημόνευσα εδώ γιατί της το χρωστούσα απο καιρό... και ευχαριστώ που είχα την τύχη να την γνωρίσω... αυτό το ατρόμητο βλέμμα της... ίσως ακόμη και σήμερα να στέλνει μηνύματα με τη στάση ζωής της, καθώς κατά καιρούς τη φέρνω στη μνήμη μου... Όλο και πιο σπάνια πλέον, αλλά πάντα με την ίδια αίσθηση...


"Ό,τι είναι δικό μου, το κουβαλάω μαζί μου"
Βίας ο Πριηνεύς...


Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

βίος αγάρροος...


"Ρε ουστ! κωλόπαιδα!" ούρλιαξε ο ταβερνιάρης βαστώντας γερά στο χέρι του την "χαμομήλω" μιαν παλιακιά κουμπούρα... τα "κωλόπαιδα" δυό ψηλόλιγνοι νέοι, ο Γιώργης και ο Λευτέρης, με τριμμένα μπαλωμένα παντελόνια, παπούτσια χιλιοκαρφωμένα από τους τσαγκάρηδες και από ένα πανωφόρι που μαρτυρούσε ότι δεν ήταν δικό τους... Ο αρχικός ιδιοκτήτης του πανωφοριού του Γιώργη πρέπει να ήταν εύσωμος, καθώς χωρούσαν δύο σαν το Γιώργη μέσα... Ήταν η δέκατη ή ενδέκατη φορά που ζητούσαν από τον ταβερνιάρη βερεσέ... Ο Λευτέρης, πιο ευγενικός του πρότεινε να έκαναν κάνα μεροκάματο, αλλά το αγριεμένο βλέμμα του ταβερνιάρη, τους έδειξε να καταλάβουν πως ούτε συζήτηση δεν σήκωνε...
Έφυγαν αμίλητοι, βαδίζοντας στον χωματένιο δρόμο... σουρούπωνε... 

Ο Γιώργης γεννήθηκε το Δεκέμβρη του 1899, λίγο πριν δύσει ο 19ος αιώνας... Ο Λευτέρης ήταν λίγο μικρότερος, γεννημένος το 1901... Τώρα είμασταν στο 1920. Στον τόπο τους, ο πόλεμος τα είχε ερημώσει όλα... κοντά έξι χρόνια τώρα... παράδες δεν είχε κανείς να πληρώσει... η ανεργία ολοένα μεγάλωνε... πολλοί μετανάστευαν βεβιασμένα για να γλυτώσουν το στρατό... Ο Γιώργης κι ο Λευτέρης δεν είχαν άλλη λύση... σκέφτονταν να καταταγούν... Αλλά εκεί ήρθε η ανακωχή! Αν και ο Γιώργης ήταν προστάτης-είχε 6 αδέλφια- στρατεύτηκε μαζί με το Λευτέρη ο οποίος είχε μόνο μιαν αδελφή. Μετά από μιαν υποτυπώδη βασική εκπαίδευση μετατέθηκαν στη Σμύρνη, κι από εκεί στις μονάδες τους. Ο Γιώργης πήγε στο βόρειο μέτωπο κι έφτασε μέχρι τον Σαγγάριο... Ο Λευτέρης προχώρησε λίγο μέσα από τη Σμύρνη προς την Ανατολία... Ο πόλεμος είχε πολλές κακουχίες. Έχασαν πολλούς, αλλά για μια παράξενη τύχη και οι δύο επέστρεψαν σώοι και αποβιβάστηκαν με τον διαλυμένο ελληνικό στρατό όπως όπως στα καράβια... Ξαναντάμωσαν απένταροι στον Πειραιά, μην πιστεύοντας ο ένας για τον άλλον ότι ήταν ζωντανός. Ο Γιώργης στο στρατό, είχε σώσει έναν αξιωματικό, από καλή οικογένεια ναυτικών στον Πειραιά. Ο Αξιωματικός τους φιλοξένησε στο σπίτι του... Ο αδελφός του αξιωματικού ήταν καπετάνιος σε καράβι που πήγαινε μέχρι την Ιταλία κι από εκεί ένα άλλο πήγαινε στη Νέα Υόρκη. Ο Γιώργος το είδε σαν μοναδική ευκαιρία κι έγραψε στους δικούς του στο χωριό του ότι δεν θα γύριζε, αλλά ότι θα έφευγε κατευθείαν για την Αμερική... Πήγαν έβγαλαν τους ναύλους... Η Ελλάδα μάζευε τα κομμάτια της από τη μικρασιατική καταστροφή, όταν ο Γιώργος κι ο Λευτέρης, αποχαιρετούσαν την παλιά προκυμαία του Πειραιά, με το κτήριο με το ρολόϊ, τις ατελείωτες μάντρες με τα βαρέλια και τα φουγάρα που κάπνιζαν μέρα νύχτα...



Το πλοίο ήταν σωστός σκυλοπνίχτης... στο ταξίδι παρά λίγο να πάει στον πάτο αύτανδρο... όμως άντεξε και τους ξεμπάρκαραν στη νήσο Έλις... Πρώτη φορά έβλεπαν τόσο κόσμο... κόλλησαν με άλλους πατριώτες και ξεκίνησαν για τον τόπο εργασίας τους... Και οι δυό μπήκαν σε τραίνο για το Σικάγο... Μετά από πολύωρο και κουραστικό ταξίδι, έφτασαν επιτέλους στην μαύρη από την καπνιά πολιτεία... τεράστια... έμειναν και οι δυό σε έναν ξενώνα, κάπως άθλιο που έμπαζε κρύο, ειδικά διαμορφωμένο για να φιλοξενεί τις στρατιές των μεταναστών... Όλες οι φυλές του κόσμου ήταν εκεί. Κάθε καρυδιάς καρύδι... Κάθε βράδυ μαζεύονταν γύρω από μιαν άθλια λάμπα πετρελαίου, έπαιζαν μπαρμπούτι και όχι σπάνια άναβαν καυγάδες και έβγαιναν τα μαχαίρια... Τη μέρα η αστυνομία μάζευε συλλήβδην αθώους και ένοχους μαζί... Το πρώτο βδομαδιάτικο του Γιώργη του το έκλεψαν... πονηρεύτηκε κι άρχισε να φυλάγεται...






