Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

Το γυάλινο σχολείο



 Το σχολείο που μεγαλώσαμε είχε μια περιφραγμένη αυλή με χώμα που τους χειμώνες μετατρεπόταν σε συστάδα λιμνών από τα βροχόνερα. Αρχές δεκαετίας των 70ς και ότι ειχαν βγει οι γαλότσες που φορούσαμε και πλατσουρίζαμε με δύναμη τα πόδια μας. Τα καλοκαίρια ο κορνιορτός από τα ποδοβολητά μας καθόταν μόνο στις ώρες διδασκαλίας.

Πρόσφατα όψιμοι 50ρηδες κάναμε ένα ριγιούνιον σε μια ταβέρνα. Επιλέξαμε λίγο πριν τον 15Αύγουστο, ώστε να είναι σχεδόν όλοι ή οι περισσότεροι από την τάξη μας παρόντες. Αναλογιζόμενοι ποιοί βγήκαν από εκεί, είδαμε ότι διακεκριμένοι ήταν ένας Μητροπολίτης κι ένας διακεκριμένος επιστήμονας,  καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Όλοι οι υπόλοιποι λίγο έως πολύ ήμασταν περίπου σε συνηθισμένη κατάσταση. Οι μισοί παντρεμένοι, οι μισοί χωρισμένοι, οι μισοί με παιδιά, οι άλλοι μισοί χωρίς και πάει λέγοντας. Άλλοι με καλές δουλειές, άλλοι άνεργοι, μια συμμαθήτριά μας στη φυλακή κλπ.

Ξαφνικά μια γυναίκα της παρέας, η πιο χαζή ίσως, θυμήθηκε το μπούλιν, που υπέστησαν αυτοί οι ξεχωριστοί συμμαθητές μας. Ο μετέπειτα Μητροπολίτης για την ιδιαιτερότητά του, αλλά και και ο σπασίκλας επίσης. Άξαφνα, θυμηθήκαμε πολλά. Οι ιστορίες έπεφταν η μία μετά την άλλη. Τις λέγαμε σαν να θέλαμε να εξομολογηθούμε...

Ας ξεκινήσουμε από τον Κίμωνα, τον μετέπειτα μητροπολίτη. Ήταν από φτωχή οικογένεια. Οι γονείς του ήταν μεγάλης ηλικίας. Ο πατέρας του εργαζόταν υπάλληλος σε εμποροραφείο, δουλεύοντας ατέλειωτες ώρες, ακόμη και τις Κυριακές. Η μητέρα του ήταν απλή νοικοκυρά. Ο γαλανομάτης ξανθωπός Κίμων σαφώς διέφερε από εμάς τους υπόλοιπους που ήμασταν γνήσια μαυροτσούκαλα. Ίσως για αυτό να ξεκίνησε η βιαιοπραγία εις βάρος του. Ίσως πάλι γιατί είχε την κακή συνήθεια να μην απαντάει στις προκλήσεις για ξύλο που ήταν τότε μόδα στα σχολειά και απλά να διαμαρτύρεται.

Αυτό έδινε ώθηση και στους ασθενέστερους σωματικά μαθητές, καθώς ο Κίμων αν μη τι άλλο ήταν μια ευκαιρία να δείρουν κι αυτοί κάποιον. Δεν θυμάμαι ποιός πρωτοξεκίνησε να χτυπάει τον Κίμωνα. Θυμάμαι ότι για να αμυνθεί, αφού τα παρακάλια και τα κλάματα δεν έπιαναν, κουλουριαζόταν στο λασπωμένο χώμα.Οι παραδειγματικές τιμωρίες των δασκάλων, δεν έλυναν το πρόβλημα, αφού υπήρχε λόγος για εκδίκηση, να πληρώσει το κωλόπαιδο που καρφώνει κι από πάνω.

Θυμάμαι πως πολύ διστακτικά έδωσα κι εγώ ένα σπρώξιμο στον Κίμωνα και στη διαμαρτυρία του, δήθεν προσβλήθηκα και τον χτύπησα. Η συνέχεια της σκηνής ήταν αναπάντεχη. Ο δυνατότερος της τάξης, ένα καθόλα μπρατσωμένο παιδί, που μόλις την προηγουμενη ημέρα μου είχε ρίξει ένα καλό ξύλο, έσκυψε να του κάνει σκαμνάκι. Μου πρότεινε έμμεσα να συνεργαστούμε. Αυτό το είδος συνεργασίας το εξέλαβα ως πρόσκληση φιλίας. Αναμφισβήτητα ήταν μεγάλη ευκαιρία για μένα να γίνω φίλος του. Έτσι χωρίς δισταγμό, έσπρωξα τον δύσμοιρο Κίμωνα, που πέφτοντας πίσω κυλίσθηκε στις λάσπες. Τότε υπήρξε ομαδικό γέλιο από τους άρρενες συμμαθητές μας. Στην απόγνωσή του ο Κίμων μας συχτίρισε. Τότε ανέλαβε ένας τρίτος και τον άρχισε στις κλωτσιές. "Κωλόπαιδο να μάθεις να βρίζεις". Πάλι γέλιο... Για μένα ήταν ένα καλό βήμα να γίνω φίλος με τους δυνατούς της ομάδας.

Για τον Κίμωνα ήταν η αρχή ενός ατελείωτου μπούλιν. Τα διαλείματα για όλα τα παιδιά του Δημοτικού σχολείου ήταν ευλογία. Για τον Κίμωνα μερικά ήταν πραγματικό μαρτύριο. Το ομαδικό ξύλο ήταν πάντοτε η επωδός κάποιας κασκαρίκας που είχε προηγηθεί. Νεροβόμβα, τρικλοποδιά στις λάσπες, σκατά στο πρόσωπο, ομαδικό φτύσιμο, ομαδικές σφαλιάρες-σύννεφο το λέγαμε- και άλλα που ντρέπομαι να θυμάμαι... Πιο φανατικά έδερναν οι αδύναμοι σωματικά συμμαθητές. Ήταν για αυτούς μια μεγάλη ευκαιρία να ρίξουν κι αυτοί μια φάπα ή αποτελούσε βήμα να γίνουν φίλοι με τους δυνατούς. Οι φιλίες αυτές σφραγίζονταν με την συμμετοχή και στην τιμωρία. Οι σφαλιάρες οι βεργιές και το βρισίδι από τους δασκάλους ήταν αν μη τι άλλο το επιστέγασμα καλών σχέσεων. Σαφώς το κύριο θέμα της ασχολίας των πολλών στα διαλείματα δεν ήταν ο Κίμων ή κάποιος άλλος. Ήταν η μπάλα. Ο Κίμων αποτελούσε παρεμπίπτουσα ασχολία ή τυχαία επιλογή ξεσπάσματος.

Μετά την τετάρτη Δημοτικού αρχίσαμε να εκδηλώνουμε το φύλο μας. Κάποιος που δεν θυμάμαι, χτυπώντας τον Κίμωνα, τον αποκάλεσε "παλιοπούστη", οπότε ένας αλλος είπε "να τον γαμίσουμε". Έτσι τον έβαλε κάτω μπρούμητα και έκανε τη μιμιτική πράξη του βιασμού. Αυτό ήταν η αρχή ενός άλλου νέου τύπου πειράγματος εις βάρος του συμμαθητή μας. Το πιο ήπιο ήταν που λέγαμε ανέκδοτα σόκιν με πούστηδες και τον κοιτούσαμε με νόημα, και ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια. Ήταν αυτός κι ένας τρόπος να επιδείξουμε τον ανδρισμό μας στα κορίτσια. Οι γεροδεμένοι από τους συμμαθητές συνήθως μετά την δημόσια απομίμηση της πράξης, τελείωναν και με δυνατές σφαλιάρες στον πεσμένο στα τέσσερα Κίμωνα. "Να μάθεις παλιόπουστα!" και χα χα χα χα τα γέλια.

Αν τύχαινε να πέσει στην υπόληψη κάποιου από τους δασκάλους, το ξύλο ήταν αναπόφευκτο, όμως ήταν κι ένα είδος παράσημου για τον τιμωρούμενο. Έτσι κι αλλιώς ο Κίμων δεν κέρδιζε τίποτε με αυτές άλλο παρά άλλη μια αφορμή για ομαδική εκδίκηση...

Μεγαλώνοντας, κάπως βάλαμε μυαλό κι εγκαταλείψαμε τον Κίμωνα και τις ιδιαιτερότητές του. Στο γυμνάσιο και στο λύκειο, επικαλούμασταν το όνομά του ή τον κοιτούσαμε χλευαστικά και χαζογελώντας μόνο εάν η συζήτηση έφερνε κάποιον τοιούτο ή κίναιδο. Ο Κίμων μετατράπηκε στον αόρατο συμμαθητή μας σιγά, σιγά και αργά και διακριτικά έφυγε απ' τη ζωή μας, περνώντας σε εκκλησιαστική σχολή για να γίνει ιερέας. Γι' αυτόν αυτή η κίνηση θα υπήρξε μεγάλη διέξοδος, καθώς έφυγε από το σπίτι του και τους γονείς του. Η συνέχεια της ζωής του, οι σπουδές του, οι κόποι κι οι αγώνες του, μας ήταν άγνωστοι, έως ότου τον μελετήσαμε ξανά ως μητροπολίτη.

Στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, τη θέση του στο μπούλιν, πήρε ο σπασίκλας της τάξης. Ο Βασίλης ήταν ένα συνεσταλμένο παιδί που στα χρόνια μας στο δημοτικό πέρασε απαρατήρητο. Δεν είχε κάποιο χαρακτηριστικό να μας τραβήξει, ώστε η ομήγυρις να ασχοληθεί μαζί του σε ομαδικό επίπεδο. Ήταν από τους καλύτερους μαθητές, αλλά όχι ο πρώτος. Δεν προκαλούσε κι έτσι δεν δέχθηκε κάποιο είδος ομαδικού μπούλιν.

Στο Γυμνάσιο όμως, η έφεσή του στα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες τον έκανε ξεχωριστό και γρήγορα συγκέντρωσε τη μήνυ των πολλών εναντίον του. Ήταν από πολύ φτωχή οικογένεια και έμενε σε ένα ισόγειο σπίτι μικρή μονοκατοικία σε ένα στενάκι. Όλο το σπίτι δύο δωμάτια, το ξέρω γιατί πλειστάκις τον επισκεπτόμουν για να ανταλλάξουμε σημειώσεις.

Το μπούλιν στο Βασίλη, ξεκίνησε από ένα διαγώνισμα, στο οποίο έγραψε μόνος αυτός άριστα, εγώ 13, κι η υπόλοιπη τάξη κάτω από τη βάση. Στο διάλειμα οι δυνατότεροι του έδωσαν ένα καλό σύννεφο να το θυμάται. Τα υπόλοιπα παιδιά, από μεγαλύτερες και μικρότερες τάξεις γελούσαν. Ήταν η αρχή. Στο σχόλασμα, όλη την επόμενη εβδομάδα, του έπαιρναν την τσάντα και την πετούσαν πίσω από φράχτες. Ο Βασίλης έκανε αγωνιώδεις προσπάθειες να την φθάσει, τα βιβλία ήταν τότε πανάκριβα. Του τα έσκισαν τις επόμενες ημέρες. Ήξερε από τα παθήματα του Κίμωνα ότι δεν έπρεπε να μιλήσει.

Κάθε ημέρα ένα σύννεφο από κατακέφαλα ήταν στο πρόγραμμα. Τα τετράδιά του σκίστηκαν ή λερώθηκαν αρκετές φορές. Οι επιμελητές έτρωγαν ξύλο για να επιτρέψουν στους κάφρους να ουρήσουν στην τσάντα και στα βιβλία του. Μεγαλώνοντας στην ηλικία μεγάλωσαν και οι πλάκες. Τα τσιγάρα σβήστηκαν πολλές φορές πάνω του ή στα χέρια του. Σκισμένα χαρτιά στην κουκούλα του άναβαν και γινόταν παρανάλωμα. Ένα βράδυ στη Β' Λυκείου μεθυσμένοι πήγαμε και η "σκληρή" 5δα ούρησε στο χαλάκι του σπιτιού του, στην πόρτα του κλπ. Μιαν άλλη ημέρα κάποιοι πήραν σε μια εφημερίδα κόπρανα και τα έτριψαν στον τοίχο του σπιτιού του...  Ένα άλλο βράδυ πλάκωσαν στις κλωτσιές και σκέβρωσαν τις ρόδες του ποδηλάτου του πατέρα του, του μοναδικού μεταφορικού μέσου που είχε. Στις καφετέρειες άπειρες φορές είχε φάει καφέ στα μούτρα δήθεν από λάθος. Εκείνοι που έδερναν με μεγαλύτερο ζήλο, ήταν παιδιά από καλές οικογένειες που κανονικά θα έπρεπε να είναι καλοί μαθητές αλλά δεν ήταν γιατί δεν ενδιαφέρονταν. Ένας τέτοιος τον έσπασε στο ξύλο έξω από κάτι φροντιστήρια ένα απόγευμα μπροστά στα κορίτσια... Να δουν τι άντρακλας ήταν...