Δούλεψαν σαν τα σκυλιά 10 χρόνια... σκληρή δουλειά... μόλις που πρόφταιναν μαυρισμένοι και βρώμικοι να πέσουν ξεροί στο στρώμα τους... Μια φορά την εβδομάδα έκαναν μπάνιο... Το Σαββατόβραδο, ντύνονταν στην πένα και πήγαιναν σε ένα καφενείο-καζίνο που τό 'χε ένας πατριώτης τους... εκεί βρίσκονταν με δικούς τους, ρωτούσαν για το που βρίσκεται ο ένας κι ο άλλος και μάθαιναν νέα για την Πατρίδα... "χάλια τα πράγματα... όπως και εδώ...". Η κρίση του 29, ήταν ακόμη κραταιή... Ο Λευτέρης τις Κυριακές πήγαινε στον Ιππόδρομο... έπαιζε κούρσες... φορούσε καλά ρούχα, κάπνιζε και τσιγάρα ακριβά... ήθελε να δίνει στον εαυτό του τον αέρα του καλοβαλμένου... Ο Γιώργης κοιμόταν και ξυπνούσε αργά... Πήγαινε κατευθείαν σε μια χαρτοπαικτική λέσχη που βρισκόταν πίσω από τον εμπορικό σιδηρομικό σταθμό και έπαιζε ψιλό μόνο-γιατί έπρεπε να στείλουν και χρήματα πίσω στην Πατρίδα...



Έμπαινε Δεκέμβρης και το κρύο ήταν πάρα πολύ ήδη στο Σικάγο... και το χιόνι επίσης... Ο Γιώργης με τον Λευτέρη είχαν πιάσει από ένα δωμάτιο σε ένα καλύτερο σπίτι... Ο Λευτέρης ξύπνησε νωρίς, ντύθηκε καλά και πήρε το τραίνο για τον ιππόδρομο... Ο Γιώργης κοιμόταν... είναι μερικές από τις ελάχιστες φορές σωστά κλάσματα του δευτερολέπτου που η ζωή παίζει παράξενα παιχνίδια... Ο Λευτέρης κοιτούσε άσπρος σαν το πανί το μαγικό χαρτάκι στα χέρια του... είχε πιάσει τον πρώτο λαχνό... έφυγε κατευθείαν κι έστειλε τηλεγράφημα στην Πατρίδα... Έγραφε με αγγλικούς χαρακτήρες τις ελληνικούρες του, στον αδιάφορο Αμερικανό υπάλληλο που δεν καταλάβαινε λέξη από τα συνταρακτικά νέα του Λευτέρη... Ήταν πλούσιος!. Ο Λευτέρης βγήκε από το τηλεγραφείο και αναζήτησε το Γιώργη... Πέρασε από διάφορους πατριώτες και αντάλλαξε λίγες κουβέντες μαζί τους... ήταν τα τελευταία ίχνη του... δεν τον ξαναείδε κανείς... Ο Γιώργης το ερμήνευσε πως είτε κάποιος πατριώτης, είτε κάποιος από τον ιππόδρομο, πήρε στο κατόπι τον Λευτέρη κι όταν τον ξεμονάχιασε, του άρπαξε τον λαχνό-φυσικά ξεπαστρεύοντάς τον για πάντα... κανείς δεν βρήκε τίποτε από αυτόν...



Πέρασαν δυό χρόνια... Το Σικάγο ήταν γεμάτο χιόνια και πάγους... Ο Γιώργης συνέχισε το αγώϊ μόνος του... Από το πάθημα του Λευτέρη όμως είχε αρχίσει να φυλάγεται... "εδώ ούτε τον αδερφό σου να μην εμπιστεύεσαι!". Μια Κυριακή που ξύπνησε αργά, και ντύθηκε ως συνήθως, φόρεσε ένα λεπτό πουκάμισο και ένα χοντρό πανωφόρι... στρώθηκε στη χαρτοπαικτική λέσχη, παρήγγειλε ποτό, κι άρχισε το χοντρό, γιατί μετά το χαμό του Λευτέρη το είχε γυρίσει στο σκληρό παιχνίδι... Η ρέντα του δεν είχε προηγούμενο... μετά από 10 κάβες, μαζεύτηκε όλο το πλήθος σχεδόν του καζίνο και έβλεπε το άγριο κονταροχτύπημα του Γιώργη με κάτι ύποπτους μαφιόζους, των οποίων τα κουμπούρια εξείχαν επιδεικτικά... Ο Γιώργης εννόησε ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα, αλλά η ρέντα του δεν είχε τελειώμό... Άλλαξαν τράπουλες, στρώθηκαν σπιούνοι από πίσω του, αλλά οι μαφιόζοι πάλι έχαναν... Τότε του ήρθε στο νου μιαν ιδέα για να την γλυτώσει... Ξεκούμπωσε με τρόπο το πουκάμισό του και τα χοντρά χαρτονομίσματα τα έχωνε εκεί κρυφά χωρίς να τον δούν... Τα ψιλά, τα έβαζε στις τσέπες του πανωφοριού του και μπροστά του, στην κάβα του, ώστε να φάινονται επιδεικτικά... Συνέχισαν για άλλες δυό ώρες και ο Γιώργης τους έγδυσε κυριολεκτικά... Ακόμη και στο πανωφόρι είχε αποθέσει μια περιουσία...
Είπε στον διπλανό του που τον αγριοκοίταζε να προσέχει το πανωφόρι του που είχε ακουμπισμένο στην καρέκλα του... "Έφτασα αμέσως! Πάω μέχρι την τουαλέτα..." είπε... Οι μαφιόζοι τον είδαν με το λεπτό πουκάμισο, η τουαλέτα ήταν μέσα στο πίσω μέρος του καταστήματος, αλλά δεν είχε πόρτα... έτσι ηρέμησαν και περίμεναν... Στην τουαλέτα, ο Γιώργης πιάστηκε από τους τοίχους και έριξε με όλη του τη δύναμη και με τα δυό πόδια κλωτσιά στα κάγκελα που έφραζαν το παράθυρο... Το ξεμπάζωσε με τη μία και βγήκε έξω στο πυκνό χιόνι με το πουκάμισο... Έριξε ένα "κατοστάρι" μέχρι τον κοντινό σιδηροδρομικό σταθμό... Το μάτι του άγριο, είδε μιαν εμπορική αμαξοστοιχία που ξεκινούσε για το βορρά... έριξε ένα ξεψυχισμένο τρέξιμο και πρόλαβε να μπεί σε ένα από τα τελευταία βαγόνια... βρωμούσε κοπριά... έκλεισε την πόρτα και βγήκε μετά από 2 χιλιάδες χιλιόμετρα... αφάγωτος, άπιωτος, παγωμένος... γεμάτος χρήματα... Ήταν στον Καναδά...