Μεγαλώνοντας ξεχάσαμε και τον Βασίλη. Περάσαμε σε σχολές, κάποιοι συγκατοίκησαν και μαζί του στην Αθήνα. Πήραμε ο καθένας το δρόμο του, σπουδάσαμε, βρήκαμε δουλειές, κάποιοι παντρεύτηκαν, κάποιοι έκαναν δεύτερο και τρίτο γάμο. Τον Βασίλη τον φιλοξένησα με χαρά στο σπίτι μου όταν ήταν φαντάρος στη Χίο και πέρασε από την Αθήνα. Έφυγε στο εξωτερικό με υποτροφία και μετά από 20 χρόνια βρέθηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης με διεθνή βραβεία στα μαθηματικά.

Κανείς από τους δύο, φαντάζομαι για τεχνικούς λόγους δεν ήταν στο ριγιούνιον. Η συζήτηση ξεκίνησε κάπως ψυχρά, όμως ο καθένας άρχισε να λέει ιστορίες που πρωταγωνιστούσαν άλλοι κι όχι αυτός ο ίδιος. Στη συνέχεια οι άλλοι έσπευδαν να υπενθυμίσουν ιστορίες που ήταν αυτός ο πρώτος πρωταγωνιστής. Και πάει λέγοντας· το ομαδικό έγκλημα είχε βγει στη φόρα. Είχαμε μιαν παράξενη λάμψη στα μάτια μας, καθώς οι ιστορίες έδιναν κι έπερναν. Κάποιοι χασκογελούσαν κιόλας, δήθεν τι διασκεδαστικά που ήταν όλα αυτά, τι κασκαρίκες παιδικές κάναμε. Η λάμψη ήταν σαφώς λάμψη συνενοχής. Κανείς δεν θα μείνει εδώ χωρίς να διαπομπεφθεί τι έκανε τότε στα παιδιά.

Ήμουν σιωπηλός χωρίς άλλο· Καίτοι δεν συμμετείχα ποτέ σε όλες αυτές τις ιστορίες, τουλάχιστον ενεργά, η σιωπή μου, η συμμετοχή μου στο ξεφώνημα ή στον ομαδικό χλευασμό, ήταν το ίδιο ένοχη. Το κρύψιμό μου στην ομάδα των πολλών που εβούλετο και έκανε αυτά, ήταν το ίδιο ένοχο. Η μη καταγγελία των μικρών αυτών αθώων εγκλημάτων ήταν το ίδιο ένοχη.

Στο τέλος του ριγιούνιον, ένας από τη μεγάλη παρέα έιπε πως έπρεπε να είμαστε περήφανοι που δύο από "εμάς", πέτυχαν στη ζωή τους τόσο πολύ. Αυτό το "εμάς" όμως έπαιρνε πολύ νερό... Χαιρετηθήκαμε και φύγαμε, εύχαρεις, που ήμασταν γεροί καλοί και φίλοι ξανά...

Στο δρόμο για το σπίτι ένας κόμπος στο λαιμό μου δεν έλεγε να λυθεί. Μα που είχα καταχωνιάσει όλα αυτά τα άθλια πράγματα? Πως μπόρεσα να τα ξεχάσω και να μην ζητήσω ούτε ένα συγνώμη ποτέ έστω για τη σιωπηρή συνενοχή μου... Τι αλήθεια να σκέφτονταν αυτοί οι δύο, όταν στις παρέες τους αναπολούσαν τα αθώα παιδικά τους χρόνια? Σκεφτόμουν και προσπαθούσα να βρω λόγους για τους οποίους θα μπορούσαμε εμείς οι απλοί ασήμαντοι "υπερήφανοι" συμπολίτες, για τις επιτυχίες των συμμαθητών μας. Ποιά ακριβώς συμμετοχή είχαμε στις κοπιώδεις προσπάθειές τους? 



Δεν μπορούσα να βρω κανέναν καλό λόγο... Μια μόνο εικόνα μου ήρθε στο νου και την είπα φωναχτά:  "Αν μη τι άλλο αποτελέσαμε έναν ακόμη σοβαρό λόγο να προσπαθήσουν σκληρά να ξεφύγουν από τούτον τον απόπατο"... Κι αυτό όντως ήταν ένα είδος συμμετοχής για την οποία πράγματι θα έπρεπε να είμαστε περήφανοι.

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2018

δίψα για ζωή





Το μάτι μου έπεσε από σύμπτωση ίσως Deolinda Correa... Η ιστορία με συγκλόνισε, καθώς αφορούσε το θαύμα του να συνεχίσει να δίνει ζωή σε ένα παιδί-στο παιδί της- μια ήδη νεκρή μητέρα...

Ίσως πίσω της να έχει συμβολισμούς εξίσου δυνατούς, όπως πχ στην αναφορά που γίνεται στο ιστολόγιο της κας Τοράκη. Εντούτοις εγώ στάθηκα στην ιστορία καθεαυτή. Κόλλησα στον ιστό της και αναπήδησα, όπως ένα έντομο κολλάει στον ιστό της αράχνης και μην μπορώντας να ξεκολλήσει, χτυπιέται σε μιαν ύστατη προσπάθεια να ξεφύγει. Όμοια κι εγώ, χάθηκα στα νήματα της ιστορίας καθευτής...

Εν τάχει η ιστορία έχει ως εξής: Η Ντεολίντα Κορρέα, είναι μια γυναίκα, που το 1840 πέθανε στην έρημο από δίψα όταν, έχοντας το μωρό της αγκαλιά, πήγαινε να βρει τον άντρα της που είχε αρρωστήσει ενώ πολεμούσε στον εμφύλιο της Αργεντινής. Όταν μετά από μέρες τη βρήκαν, το μωρό ήταν ζωντανό γιατί τρεφόταν από τον μαστό της μάνας του που ήταν γεμάτος γάλα! Η Μητέρα είχε πεθάνει εδώ και μέρες, αλλά το βρέφος ήταν ακόμη ζωντανό!

Όμως η συνέχεια είναι που είχε επίσης ενδιαφέρον. Οι κάτοικοι την ανακήρυξαν σε Αγία, παρόλο που η καθολική εκκλησία ακόμη και σήμερα δεν την αναγνωρίζει. Τους συγκλόνισε κι αυτούς το θαύμα της ζωής, το θαύμα της φύσης. Σιγά σιγά στην ευρύτερη περιοχή αλλά και αλλού, άρχισαν να ξεφυτρώνουν ναΐσκοι αφιερωμένοι σε αυτήν, όπου οι περαστικοί αφήνουν αναθήματα. Συνήθως αφήνουν μπουκάλια με εμφιαλωμένο νερό εις ανάμνηση της δίψας της κοπέλας: Να μην αφήσουν ξανά ποτέ κανέναν διψασμένο σε αυτόν τον κόσμο. Ίσως κι από ενοχή να αισθάνονται, ότι της χρωστούν, έστω και τώρα που έχουν περάσει πάνω από 150 χρόνια το πολύτιμο νερό.

Τι είναι αυτό που κάνει τους βιαστικούς συνήθως οδηγούς οχημάτων να παρεκκλίνουν της πορείας τους και να σταματούν για να προσευχηθούν για τη νεαρή κοπέλα? Να της προφέρουν μπουκάλια με νερό? Κάποιοι ναΐσκοι αφιερωμένοι σε αυτήν δέχονται συνήθως αναθήματα, όπως ονόματα αγαπημένων προσώπων χαραγμένα σε πλακίδια ή νυφικά από κοπέλες που είχαν τάμα και κατάφεραν να παντρευτούν, προσφέροντας εκεί στο ναΐσκο τα νυφικά τους.

Το σίγουρο είναι πως η Deolinda ήταν νέο κορίτσι, μητέρα με παιδί στην αγκαλιά, που πήγε να βρει τον αγαπημένο της. Περιπλανήθηκε στην έρημο κι όταν της τελείωσαν οι προμήθειες πέθανε από τη δίψα. Από τη μια η Αγάπη για τον χαμένο σύντροφο και η Μητρότητα, ενώ από την άλλη ο Όλεθρος - εδώ με τη μορφή του εμφυλίου πολέμου - και η Αρρώστια. Πόσοι και πόσοι κάθε βράδυ πριν κοιμηθούν δεν εύχονται τα πρώτα ή δεν ξορκίζουν τα δεύτερα στις προσευχές τους? 

Πολλοί έχουν ένα δάκρυ για τη νεαρή κοπέλα, που έστω και νεκρή κατάφερε σαν από θαύμα να κρατήσει στη ζωή το μονάκριβό της παιδί. Όμως πόσοι γονείς τις νύχτες δεν παρακαλούν το θεό, ο μη γένοιτο,  να πάρει τους ίδιους κι όχι τα παιδιά τους? Πόσοι δεν ξορκίζουν το θάνατο στις προσευχές τους?

Και το άγαλμά της εκεί στο παρεκκλήσι? Ένα λιτό ταπεινό κορίτσι που κρατά το παιδί της στορργικά ακόμη και από το θάνατο... Δεν έχει πια δυνάμεις... δεν έχει ανάσα... έχει όμως σάρκα από τη σάρκα της και προσφέρει απλόχερα στο μονάκριβο παιδί της.

Κι ίσως αφού κατάφερε αυτό, να μπορεί να σπλαχνίζεται και τους περαστικούς, τους κουρασμένους στις προσευχές τους λίγο πριν κοιμηθούν που ξορκίζουν το θάνατο και την αρρώστια. Ίσως με τη σκέψη της και μόνο να στέργει τα φτωχοκόριτσα που εύχονται γάμο αγάπη οικογένεια, εκεί λίγο πριν αποκοιμηθούν ξεθεωμένα από τη δουλειά στα φτωχικά τους κρεβάτια. Που ονειρεύονται λίγη ζωή...

Ίσως να δώσει και λίγη από την απέραντη ευσπλαχνία της και στους περαστικούς, που οδηγούν κατάμονοι στους μεγάλους εθνικούς δρόμους χαμένοι στις σκέψεις τους. Και που εύχονται να μην τελειώσει έτσι άδοξα η ζωή τους, πίσω από ένα τιμόνι να πεθάνουν από τη δίψα για μια ζωή που δεν ήρθε ποτέ...



(εις μνήμην Φώτιου...)

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

Τα θαλασσόκρινα...



Σήμερα (επιτέλους) θα προσπαθήσω να γράψω για σένα... είναι πολύ δύσκολο βέβαια να κάνω κάτι τέτοιο, όμως πιστεύω πως αρχίζοντας και τελειώνοντας στα σημεία που δεν συνυπήρξαμε, θα ήταν μια καλή αρχή...

Θα πρέπει να γυρίσω πολύ πίσω... εκεί στην ταραγμένη δεκαετία του 1940, οπότε και γεννήθηκες... γεννήθηκες όπως όλα τα παιδιά, μικρούλα, μαυροτσούκαλη... κι όπως όλα τα παιδιά, δεν κατανοούσες τίποτε από τον κόσμο εκείνο που λουζόταν στο αυθόρμητο μίσος και αίμα... δεν κατανοούσες τίποτε πέρα από τις αισθήσεις που έχουν όλα τα μωρά... Τα πρώτα σου βήματα έγιναν σε μια προσφυγική συνοικία που σήμερα δεν υπάρχει... την έχει αποτυπώσει όμως μιαν ασπρόμαυρη φωτογραφία που σε απεικονίζει μικρούλα απορημένη για τούτον τον δύσκολο κόσμο... Μόλις όμως άρχισες να καταλαβαίνεις τον κόσμο και ν' αποτυπώνεις μνήμες, όλος εκείνος ο κόσμος σου γκρεμίστηκε...

Η Μητέρα σου έφυγε για την πρωτεύουσα... Οριστικά... βλέπεις δεν τη θυμάσαι καθόλου να σε κρατάει με τρυφερότητα, να σ' αγκαλιάζει να σε προστατεύει με στοργή... τίποτε... Μόλις άρχισες να καταλαβαίνεις αυτόν τον δύσκολο κόσμο, ήσουν μόνο με τη γιαγιά και το θείο σου... Σε ένα από εκείνης της εποχής τα προσφυγικά σπιτάκια που στέγαζαν 2 και 3 οικογένειες στα δύο δωμάτια που είχαν... Η γιαγιά σου εργαζόταν 3 βάρδιες ημερησίως προκειμένου να τα φέρει βόλτα, κι ο θείος σου έφηβος ων, γύριζε από δω κι από κει... Μόλις άρχισες να καταλαβαίνεις αυτόν τον κόσμο λοιπόν ήσουν μόνη σου...