Όταν γύρισε στην Πατρίδα, είπε στους δικούς του πως με αυτή την ρέντα έβγαλε τόσα χρήματα όσο "τρεις ξενητιές"!. Αγόρασε στην επαρχιακή πολιτεία κοντά στο χωριό του μπακάλικο, βοήθησε τους δικούς του και στρώθηκε στη δουλειά... Αγόρασε κάνα δυό ακίνητα... τα υπόλοιπα πρόλαβε και τα έκανε λίρες... Αμέσως μετά ήρθε ο πόλεμος... Έναν από τους αδερφούς του, τον σκότωσαν οι Γερμανοί... οι αδελφές του ήταν παντρεμένες ήδη, ενόσω αυτός ήταν στα ξένα. Ήταν ο μεγαλύτερος από τα 6 αδέλφια του... Εκεί στην κατοχή παντρεύτηκε την Αθανασιά... Δεν του την προξένεψαν· "την είδα μια μέρα στο δρόμο, την καλοκοίταξα και είπα, αυτή είναι η γυναίκα μου! Θα την πάρω!".  Η πόλη τους ήταν ορεινή και ο Γιώργης χρειάστηκε πολλές φορές να πάρει το όπλο του για να γλυτώσει το τομάρι του... Τόσο οι χίτες τον μισούσαν όσω και οι αριστεροί... Ο ίδιος δεν αυτοπροσδιοριζόταν ιδεολογικά, αλλά τους συγκενείς του, τους είχαν για αριστερούς κι έτσι έπαιρνε η μπάλα και τον ίδιο, αν και δεν ήταν ιδιαίτερα φανατικός... Ο Γιώργης αδιαφορούσε παντελώς για τη γνώμη που είχαν οι άλλοι για αυτόν...Ήταν μάλλον πιο ασυμβίβαστος... Κάτι μαυραγορίτες πήγαν να τον εκτελέσουν ένα βράδυ... Σκότωσαν πρώτα έναν συνεργάτη του στη δουλειά και ύστερα ετοιμάστηκαν να φάνε το Γιώργη... Όμως από εκεί κοντά περνούσε ένας Αντάρτης με την ομάδα του που είχαν βγει για πλιάτσικο... του έσωσε τη ζωή και ο Γιώργης τους το ξεπλήρωσε ύστερα από λίγο καιρό βοηθώντας τους σε έναν "ανεφοδιασμό". Τον κάρφωσαν στους Γερμανούς κάτι δικοί μας, και ένας αξιωματικός πήγε την άλλη μέρα, τον έβγαλε από το μαγαζί και του έβαλε το περίστροφο στον κρόταφο, γνέφοντάς του να κάνει τον σταυρό του πριν τον σκοτώσει... Στην απέναντι γωνία πρόλαβαν κι εκτέλεσαν έναν 20χρονο νεαρό-σήμερα η πλατεία φέρει το όνομά του. Λίγο πριν του φυτέψει τη σφαίρα στο κεφάλι, ένας χωροφύλακας σταμάτησε το Γερμανό και έσωσε το Γιώργη... "Λάθος!" του είπε... "Αυτός είναι εντάξει!".  Με το Γιώργη είχαν βλέπεις άλλου είδους μπίζνες... 
Ο Πόλεμος έληξε, ήρθε ο εμφύλιος ακόμη πιο σκληρός και αδυσώπητος... Μπήκε και μέσα στην οικογένειά του... Προσπάθησε να σώσει κάπως την κατάσταση ο Γιώργης... Γενικά τα αδέρφια του τον άκουγαν... Ένα απόγευμα του έστησαν καρτέρι στον εθνικό δρόμο... γύριζε από ένα αγώϊ εμπορικό... Ο Γιώργης εννόησε την ενέδρα και είπε στο φορτηγατζή να κόψει ταχύτητα για να κατέβει χωρίς να σταματήσει... θα συναντιόντουσαν πιο κάτω σε ένα ξέφωτο... πήδηξε κρυφά, έφυγε από το δρόμο, ανηφόρισε ένα χιλιόμετρο και κρύφτηκε σε μια τρύπα σε έναν γκρεμό για δυό μέρες... γλύτωσε... Μετά τον Εμφύλιο, δεν συνέβησαν σπουδαία συνταρρακτικά γεγονότα για το Γιώργη... πέρασε ήρεμα και όσο πιο ήσυχα μπορούσε τη ζωή του φροντίζοντας την οικογένειά του...

Με τη δικτατορία, πούλησε το εμπορικό και πήγε στο χωριό του να αρράξει... ήταν ήδη 70ρης... "Δεν μου αρέσει πια η πόλη με τα αυτοκίνητα" έλεγε... Τέλη της δεκαετίας του 70, "έφυγαν" πρώτες οι αδελφές του... τέλη της δεκαετίας του 80 όλα του τα εναπομείναντα αδέλφια, εκτός του μικροτερου, "το στερνοπούλι" όπως τον έλεγαν... Εκεί επισκέφθηκα κι εγώ με τον πατέρα μου το χωριό και το σπίτι τους, γιατί ο Γιώργης, ήταν αδελφός της γιαγιάς μου... Τον είδα και μου έκανε μεγάλη εντύπωση καθώς εμφανισιακά δεν τον έκανες πάνω από 60 χρόνων αν και ο ίδιος είχε πατήσει τα 90... Πετούσε και αγγλικούρες των αχέπανς στα λόγια του, περισσότερο από θυμοσοφία, παρά από επίδειξη... Αρχές των 90ς "έχασε" την Αθανασιά του... Ήταν απαρηγόρητος, αλλά συνέχισε τη ζωή του... διάβαζε πολύ και κυρίως Αγγλόφωνο Τύπο που του τον έφερνε στο χωριό το τοπικό λεωφορείο του ΚΤΕΛ ... Στο Μιλένιουμ "έφυγε" και ο μικρότερος αδελφός το "στερνοπούλι". Τα παιδιά του έλεγαν για το Γιώργη ότι τον ξέχασε ο χάρος... Ο ίδιος έβαλε και άλλα 7 χρόνια από τον 21ο αιώνα για να φύγει το 2007 σε ηλικία 107 ετών... μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν αυτοεξυπηρετούμενος, ευσταλής, κάπνιζε, έπινε συντηρητικά το ουϊσκάκι του και πήγαινε στον καφενέ για το "ψιλό"... Πλήρης ημερών... έφυγε στον ύπνο του, μέσα στο σπίτι του αφού γύρισε από την ταβέρνα... Όπως κάθε βράδυ, πρόλαβε και κάπνισε το τελευταίο τσιγαράκι του, το οποίο βρήκαν σβησμένο στο τασάκι το επόμενο πρωΐ οι ανηψιές του...