Εκείνα τα χρόνια οι οικογένειες στα προσφυγικά προσπαθούσαν να καταλάβουν όσο περισσότερο χώρο μπορούσαν... Έτσι εσύ καθώς ήσουν μόνη σου, ένα κορίτσι 4 χρονών, συνήθως σε πετούσαν εύκολα έξω απο το σπίτι... Μεγαλώνοντας οι άλλες οικογένειες σε χλεύαζαν μαζί και τα παιδιά τους... "Που είναι μωρή η μάνα σου? Σε παράτησε γιατί τι να τα έκανε αυτά τα μούτρα?". ήταν συνήθως ότι θυμάσαι από τα πολύ παιδικά σου χρόνια... Όχι λόγια στοργής δηλαδή αλλά βρισιές, ειρωνείες και "όξω από εδώ μαλακισμένο!" που ήταν το σύνθημα να σε βγάλουν έξω από το σπίτι... Τον χώρο που σας αναλογούσε τον επανακαταλάμβανε η γιαγιά σου τη νύχτα που σε μάζευε από το δρόμο... Ο θείος ίσως και να έκανε εβδομάδες να φανεί...

Κι η μητέρα? Που να ήταν εκείνη? Γιατί σε άφησε? Αφού κανείς δεν σε ήθελε σκέφτηκες καλό ήταν να αφεθείς να πεθάνεις... τι καλύτερο από το να μην φας τίποτε... έτσι κι αλλιώς ήταν εύκολο... Παρόλο που η γιαγιά σου άφηνε πλούσιο γεύμα να σε ταΐσουν, οι υπόλοιποι συν-ένοικοι σου άφηναν μόνο τ' άθλια αποφάγια...

Άρχισες να μην τρως τίποτε... έπεσες σ' αναιμία και πυρετό... Σε είχαν σίγουρη να πεθάνεις, όμως σε όλα τα πράγματα σε τούτον τον κόσμο, οι άνθρωποι είναι δαίμονες αλλά και άγγελοι μαζί... Έτσι μιαν ημέρα από το πουθενά εμφανίστηκε ο θείος σου στο σπίτι... Μάγκας ων, επέβαλλε τη γωνιά σας κι ύστερα άρχισε να σε παίζει... Μόνο του θείου σου τα χάδια και τα παιχνίδια θυμάσαι από αυτήν την πρώτη σου παιδική ηλικία... Αυτός έκανε τον καραγκιόζη κι εσύ χασκογελούσες με τα παιδικά σου μάτια να λάμπουν... Επιτέλους σε αγαπούσαν και σένα... κι έτσι άρχισες να τρως και δυνάμωσες...

Πόσο παράξενη είναι στ’ αλήθεια η ζωή. Βλέπεις έναν προσφυγικό μαντρότοιχο, στη μέση του πουθενά, ξεραΐλα, κάψα, ήλιος αδυσώπητος. Κι όμως εκεί στις σφηνωμένες πέτρες, που να βρέθηκε λίγο χώμα και νερό για να φυτρώσει ένα λουλούδι. Το βλέπεις μικρό, τρυφερό, παράξενα όμορφο, να πασχίζει ν’ ανθίσει να κρατήσει εκεί το ριζιμιό του στον αμείλικτο βράχο... Με λίγο χώμα που θα φέρει ο αέρας και λίγη βροχή που θα πέσει... τόσος χώρος του μένει... μια χαραμάδα χώμα...


Μεγαλώνοντας είχες βρει ένα ευχάριστο παιχνίδι... Ο βροχερός καιρός έφτιαχνε στους λασπόδρομους μεγάλες λακκούβες με νερό... κι εσύ έπαιζες εκεί πλατσουρίζοντας... Τι κι αν ήταν χειμώνας, τι κι αν ήσουν ξυπόλητη... Για σένα ήταν θέαμα να βλέπεις τον συννεφιασμένο ουρανό να καθρεπτίζεται στις μικρές αυτές “λίμνες”... Έτσι κι αλλιώς όταν έβρεχε τα άλλα τα παιδιά τα μάζευαν οι γονείς τους στα σπίτια τους... Εσένα σε έδιωχναν έξω ξυπόλυτη στη βροχή... Εκεί πλατσουρίζοντας στα λιμνάζοντα νερά του δρόμου είχες φτιάξει τον δικό σου κόσμο... Πολιτείες, λιμάνια, νησιά, ξυλαράκια για πλοία, πακέτα από τσιγάρα, όλα ο δικός σου μικρός σεντεφένιος κόσμος. Όταν πάλι δεν έβρεχε, τα άλλα παιδιά της γειτονιάς αντιγράφοντας τους γονείς τους σε κορόιδευαν: “που είναι η μάνα σου μωρή? Πως να μην σε άφηνε με τέτοια μούτρα?”. Κι όμως εσύ όμως όπως ο κόσμος σου, ήσουν όμορφη σαν ήλιος και σύννεφο μαζί... Όταν όμως έβρεχε, όλος ο δρόμος σου ανήκε, ήταν μόνο δικός σου...



Ήρθε όμως μια μέρα που τα ίδια αυτά τα παιδιά σου φώναξαν: “Η μάνα σου! Μωρή! Η μάνα σου!”. Και σου έδειχναν το δρόμο όπου περνούσαν τ’ αυτοκίνητα... Εκεί στη δεκαετία του 50 περνούσε στα 100 μέτρα ο δρόμος που έβγαζε έξω από την εσχατιά της πόλης, που ήταν η γειτονιά σας φτωχά μικρά σπιτάκια με προσθήκες από λαμαρίνες και επεκτάσεις από παράγκες... “Η μάνα σου... Αλήθεια σου λέμε!”.

Τα παιδιά σου έδειξαν ένα ταξί που είχε σταματήσει στο δρόμο εκεί... Μέσα στο ταξί ήταν επιβάτης μια γυναίκα η οποία όμως δεν γύρισε να σε κοιτάξει... Ήταν η μητέρα σου, φορτωμένη δώρα, τα πήγαινε αλλού, αλλά δεν γύρισε το βλέμμα της προς το μέρος σου... Αυτό ήταν όλο κι όλο ό,τι θυμάσαι για τη μητέρα σου από την παιδική σου ηλικία... Επαναλήφθηκε άλλες δύο φορές... Τα παιδιά δήθεν απορημένα: “μα καλά γιατί δεν σταματάει να σε δει η μάνα σου μωρή?” “τέτοια που είσαι”! Αυτό όμως που σε πλήγωνε δεν ήταν τα λόγια των παιδιών, αλλά το να μην γυρίσει καν να σε δει εκείνη... τι θα της κόστιζε ένα βλέμμα... Στη γειτονιά ήταν ένα άλλο κορίτσι που ήταν πεντάρφανο και μόλις μεγάλωσε το πήγαν στο Ορφανοτροφείο. Είσαστε στενές φίλες μικρές... Όμως ακόμη και σε εκείνη, η Μητέρα της ήταν Άγγελος που την πρόσεχε από τον Ουρανό. Η δική σου δεν τόλμησε να σου ρίξει ούτε ένα βλέμμα...

Μια φορά έναν βροχερό χειμώνα, παρότι ψηνόσουν στον πυρετό, ήσουν πάλι έξω και ταξίδευες στις σεντεφένιες “λίμνες” σου... Ένα ταξί σταμάτησε και πήγαινε σιγά στο δρόμο γιατί υπήρχαν εμπόδια... μέσα ήταν μια γυναίκα η οποία όμως αυτή τη φορά γύρισε και σε κοίταξε... το ταξί έμεινε ακίνητο για λίγο κι ύστερα έφυγε... Ύστερα από καμία ώρα, το ταξί γύριζε από την αντίθετη κατεύθυνση αλλά αυτή τη φορά σταμάτησε κι η γυναίκα βγήκε... Δεν ήταν η μητέρα σου... Σε πλησίασε δακρυσμένη... Σου χάιδεψε τα μαλλιά... σε πήρε στο ταξί... τι πολυτέλεια ήταν αυτή για σένα... σε όλη τη διαδρομή η γυναίκα ήταν δακρυσμένη, αλλά σε χάιδευε... σου αγόρασε ένα ζευγάρι παπούτσια από την τοπική αγορά της πόλης... σε γύρισε πίσω και σε αποχαιρέτησε με ένα φιλί... Σκέφτηκες μήπως ήταν κάποια θεία σου... Κι όμως ήταν μια ξένη προς εσένα, αλλά διάσημη τραγουδίστρια εκείνης της εποχής... Εμφανιζόταν σε ένα κοντινό κέντρο. Η αρχέτυπη εικόνα σου μάλλον την άγγιξε ποιος ξέρει με ποιόν τρόπο... Αυτή ήταν από τις λίγες στιγμές της παιδικής σου ηλικίας που ένιωσες κάποια στοργή... Μα η διάσημη τραγουδίστρια σου έκανε άθελά της κι άλλη μια ευεργεσία. Η γειτονιά από εκείνο το απόγευμα δεν σε ξαναπείραξε... απέκτησες ένα είδος σεβασμού...

Η γιαγιά σου είχε μιαν αδερφή την οποία το παιδί της δεν την γνώριζε σαν μάνα του. Τα εγγόνια της δεν ήθελαν ούτε να την δουν. Έτσι υποχρέωνε εσένα να της πας το φαγητό της, γιατί ήταν κοκέτα βλέπεις και δεν μαγείρευε... Οι εγγονές της στηνόντουσαν για να δουν τη φάση και να γελάσουν... Μόλις πλησίαζες το σπίτι της αυτή έβγαινε και σε έβριζε, και σου πετούσε πέτρες... “Στο διάολο πουτανάκι, μούλικο μην ξαναπατήσεις εδώ βρωμιάρα και μου μαγαρίσεις το σπίτι!!!”. Εσύ τρομαγμένη της άφηνες το φαγητό στην αυλή της και το έβαζες στα πόδια αλαφιασμένη, με τις εξαδέλφες σου να ξεκαρδίζονται στα γέλια... Όμως η νύφη της μέγαιρας και μητέρα των εξαδέλφων σου, σε αγαπούσε και σε είχε σαν παιδί της... Συχνά σε κρατούσε εκεί κάποιους χειμώνες όταν ο πυρετός πλέον είχε σπάσει τα θερμόμετρα... Ήταν η δεύτερη γυναίκα μετά τη γιαγιά σου που σου έδειχνε στοργή... εξαιρέσει φυσικά της διάσημης ευεργέτισσάς σου...


Ένα μικρό υγρό ισόγειο δωμάτιο με σκονισμένα φθηνά έπιπλα. Τα απαραιτήτως στοιχειώδη. Είναι το καλό δωμάτιο, η σάλα. Ο άνεμος που λυσσομανά έξω καταφέρνει επιτέλους να ανοίξει το ξεχαρβαλωμένο παράθυρο. Ένας στρόβιλος εισβάλλει απρόσμενα κι ανακατεύει πράγματα, ρίχνει κανένα γυαλικό που σπάει. Έξαφνα πέφτει κάτω μια χαρτονένια φθηνή φωτογραφία που ήταν κρυμμένη πίσω από κάποιο αντικείμενο για χρόνια. Απεικονίζει έναν μελαχρινό αδύνατο νεαρό γεροδεμένο άνδρα με μούσια, κακοντυμένο με βλέμμα χαμογελαστό κι ελπιδοφόρο. Βαστάει όπλο μα ίσα που διακρίνεται στη φωτογραφία.

Ύστερα ένα σούρουπο εμφανίστηκε ένα αξύριστος άνδρας, μυστακοφόρος... Σε χάιδεψε... Ήταν ο Πατέρας σου... γύρισε μετά από 7-8 χρόνια... Τον έβλεπες για πρώτη φορά, μα ήταν σαν ζωντανό λείψανο... Μεγαλώνοντας θα έβλεπες πολλές φορές να τον δέρνουν και να τον εξευτελίζουν σε ταβέρνες... Ήταν ψαράς... του τα είχαν πάρει όμως όλα... Οι τοκογλύφοι για δάνειο 1000 δραχμές του είχαν πάρει τη βάρκα του, που τότε κόστιζε 10.000 δρχ. Και άλλα πολλά... αλλά αυτός απτόητος, φόρεσε ένα καλάθι στο κεφάλι και περπατούσε ξυπόλητος όλη την πόλη πουλώντας ψάρια... Έτσι σε μεγάλωσε και ήταν η μεγαλύτερη ευτυχία σου, όποτε είχες την ευκαιρία, να πηγαίνεις ακούραστη μαζί του όλη την ημέρα... έτσι κι αλλιώς στο σπίτι δεν υπήρχε κανείς δικός σου...

Μια Κυριακή, εμφανίστηκε στο σπίτι σας ένα μικρό κατάξανθο παιδί... Μπήκε σαν στο σπίτι του... Το κοιτούσες με περιέργεια... Ο πατέρας σου το χάιδεψε... σου είπε ότι ήταν ο αδερφός σου, τον οποίο είχε πάρει μαζί της η μητέρα σου... εκεί πρωτοέμαθες ότι είχες αδερφό... το παιδί (γιατί έτσι το είχε δασκαλέψει η άλλη του γιαγιά) τα κατέβασε και τα έκανε στο τσιμέντο στο κέντρο του δωματίου... ύστερα έφυγε αμίλητο... Ο πατέρας σου καθάρισε βουρκωμένος, ενώ η γιαγιά σου έβριζε και το παιδί και την πρώην συμπεθέρα της... Σου έμεινε ανεξίτηλη και η εικόνα του παιδιού και τα δάκρυα του πατέρα σου...