Αν και φαίνεται απίστευτη, σας διαβεβαιώ πως η ιστορία αυτή δεν έχει κανένα ίχνος υπερβολής και είναι αυτούσια και σχεδόν κατά λέξη αρθρωμένη από αληθινά στιγμιότυπα της ζωής του μεγάλου αδελφού της γιαγιάς μου... Μέρες που είναι με την κρίση, είπα να ξαναφέρω στην επιφάνεια το βίο και την πολιτεία του, δίνοντας ίσως με αυτόν τον τρόπο, έναν τόνο αισιοδοξίας στη μαυρίλα που κυκλοφορεί...














Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

το τρυφερό σου ροζ...



Η Κλειώ, τεντωνόταν στο κρεβάτι... σ' ένα άθλιο δωμάτιο "ξενοδοχείου" κάπου στην Αχαρνών ένα καλοκαίρι τον Αύγουστο του 1977... πολύ ζέστη... Η Αθήνα άδεια καμίνι σκέτο... για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια θα έκανε διακοπές... χα! ακόμη και το άκουσμα της λέξης "διακοπές", στ' αυτιά της ηχούσε παράταιρο... Σήμερα θα είχε ρεπό... Ο ήλιος έγερνε σιγά σιγά... Η ώρα ήταν 16:00... Η καλύτερη ώρα της ημέρας για την Κλειώ... η μόνη που μπορούσε να είναι με τον εαυτό της... Είχαν περάσει κι όλας 10 χρόνια... και είχε κολλήσει πλέον σ' αυτόν τον τόπο... Μονολογούσε συχνά στον εαυτό της, σαν "δικό τους" συνθηματικό... Στην πραγματικότητα η Κλειώ, μιλούσε μόνο στον εαυτό της... σπάνια σε άλλους... Έλεγε λοιπόν: "Αααχ Κλειώ, Κλειώ! Υπάρχει άραγε χειρότερα από εδώ?".

Όλα είχαν αρχίσει πολλά χρόνια πριν... Η Κλειώ, το μοναδικό παιδί προσφυγικής οικογένειας σε ένα σπίτι-δωμάτιο... Εκεί έμεναν άλλοι τρεις νοματαίοι... και τι νοματαίοι... Η γιαγιά της, συνονόματη, η επονομαζόμενη και ως "το Κλιό" και οι γονείς της... Η μητέρα της Νόπη και ο πατέρας της Θεολόγης... άκου "θεολόγος"... Η καταγωγή τους σπαρμένη σε όλα τα μικρασιατικά παράλια... "μπάσταρδη" μονολογούσε πικρά στον εαυτό της η Κλειώ... Η Κλειώ εκτός από τη φτώχια είχε έναν άλλον ανυπέρβλητο δαίμονα να νικήσει, από μικρό κοριτσάκι... ήταν άγγελος από ομορφιά... πολύ όμορφη... Μετά που μεγάλωσε έλεγαν ότι είναι φτυστή η Μπέτυ Λιβανού, αλλά αυτή η ίδια το ήξερε... ήταν πιο όμορφη ακόμη... Ακόμη και σήμερα που έχουν περάσει τόσα χρόνια και την ανακαλώ από την παιδική αθώα μνήμη μου, δύσκολα μπορώ να βάλω στο κάδρο κάποια άλλη ελληνίδα ομορφότερη από την Κλειώ...

Στα 12 της ήταν σωστή γυναίκα... 1,76 ύψος, σπάνιο για την εποχή της... Ήταν πριν ακόμη της έρθει το αίμα, που ασέλγησε πάνω της ο ίδιος ο πατέρας της... Ο κυρ-Θεολόγης με το όνομα... Αγροίκος, μαυριδερός σκληρός άνθρωπος, σωστός γιός του "Κλιό" της πιο φοβιστικής γυναίκας που είχα δει ποτέ μου σε μικρή ηλικία... Όταν ήμουν πιτσιρικάς, το Κλιό, το τρέμαμε... Γραία μαυροντυμένη με μαύρη μαντήλα μόνιμα περασμένη στο κεφάλι της, κάτι μεταξύ παναγίας και δαίμονα, αντιπαθούσε τα παιδιά... μα περισσότερο την εγγονή της που έφερε το όνομά της... Ο Λόγης την πλάκωσε στο ξύλο για να μην μιλήσει... Η Κλειώ αναίτια αισθάνθηκε ότι κάτι κακό είχε κάνει... και δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς... Η ζωή της περνούσε με το  ξύλο να μεσολαβεί των αλλεπάλληλων βιασμών... Στην πραγματικότητα όλοι γνώριζαν, πρώτα και κύρια το Κλιό και η Νόπη, αλλά κανείς δεν μιλούσε...

Περιστασιακά τη στρίμωξαν και δυό άντρες μεθυσμένοι της γειτονιάς... Ο Λόγης τη σάπισε στο ξύλο... "πουτανάκι!!!" ούρλιαζε...

Η Κλειώ στη γειτονιά είχε μόνο έναν φίλο... Τον Κυριάκο... Ήταν λίγο μεγαλύτερός της, γεροδεμένος μελαχροινός που εργαζόταν στα καράβια... Σκληρός ναυτικός... Την Κλειώ την αγαπούσε σαν αδελφή του... είχαν μεγαλώσει μαζί... Κάπου, κάπου αυτός γύριζε από τα μπάρκα και την έβγαζε έξω... ήταν το μόνο τρυφερό που θυμόταν από την σύντομη εφηβεία της...Ένα απόγευμα η Κλειώ δεν ήθελε να γυρίσει σπίτι... όχι το σπίτι ήταν χειρότερο από οτιδήποτε άλλο. Αισθάνθηκε ότι ήθελε πρώτα και κύρια να σκοτώσει τους δικούς της... Το ζήτησε από τον Κυριάκο, να την βοηθήσει... του είπε και το "μυστικό" της... Εκείνος έκανε να την χτυπήσει... "Για τη σκέψη" της είπε "να σκοτώσεις άνθρωπο...". Αντ' αυτού της έδωσε λεφτά και της είπε να φύγει αξημέρωτα με το νυχτερινό τραίνο για Αθήνα... Την έστειλε σε μια θειά του στην Αχαρνών... "Δεν είναι παλάτι εκεί... μπουρδέλο είναι... Αλλά η Ελένη είναι άγιος άνθρωπος... θα σε φροντίσει..." Της έγραψε τη διεύθυνση, αγκαλιάστηκαν και πήρε το νυχτερινό τραίνο σε μιαν επαρχιακή πόλη που άρχιζε να σκοτεινιάζει πνιγμένη στη λάσπη και τη βροχή...