Το προσφυγικό σπίτι, όλο κι όλο δύο δωμάτια. Το ένα η σάλα, το άλλο δυο κρεβάτια... Σε μια κόχη του φτωχικού δωματίου ένα μαυρισμένο εικονοστάσι ... Δίπλα στις εικόνες με τις αδρές μορφές αγίων, μια φθηνή κορνίζα περικλείει ένα ζευγάρι στέφανα, από λιτό σύρμα στολισμένα με ασημένια φύλλα και απομεινάρια από κάτι που κάποτε θα ήταν άνθη λεμονιάς. Το φως που τρεμοπαίζει από το καντήλι, κάνει τις σκιές να κινούνται αέναα. Ανάμεσα στα ξεθωριασμένα χρώματα του τοίχου, στις σκιές της αμφιλύκης, χάσκει η απουσία κάποιων αδιόρατων μελών της άλλοτε οικογένειας. Άλλοτε επανέρχονται ως σκιές, άλλοτε χάνονται... Ησυχία... μόνο ο ήχος της βροχής και ο άνεμος που μπαίνει από τα γεμάτα χαραμάδες παράθυρα, δίνει αέναη μάχη να σβήσει το καντήλι... Μα αυτό σε πείσμα συνεχίζει να αχνοφέγγει... 



Στα χρόνια που ακολούθησαν ο πατέρας σου δεν ήταν πάντοτε διαθέσιμος... μερικές φορές για άλλους λόγους έλειπε έως και για 2 χρόνια... Όμως ήσουν μεγάλη και πήγαινες πλέον στο σχολείο... Εκεί είχες βρει έναν νέο κόσμο να ανοίγεται... Παρόλο που η δασκάλα ποτέ δεν σου φέρθηκε με αβρότητα, ήσουν η πρώτη μαθήτρια με διαφορά... Βέβαια εκείνα τα χρόνια τα κορίτσια δεν σπούδαζαν, έτσι η γιαγιά σου σε σταμάτησε από το σχολείο... Έπιασες δουλειά από τα 10 σου χρόνια... Υπηρέτρια, ξενοδουλεύτρα και όλες τις εργασίες που εκείνα τα χρόνια απευθύνονταν στις προσφυγοπούλες ή στα κορίτσια από τα χωριά...

Όμως η γιαγιά σου ήταν έξυπνη... Σκέφτηκε ότι έτσι δεν θα έκανες χαΐρι... Έτσι σου έκανε τη χάρη και σε έστειλε σε μια γειτόνισσα να μάθεις και ράψιμο... Εκεί έγινες μοδίστρα... Η κόρη της γειτόνισσας λίγο μεγαλύτερη από εσένα σε συμπάθησε... Απέκτησες την πρώτη φίλη σου, με την οποία άρχισες να κάνεις παρέα... Ήσασταν και οι δύο μελαχρινές αδύνατες πολύ όμορφες για την ηλικία σας... Αυτή σου δάνειζε και φορέματα από εκείνα των πελατισσών ώστε να ντυθείς κάπως καλά και να βγείτε έξω...

Ο προσφυγικός συνοικισμός δεν ήταν πάντα έτσι, όπως όταν μεγάλωνες. Κάποτε ήταν πιο όμορφος. Στην προκυμαία κοντά στη θάλασσα υπήρχαν παλαιά γραφικά πετρόσπιτα, άλλα γαλάζια, άλλα με τα χρώματα της ώχρας, με φροντισμένους κήπους με γαζίες, που περικλείονταν από μικρά περιβόλια με μουριές, καφενέδες, μπακίρια, φανάρια, όμορφες γλάστρες με λογής λογής λουλούδια. Όλα τα “έφτιαξε” η Θάλασσα στην οποία δούλευαν κυρίως οι άνθρωποι της περιοχής. Ύστερα θυμάσαι ένα βουητό... Η θάλασσα έχει μπει στο σπίτι ένα μέτρο... Μικροκαμωμένη όπως ήσουν σε έβαλαν πάνω σε ένα μπαούλο και ολοφύρονταν την τύχη τους. Νόμιζες πως σε ξέχασαν εκεί και κοιτούσες τα μαύρα νερά στο σκοτάδι... Σεισμός και η Θάλασσα θυμωμένη μέγαιρα ζητάει με τόκο πλέον όλα εκείνα που έδωσε στους ανθρώπους κάποτε. Και σηκώνει θεόρατα κύματα και πνίγει τον κόπο τους σε μια νύχτα. Γκρεμίζει τα σπίτια, σπάει στα βράχια τα καΐκια, πνίγει τον κόπο τους... Την άλλη ημέρα όλα τα όμορφα σπίτια, τρεις παράλληλοι δρόμοι μέχρι την προκυμαία, είχαν εξαφανιστεί... Η θάλασσα ξανατραβήχτηκε μετά από 6 μήνες, όμως τα γκρεμισμένα σπίτια έμειναν εκεί μάρτυρες της καταστροφής... 



Μια ημέρα τελείως άσχετη, εμφανίστηκε στο σπίτι σας εκεί, ο θείος σου που σε είχε σώσει μικρή. Καίτοι τον υπεραγαπούσες, αυτός ήταν κάπως απόμακρος. Σε παραξένεψε, αλλά δεν έδωσες σημασία αφού έπρεπε να τρέξεις όλη την ημέρα για να δουλέψεις για το μεροκάματο, κι ύστερα να βιαστείς για το ραφτάδικο. Έτσι δεν μπόρεσες να αντιληφθείς το σκοπό της επίσκεψης του Θείου. Βρήκε που κρύβατε τις οικονομίες σας για την προίκα σου, τις άρπαξε κι εξαφανίστηκε για πάντα... βλέπεις οι άνθρωποι είναι άγγελοι μα και δαίμονες μαζί... Το έμαθες αυτό στα 14 σου με τον χειρότερο τρόπο... Να σε κλέβουν και να σε προδίδουν οι δικοί σου άνθρωποι.

Μπορεί η ζωή να μην ήταν ρόδινη για εσάς τότε, όμως ήσασταν νέες και τα νιάτα σας έλαμπαν... Ύστερα ο καιρός πέρασε χωρίς να το καταλάβεις. Μεγάλωσες και γνώρισες κάποιον και άρχισες να βγαίνεις μαζί του... Ήταν ντόπιος... Μα ήσουν χωρίς προίκα... Όλα θα μπορούσες να τα συγχωρήσεις στον εαυτό σου, εκτός από το να τον εκβιάσεις με μια εγκυμοσύνη... Κι όμως ένεκα τα φτωχά μέτρα αντισύλληψης της εποχής, η εγκυμοσύνη αυτή ήρθε μόνη της... Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτε... πνιγόσουν... Εξαφανίστηκες, μα αυτός ήρθε και σε βρήκε...