Στην Αθήνα στην Αχαρνών, η "θεία" είχε πεθάνει... Η κακή υγειινή τότε θέριζε... Την περιμάζεψε μιαν άλλη γραία, παλιά κοκότα... Οι επιλογές δεν ήταν πολλές... Ξεκίνησε το αρχαιότερο επάγγελμα η Κλειώ σε ηλικία των 14ρων ετών, χωρίς να την ρωτήσει κανένας... Ένα καλό βρωμόξυλο από τον Παράσχο, τον μαχαιροβγάλτη του "μαγαζιού", δυό απειλές ότι θα την "ταχυδρομούσαν" στους δικούς της, η ξελιγωτική πείνα-είχε να φάει 3 μέρες-όλα έπαιξαν λίγο πολύ το ρόλο τους... Κυρίως η απέραντη ομίχλη του μυαλού της που θόλωνε τα πάντα, η θλίψη της... Στο κάτω, κάτω δεν θα έκανε τίποτε διαφορετικό από αυτό που έκανε κάθε ημέρα σπίτι της... ότι συχαινόταν δηλαδή περισσότερο... "να κάνουν εμετό οι άνδρες πάνω της"... κάπως περίπου έτσι το αισθανόταν... Σιχαινόταν τον εαυτό της... Από εκεί άρχισε και η κακή υγεία της, γιατί δεν μπορούσε να φάει τίποτε πλέον... ολοένα ξερνούσε... έτρωγε ελάχιστα, λίγο ξερό μπαγιάτικο ψωμί με λάδι, λαδάκι του θεού... όλα τα άλλα της έφερναν αναγούλα... Αλλά είπαμε, "για λίγο θα είναι Κλειώ να σταθείς στα πόδια σου και μετά...."


Η Αλήθεια είναι ότι δυό φορές που κάπως ματσώθηκε σκέφτηκε να φύγει... ράφτρα, παραδουλέφτρα ή ότι άλλο... και τις δύο απέτυχε... Τη δεύτερη, μόλις η γειτονιά έμαθε ποιά ήταν -ελαίω Παράσχου-οι γείτονες τη σάπισαν στο ξύλο για να μην τους μαγαρίσει... Οι γυναίκες έδερναν περισσότερο... Μια εβδομάδα στον Ευαγγελισμό για να συνέλθει... Της έκαναν και ορούς γιατί ήταν αδύνατη... κακόφαγη... Ξαναγύρισε στο βούρκο... "Η Ελλάδα είναι ένας τούρκικος καμπινές... Έρχεται ο καθένας και κάνει την ανάγκη του... Εκεί μέσα στην τρύπα είσαι εσύ Κλειώ..." έλεγε στον εαυτό της... Δούλευε σκληρά για τα ελάχιστα... Από αργά το απόγευμα έως ώτου έβγαινε ο ήλιος το επόμενο πρωΐ έπαιρνε πελάτες ασταμάτητα... μετά κακοκοιμόταν... Μόνο εκεί καταμεσήμερο γαλήνευε... έτρωγε κάτι πρόχειρο-αυτό ήταν όλο κι όλο- και αν δεν έκανε εμετό, έπινε κι έναν καφέ... εκεί έκανε ένα πακέτο τσιγάρα... γαλήνευε... Αργά το απόγευμα έπινε το πρώτο ποτηράκι, για να αντέξει τη βρώμα και την απλυσιά που έπρεπε να υπομένει όλο το βράδυ... Οι άλλες "συναδέλφισσες" -"συνυφάδες" αποκαλούνταν-κάπνιζαν χασίς... οι χειρότερες πρέζα... Η Κλειώ απείχε από όλα αυτά... μακριά... "έκαιγαν τα μυαλά" τα έκαναν "ζουμί"... έλεγε... Στην πραγματικότητα σε όλη της τη ζωή έλπιζε ότι θα ξεφύγει από εκεί... "Την άλλη φορά να δεις θα τα καταφέρω"...

"Αχ, Κλειώ, Κλειώ... υπάρχει άραγες χειρότερα από εδώ?"... Κι όμως σε εκείνον τον τόπο και το χρόνο, η Κλειώ βρήκε χωρίς να το θέλει τον έρωτα... για λίγο όπως όλα τα καλά στη ζωή της... μα τον μοναδικό... Ήταν ένα πανέμορφο αγόρι, ντροπαλό, μα τόσο όμορφο... Σε κάποιο άλλο σύμπαν, αυτός θα ήταν ο πριγκηπόπουλο και η Κλειώ η Χιονάτη... αλλά εκεί στο βούρκο, το μόνο που του ζήτησε ήταν να βρίσκονται κρυφά... μακριά από εκείνον τον απόπατο... Αυτός ήταν διάσημος τότε φέρελπις νέος... Χωρίς να το θέλει κι αυτός την είχε ερωτευτεί... έπαιρνε μια κούρσα και πήγαιναν στη θάλασσα... Όλο αυτό δεν διήρκεσε παρά ένα καλοκαίρι, εκείνο το καλοκαίρι του 1968, το μόνο καλοκαίρι της ζωής της Κλειούς...

Απότοκο του παράνομου έρωτα για την Κλειώ, αν και τόσο έμπειρη, ήταν να μείνει έγκυος... "Κοίτα να δεις πουτάνα ζωή... " μονολογούσε... "Αντί να ξεφύγω, μου δίνεις μια να πνιγώ στα σκατά...". Μετά γεννήθηκε ένα αγόρι, όμοιο κι απαράλλαχτο με τον πατέρα του... Τόσο η κύηση όσο και η γέννα, ήταν εφιάλτης για την Κλειώ... την κατέστησε για το επάγγελμα βλέπεις άχρηστη... Κι ο Παράσχος για να μην πειράξει το παιδί στην κοιλιά βαρούσε δυνατά μόνο στο πρόσωπο... και οι "συνυφάδες" την έφτυναν... Μα η Κλειώ που να το ρίξει... αγαπούσε τόσο τον νέο εκείνο... Μόλις του το είπε, εκείνος της είπε απλά ότι δεν θα την ξανάβλεπε, ότι δεν θα αναλάμβανε καμία ευθύνη και "καλά θα κάνει να το ρίξει το μπασταρδάκι της"... Ήταν εκείνη η λέξη: "μπασταρδάκι" που ατσάλωσε το αγύριστο κεφάλι της Κλειούς... Γέννησε ένα υγιέστατο αγοράκι... Όλα τα κορίτσια, τα "φυσιολογικά" γεννούσαν σε μαιευτήριο, με γλυκά, λουλούδια... Η Κλειώ, γέννησε στο μπουρδέλο-την ψυχοπόνεσαν τελικά οι συνυφάδες-με μια μεθυσμένη μαία και μια ηλεκτρική θερμάστρα...

Ένα απόγευμα η Κλειώ γύριζε από ένα "τυχερό"... μια βίζιτα σε ένα γέρο συνταξιούχο δικαστικό... Το μάτι της σπίθα, είδε περίεργη κίνηση στο "μαγαζί"... κι έναν αθίγγανο...Εννόησε η Κλειώ και αμέσως έβαλε τις φωνές... Από απέναντι βγήκε ο μόνος φίλος που είχε στη ζωή της... η "Αλεξία" ένας κίναιδος που ήταν αρσενική πόρνη... Η "Αλεξία" έβγαλε ένα περίστροφο και πήγαν στο μπουρδέλο... Κάποιοι αθίγγανοι κατέβαζαν το μωρό φασκιωμένο... Τους σταμάτησε... Εμφανίστηκε οργίλος ο Παράσχος... Η Κλειώ άρπαξε το όπλο και του το κάρφωσε στο κούτελο... "Σε σκοτώνω σαν σκουλήκι μαλάκα!"... του είπε... Το μωρό γύρισε στην κούνια του, ο Παράσχος ομολόγησε ότι "το ομορφόπαιδο-δηλαδή ο πατέρας του μωρού- του τηγάνισε 5 χιλιάρικα και η οικογένειά του -οι λεφτάδες- είχαν βρει τους τσιγγάνους για να δώσουν το παιδί... Η Κλειώ τελικά κράτησε το μωρό... ένα ακόμη βάσανο, ένας παραπάνω σταυρός στη ζωή της... μαζί και τα δεσμά της, αφού για να το μεγαλώσει δεν θα έφευγε ποτέ από εκείνον τον βρωμότοπο... Η "Αλεξία" δήλωσε το παιδί για δικό του... Τουλάχιστον είχε ένα επώνυμο... δεν ήταν "μπασταρδάκι"... 


Λίγο μετά τη γέννα,  ένα βράδυ εμφανίστηκε ο πατέρας της ο κυρ-θεολόγης... Της ζήτησε να τον συγχωρέσει... "Μόνο άσε μας να τον βλέπουμε" της είπε... Η Κλειώ δεν του μίλησε... Γι' αυτήν, ο πατέρας της  είχε πεθάνει από τα 12 της... έλεγε άλλωστε σε όλους ότι ήταν πεντάρφανη... Όμως τα καλοκαίρια τον έστελνε στην επαρχιακή πόλη να περάσει λίγο χρόνο με τους παπούδες του... Εκεί γνώρισα κι εγώ τον Κωστάκη, από τα 5 του... Παραθερίζαμε στην ίδια πόλη τα καλοκαίρια...ένα παιδί σωστό δαρμένο σκυλί... Η μητέρα μου  μου είπε πως έπρεπε να τον κάνω παρέα... "αμαρτία είναι"... Έτσι έζησα τον Κωστάκη λίγα από τα πρώτα του καλοκαίρια, όπου από δαρμένο σκυλί αργότερα θα μετατρεπόταν σε σωστό αγρίμι... Εκεί στα 1977 ήταν γεμάτος χαρά... Θα ερχόταν η Μητέρα του να κάνει μπάνια... διακοπές!!! Εκεί πρωτοείδα την Κλειώ... Σήμερα που ξαναφέρνω στη μνήμη μου τις σκόρπιες ξεθωριασμένες εικόνες, μόνο κάτι σαν τη Μαλένα μπορώ να φανταστώ, αλλά απείρως ομορφότερη... Ο Κωστάκης έλαμπε... έτρεχε σαν κουτάβι γύρω από τη Μητέρα του... Αύγουστος του 1977 και σύντομα θα είχαμε εκλογές... τα μεγάφωνα από τα περιφερόμενα αυτοκίνητα μας ξεκούφαιναν με άθλιες μουσικές... Μόνο η Κλειώ ήταν ατάραχη, αδιάφορη... κάπνιζε συνέχεια...

Τέσσερα χρόνια μετά, 1981, τέλη Αυγούστου... Ο Κωστάκης είχε θεριέψει, είχε γίνει σωστός άντρας... Ήμουν από τους ελάχιστους που είχε φίλους, τουλάχιστον τα καλοκαίρια... Τότε πάλι πλησίαζαν εκλογές... Για την Κλειώ όλα αυτά ήταν αδιάφορα... Η φτωχή διατροφή και οι άθλιες συνθήκες υγιεινής, είχαν συμβάλει στην κακή της υγεία... Φυματίωση... "Εμείς φεύγουμε νέοι, δεν μολύνουμε πολύ τον τόπο  με τα βήματά μας", έλεγε η "Αλεξία"... Οι περισσότερες συνυφάδες της είχαν "φύγει" ήδη από την πρέζα... Ένα χρόνο πριν είχε πεθάνει και η "Αλεξία"... Η Κλειώ αρρώστησε βαριά... μπήκε με μέσον -έναν τακτικό πελάτη- στον Ευαγγελισμό... Είχε περάσει 10 μέρες σε έναν άθλιο θάλαμο χωρίς να την επισκεφθεί κανείς... Στην Αθήνα του 1981 ο κόσμος έβραζε για αλλαγή... Η Κλειώ έβραζε στον πυρεττό... "Αχ Κλειώ" μονολόγησε στον εαυτό της ένα απόγευμα του Σεπτέμβρη... "Υπάρχει άραγε κάτι χειρότερο από εδώ?"... Λιόγερμα, κι ήταν η ώρα που χαλάρωνε... ξεψύχησε ύστερα από λίγο, μόνη αβοήθητη κι άσημη σε έναν αδιάφορο κόσμο που ετοιμαζόταν τότε ν' αλλάξει...