Από εκεί αρχίζει μια ζωή σου την οποία δεν θα περιγράψω... Ίσως μόνο ένα στιγμιότυπο: Ένα απόγευμα εμφανίστηκε στη δουλειά σου ένας νέος κατάξανθος γαλανομάτης, λιγνός... Σε φίλησε και σου συστήθηκε ως ο αδελφός σου. Τον έβλεπες για πρώτη φορά στη ζωή σου, εξαιρέσει του παλιού παιδικού περιστατικού. Μαζί του έσερνε με το ζόρι μια μεγάλη γυναίκα που δίσταζε να σου μιλήσει ή να σε κοιτάξει στα μάτια... Μα χωρίς να σου πει τίποτε εσύ κατάλαβες ποια ήταν, αφού ήσασταν ίδιες κι απαράλλαχτες... σαν δυο σταγόνες νερό... για πρώτη φορά έβλεπες τη μητέρα σου...

Θυμάμαι σε ένα από τα μακρινά μου ταξίδια με το τραίνο στο παλιό αχανές ανατολικό μπλοκ, κάποιοι φρουροί που είχαν συλλάβει λαθρεπιβάτες. Τους είχαν ορθοστασία πολλές ώρες μπροστά στα μάτια μας για παραδειγματισμό, με αρκετή βία και προσβολές που όμως ήταν σε μια γλώσσα ακατανόητη για μένα. Θυμάμαι έντονα το βλέμμα τους που κοιτούσαν εμάς τους υπολοίπους επιβάτες του τραίνου. Και τι δεν θα έδιναν να ήταν ανάμεσά μας, εμάς τους κανονικούς, τους “φυσιολογικούς” που είχαμε εισιτήριο. Κάποτε, μόνο μια φορά στη ζωή σου, μετά από πολύ πίεση μου περιέγραψες πως πάντα είχες ένα συναίσθημα του λαθρεπιβάτη σε αυτή τη ζωή... 



Εδώ τελειώνει η εικόνα σου που ήθελα να αποδώσω... Δεν θα εναποθέσω άλλο γιατί δεν έχει άλλωστε και σπουδαία σημασία... Εκείνο που έχει σημασία είναι πως μας μεγάλωσες χωρίς να πάρουμε είδηση για όλην αυτήν την προηγούμενη ζωή σου, την οποία κράτησες ερμητικά κλειστή... μέσα σου... την εξόρισες στα βάθη του δικού σου νου να ζει στην αχλή της λήθης. Έτσι χρειάστηκαν χρόνια για να την ανακαλύψω από άλλες πηγές, να την βγάλω στην επιφάνεια και να την αποκωδικοποιήσω. Εσύ την κράτησες μέσα σου, αφήνοντας μας όλους απέξω για να μας προστατεύσεις... Δεν ξέρω αν ήταν σωστό ή λάθος, μάλλον για σωστό το βρίσκω κάνοντας τους αναστοχασμούς με όσα βρήκα όλα αυτά τα χρόνια... Μα μόλις έβγαλα στην επιφάνεια όλον αυτόν τον κόσμο σου ένιωθα να με πνίγει, έτσι θεώρησα ότι εγώ τουλάχιστον θα έπρεπε να τον βγάλω από μέσα μου... Ωμό κι ακατέργαστο σαν τις καμπανούλες ή τα θαλασσόκρινα που φυτρώνουν με πείσμα στα βράχια και  στις πέτρες των μαντρότοιχων...


Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

οριστικό αντίο στο φέϊσμπουκ

... και το γράφω στα ελλήνικος για να μην με βρίσκουν με την πρώτη τα ψαχτήρια τους... 

Στο φέϊςμπουκ ήμουν από τους πρώτους... Στις αρχές του μιλένιουμ, που βρέθηκα άνεργος και ψάχνοντας για δουλειά, το φέϊςμπουκ ήταν για μένα μια ευκαιρία να επανασυνδεθώ με φίλους, συμμαθητές από τη σχολή ή από παλαιότερες δουλειές, ώστε να μπορώ να στείλω σε κάποιους (μέσω email) το βιογραφικό μου...

...στα χρόνια που ακολούθησαν, όπου το Facebook έγινε Emperor της κοινωνικής δικτύωσης, κράτησα το λογαριασμό μου, αλλά δεν ήμουν από τους φανατικότερους... Κυρίως διάβαζα ή μάθαινα για φίλους μου, στα χρόνια που ήμουν στο εξωτερικό. Επιστρέφοντας και βλέποντας τη φενάκη του, το κράτησα μόνο για να δίνονται κάποια reunions μεταξύ ημών που είχαμε στο μεταξύ χαθεί...



Πρόσφατα κάποιος μάλλον είτε δεν του άρεσαν αυτά που γράφω, είτε άλλαξε γνώμη για μένα είτε ήταν απλά κακόβουλος, κατήγγειλε ή ας πούμε "ενημέρωσε" τους διαχειριστές για το λογαριασμό μου. Απλή καταγγελία απαιτείται, καμία άλλη τεκμηρίωση. Έκτοτε το facebook μου έχει μπλοκάρει το λογαριασμό, ζητώντας μου επίμονα τα προσωπικά μου στοιχεία καθώς και επίσημα δημόσια έγγραφα, τα οποία απαιτεί να σκανάρω, και να φαίνονται φωτογραφίες κοκ....

...Δεδομένου ότι το facebook δεν είναι κάποιος επίσημος κρατικός φορέας να έχει τέτοιες αρμοδιότητες, επί πλέον δεν έχει και τις ευθύνες που έχει ένας κρατικός φορέας, αν τα προσωπικά στοιχεία  κάποιου/ας δημοσιευτούν σε παράξενες ιστοσελίδες εκ των υστέρων ή του υποκλέψουν το όνομα και προβούν σε δανειοδοτήσεις κοκ....

...Δεδομένου ότι το facebook δεν είναι επίσημη έμπιστη οντότητα (πχ Δημόσια Κρατική Υπηρεσία, αναγνωρισμένος Διεθνής Οργανισμός κοκ), πιστεύω ότι είναι ανεύθυνο να αποστείλει κανείς εκεί τα στοιχεία του. Εκτός από ανεύθυνο είναι και επικίνδυνο, καθώς δεν εγγυάται κανείς την περαιτέρω χρήση των προσωπικών δεδομένων... 

...και για να μην μακρυγορώ ασκόπως και εμφανίζομαι ως γκρινιάρης, καλύτερα να "πάω πάσο" και να πω οριστικό αντίο στο συγκριμένο μέσο κοινωνικής δικτύωσης... 



...Goodbye old friend... True life is still outdoors...