Ο Κωστάκης αναγκαστικά πήγε μόνιμα στους παπούδες του... Ήταν το τελευταίο καλοκαίρι που παραθερίζαμε σε εκείνη την πόλη... και η τελευταία φορά που είδα τον κωστάκη παιδί... "Μην κάνεις παρέα με τον χτικιάρη!" έλεγαν τα άλλα παιδιά της γειτονιάς, καθώς στην αμείλικτη εφηβική μας ηλικία με τα τσιγάρα μας στο χέρι παριστάναμε τους άντρες... Όμως εγώ τον έκανα παρέα... "Αμαρτία ήταν". Μετά δεν ξαναειδωθήκαμε παρά μετά από πολλά χρόνια τυχαία... Η Κλειώ, δυό μόνο φίλους είχε που έλεγε- εξομολογιόταν τον πόνο της... Τον Κυριάκο που πνίγηκε εκεί κάπου στα 70ς... και τη μητέρα μου... Ένα βράδυ πριν χρόνια που ανακάλεσα στη μνήμη μου τους ανθρώπους εκείνους και ιδίως την Κλειώ που πέθανε νέα 40 ετών, η μητέρα μου, μου διηγήθηκε την πραγματική της ιστορία, όχι εκείνη που γνώριζα... Αμείλικτη, στυφή ιστορία... κοφτερή σαν ατσάλι... έτσι αποφάσισα να την ξυπνήσω λίγο από το βαθύ της ύπνο... της το χρωστούσαμε κάπως... "αμαρτία ήταν"... 


Για λόγους ευνόητους άλλαξα μόνο τα ονόματα και κάποια ελάχιστα τοπωνύμια... όλα τα άλλα όμως είναι αυθεντικά... μασίφ... σε μιαν Ελλάδα που θα άλλαζε... αλλά δεν...

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Σήμερα γάμος γίνεται σ' ωραίο περιβόλι...

 Ο Νάκος ήταν δεν ήταν 11 χρόνων... έπαιζε ποδόσφαιρο σε μιαν αλάνα έξω από μιαν απόμερη τότε εκκλησία, τον άγιο Δημήτρη που έχω παλαιότερα ξαναμιλήσει για αυτήν... Το "νάκος" έβγαινε από το Αντιγονάκος, δηλαδή υιός της Αντιγόνης... Το παιχνίδι το διέκοψε ένα γειτονόπουλο που ήρθε τρέχοντας να διαλαλήσει το ενδιαφέρον νέο στην τότε άχαρη, φτωχική και κυρίως ανιαρή παιδική τους ηλικία...
 "Έ! Ελάτε! στην εκκλησία γίνεται γάμος και ο γαμπρός κλαίει!!! τον παντρεύουν με το ζόρι!"
Όλοι παράτησαν την από κουρέλια φτιαγμένη μπάλα. Έτρεξαν με αλαλαγμούς και φωνές χαρούμενες! Δρασκέλισαν το αφύλακτο προαύλιο και μπήκαν από την πλαϊνή πόρτα για να βλέπουν...
Ελάχιστοι συγγενείς. Τέσσερα ή 5 αδέλφια ζωσμένα με όπλα και το ζεύγος, η αδιάφορη νύμφη και ο γαμπρός να έχει σπαράξει στο κλάμμα... γύρω συγγενείς μόνο της νύφης.
Το μυστήριο τελείωσε με βλαστήμιες του ιερέως εναντίων των "κωλόπαιδων" που έσκουζαν απ' έξω "με το ζόρι!" "με το ζόρι!". Ένας από τα σκληρά αδέλφια βγήκε για να φοβερίσει τα παιδιά, αλλά εκείνα κρυφτήκαν στον γύρω από την εκκλησία απόμερο τόπο και του πετούσαν πέτρες... πρώτος και καλύτερος ο Νάκος που δεν τους πολυσυμπαθούσε τους κουμπουροφόρους... 

...3 χρόνια πριν, όταν ο Νάκος ήταν 8 χρονών, ο Σούλης, ο γαμπρός δηλαδή, ξεκινούσε στα 15 του, από την πόλη του να πάει "ταξίδι" μαζί με τον πατέρα του... Για κάποιο λόγο οι αρχές του τόπου τότε το 1947, είχαν αποφασίσει ο πατέρας του Σούλη να πάει στη Μακρόνησο. Καθώς ήταν πολύ μεγάλος τότε για την ηλικία του, έβαλαν το μικρότερο από τα 7 παιδιά του, τον Σούλη να τον συνοδεύσει στο μακρονήσι... Τότε το 1947, ο Σούλης μπήκε σε τραίνο και μετά σε καΐκι για να περάσει με τον πατέρα του 18 μήνες στα αντίσκηνα της Μακρονήσου... Αποτέλεσμα αυτού ήταν να αποκτήσει έναν υποβόσκοντα φόβο και να απέχει ρητά και φοβισμένα από οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα. 



...πέρασαν 30 τόσα χρόνια από τότε και η ζωή έφερε το Νάκο και τον Σούλη να γίνουν φίλοι και συνεργάτες αναίτια... Ήταν και ομοϊδεάτες πολιτικά με κεντρώες και κάπως συντηρητικές απόψεις, αυτό όμως κανέναν ρόλο δεν έπαιξε για τη σχέση τους και τη φιλία τους. Πήγαιναν ταξίδια, όργωσαν όλη την ελλάδα όπως το απαιτούσε το επάγγελμα...κυρίως φίλοι πάνω απ' όλα... Και οι δύο αγνοούσαν ότι είχαν πάρει μέρος στο συμβάν του γάμου στον Αγιο Δημήτρη στα 1950, ο ένας ως γαμπρός και ο άλλος ως τσόγλανος που πετούσε πέτρες και έκραζε αυτό το ενοχλητικότατο "με το ζόρι" που δικαίωνε και έκανε το μαρτύριο-μυστήριο του Σούλη πιο υποφερτό, αλλά και εξαγρίωνε τους κουμπουροφόρους αδελφούς της νύφης και προπαντώς τον παπά...

Σε μια από αυτές τις συναντήσεις τους βρέθηκαν το 1978 στην ΔΕΘ... Χάζευαν στα περίπτερα και από την πολυκοσμία χάθηκαν για λίγο... Ο Νάκος όμως πρόφτασε τον Σούλη και του είπε: "κανόνισα μια ωραία μπίζνα σε ένα περίπτερο που βρήκα εδώ! που εξαφανίστηκες?"
Ο Σούλης δεν μιλούσε... "Μπα χάθηκα στην πολυκοσμία..." απάντησε αδιάφορα...
Ο Νάκος όμως εγκάρδια τον ηρέμησε... "Δεν πειράζει κανονίσαμε με τα παιδιά να βρεθούμε εδώ απ' έξω σε μια ταβέρνα, θα φάνε κι αυτοί εκεί... Θα έχεις την ευκαιρία να τους μιλήσεις..."
Ο Σούλης που ως ο κοινωνικός της παρέας υπό άλλες συνθήκες θα ήταν  πρόσχαρος, τώρα είχε ένα βαριεστημένο και ασυνήθιστα απλανές χαμένο βλέμμα... "Δεν πειράζει, μιαν άλλη φορά..." είπε στο Νάκο... "Ξέρεις θυμήθηκα ότι πρέπει να τακτοποιήσω και κάτι εκκρεμότητες εδώ στη Σαλονίκη και δεν θα μπορέσω να είμαι μαζί σας... Ίσως όμως να σας προλάβω, αν δεν το διαλύσετε νωρίς".
Για το Νάκο, αυτό σήμαινε καθαρό πούλημα...
"Τι συμβαίνει? Έγινε κάτι?" ρώτησε ξεκάθαρα το Σούλη, που συνέχιζε τα μισόλογα... Στο τέλος με αποφασιστικότητα τον επέπληξε...
"Δεν έχει τέτοια! Δεν θα πάς πουθενά στη Σαλονίκη, μαλάκα!" του είπε...
με το ζόρι τον πήρε στην ταβέρνα...


Κάθησαν σε ένα τραπεζάκι, ο καιρός κρατούσε ακόμη παράδοξα καλός... Εμφανίστηκε μια παρέα που αποτελούταν από μια γυναίκα γύρω στα 50  και από δύο άνδρες λίγο μεγαλύτερούς της γύρω στα 60... Ο Νάκος τους έγνεψε... "ελάτε, κυρία Ελένη, κύριε Γιώργο, εδώ!" Αυτοί ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση και κάθισαν ομοτράπεζοι... ένα παιχνίδισμα της τύχης έβαλε δίπλα στον Σούλη την Ελένη η οποία κρατιόταν ακόμη όμορφη παρά την ηλικία της...Ο Σούλης είχε μείνει γεροντοπαλίκαρο, εργένης και παρά τα 46 χρόνια του, έδειχνε νεώτερος...
Προς μεγάλη έκπληξη του Νάκου, εκτός από το Σούλη, τώρα χλώμιασε και η Ελένη, μόλις συνειδητοποίησε ποιός ήταν ο ομοτράπεζός της... Εντούτοις, σύντομα ηρέμισε και παρήγγειλε κρασί...
Ο Σούλης έτρεμε... Ο Νάκος σύστησε το Σούλη, ενώ η Ελένη παρουσίασε τους άλλους δύο... Ο ένας ήταν σύζυγος κι ο άλλος αδελφός της... Υπήρχε μιαν αδιόρατη αμηχανία στο τραπέζι που ο Νάκος δεν μπορούσε να εξηγήσει... Εκεί που ήταν όμως έτοιμος να μιλήσει, τον πρόλαβε η Ελένη η οποία όμως απηύθυνε σε άλλον το λόγο:
"Γιατί μωρέ Σούλη? μου το κρατάς ακόμη από τότε? σάμπως εγώ το ήθελα? μετά εγώ δεν σε έσωσα δίνοντάς σου διαζύγιο?"
"Συμπάθα μας ρε Σούλη!"
είπε ο αδελφός της... "Πέρασε καιρός από τότε! Έλα ας πιούμε να τα ξεχάσουμε!" συνέχισε γελώντας...


Ο Σούλης που ήταν μεγάλη καρδιά σήκωσε το ποτήρι και ήπιε στην υγειά τους... Ο Νάκος είχε μείνει με ανοικτό το στόμα...
"Τι έγινε ρε μάγκες? Γνωρίζεστε?"
Η Ελένη ως πιο τσαούσα πήρε το λόγο:
"Να τότε ήταν δύσκολα χρόνια... τα αδέλφια μου ήταν στο χίτικο... Είχα έναν γκόμενο που ήταν αντάρτης και δεν υπήρχε συζήτηση να τον παντρευτώ... Θα τον σκότωναν στα σίγουρα... Η μάνα μου έδωσε την λύση να υποδείκνυα κάποιον άλλον τυχαίο... Σκέφτηκα ένα συνεσταλμένο γειτονόπουλο τότε που ήταν όμορφος"... και έδειξε το Σούλη... "Με τον άλλον είχα χάσει την τιμή μου, έτσι τα αδέλφια μου πήγαν με τις κουμπούρες και ο γάμος έγινε σε μια μακρινή απόμερη εκκλησία να μην μας γνωρίσουν".
"Ναι στον Άγιο Δημήτρη"... είπε ο Σούλης σκεφτικά... "και εμένα μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι... είχα που είχα γυρίσει από τη μακρόνησο φοβισμένος, τώρα μου την έπεφταν και κουμπουροφόροι! ήμουν αθώος αλλά σε ποιόν να το έλεγα?"
"Το πουλάκι μου έκλαιγε στην εκκλησία" είπε η Ελένη κάπως παιχνιδιάρικα αλλά τρυφερά...
Τότε του Νάκου του ήρθε νταμπλάς!!!
"Δεν μιλάτε για την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο..."
"Ναι εκεί είχαμε πάει... ήταν απόμερα τότε" είπε νοσταλγικά η Ελένη...
"Ρε εσύ ήσουν ο γαμπρός που έκλαιγε?" είπε ο Νάκος στο Σούλη...και συνέχισε...
"Εγώ ήμουν απέξω τσόγλανος τότε  και σας πετούσα πέτρες..."
Τότε πετάχτηκε ο αδελφός της Ελένης ο Μίλτος...
"Μια πέτρα με βρήκε στο κεφάλι! Θα σε σκότωνα ρε κερατά αν σε έπιανα στα χέρια μου..." 


Όλοι γέλασαν και άφησαν τον οίνο να απαλύνει και να εξωραΐσει τα περασμένα... και έγιναν καλή παρέα και συνεργάτες αχώριστοι...
Ο Σούλης, τα έφερε η ζωή και έμεινε ανύπανδρος για όλα του τα επόμενα χρόνια μα κυρίως μπον βιβέρ... έφυγε για το μεγάλο ταξίδι φέτος τον Αύγουστο και είπα να τον μνημονεύσω τώρα που έχουν πάρει όλα το δρόμο της λήθης...