Τα μάτια σου κοίταξαν με δέος για τελευταία φορά την τσιμινιέρα του σκουριασμένου Βαποριού «Ελπινίκη Κ», που μισοβουλιαγμένο σάπιζε στο Σκαραμαγκά. Είχες κάνει αμέτρητα ταξίδια με αυτό το σαπιοκάραβο, και τώρα γερασμένοι κι οι δυο μετράτε τις ώρες που σας φαίνονται ατέλειωτες… Μια φορά θυμόσουν κάτι Ταϊλανδέζους Ταμίλ, ψαράδες που είχαν σκοτώσει έναν καρχαρία και τον επιδείκνυαν στα αχόρταγα φλας των Τουριστών, ενώ ένας από δαύτους είχε βγάλει το σκούφο για να ρίξουν μέσα κάνα ψιλό… Θυμόσουν την στεντόρεια κι αγέρωχη φωνή ενός συμμαθητή σου στο Δημοτικό Ωδείο του Πειραιά, που σας πήγαιναν υποχρεωτικά με το ορφανοτροφείο… Τι γλυκές μελωδίες που τραγουδούσε η χορωδία… ίσως από τα λίγα γλυκά πράγματα που θυμόσουν όπως μου είχες πολλές φορές διηγηθεί από τα παιδικά σου χρόνια… Εκεί παιδιά που παίζατε στις αλάνες της οδού Ευαγγελιστρίας που τότε ήταν χωματόδρομος. Κατάξανθος και γαλανομάτης εσύ, λιανός τότε μα με ατρόμητο βλέμμα… Ύστερα ένα μαχαίρι που τράβηξε κάποιος άλλος και είπαν ότι το έκανες εσύ… Σε είχαν στην μπούκα, δεν είχες κανέναν «μεγάλο» να σε προστατέψει… Ήξερες ότι στην Ελλάδα του 60 δικαιοσύνες και τέτοια ήταν για λίγους… την έκανες στα καράβια… Όταν είσαι στην απέραντη ανοιχτή θάλασσα ο χρόνος μετράει αλλιώς… Πόσες και πόσες φορές δεν σε απαξίωσαν στη στεριά… Ακόμα κι εμείς οι «δικοί σου» άνθρωποι σε απαξιώσαμε αρκετές φορές…
Eσύ στεριά έβλεπες μόνο τη Θεσσαλονίκη, που ήταν μια λιγνούλα και μικροκαμωμένη με ξεπλυμένα ανοιχτογάλαζα μάτια… πόσο ταιριάζατε είχαν πει… της κρατούσες το χέρι και περπατούσατε στα λασπωμένα δρομάκια του Ντεπό… κοιτούσατε με δέος τους παραλήδες που μπαινόβγαιναν από την Αλλατίνη… Τι όνειρα να κάνατε άραγες… δύο μεροκάματα κι ένα σπιτάκι…
Λίγο πριν τη δικτατορία την ξαπόστειλαν μετανάστρια στη Γερμανία… Βάδη- Βυρτεμβέργη… Τα μάτια της έλαμπαν γιατί αυτή πίστευε πως θα βλεπόσαστε καλύτερα εκεί και χωρίς τα αδιάκριτα μάτια κανενός… Μα φευ…
Τα μπάρκα σου σε πήγαιναν μόνο στη θάλασσα της νότιας Κίνας… ούτε ένα καρτίνι πιο πάνω… Την τελευταία φορά που την είχες δει ήταν σε ένα μικρομάγαζο ψευτοταβέρνα κάπου στην παραλία… Είχε γυρίσει για λίγο να δει τους δικούς της, κι εσύ πήρες το νυχτερινό τραίνο και πήγες κατευθείαν αξημέρωτα στη Θεσσαλονίκη να την δεις… Ευτυχώς δεν είχες μπάρκο τότε… Που να ‘ξερες ότι αυτή η φορά ήταν η τελευταία… Αν το ήξερες θα την έπαιρνες μαζί σου για πάντα ή θα τα παρατούσες όλα και θα πήγαινες μαζί της… Είμαι σίγουρος ότι θα το έκανες, αλλά βλέπεις έλπιζες τότε και η θάλασσα έδινε λεφτά… Αυτή, λιανούλα, αρρώστησε εκεί πάνω στα κρύα και στη σκληρή εργασία και ανελήφθη στους ουρανούς λίγο πριν τα 1975 παίρνοντας μαζί της και τα λιγοστά λιγνά βηματάκια της όσα πρόλαβε να κάνει σε τούτον τον κόσμο… πόσο πολύ την Αγάπησες… με όλη τη σημασία της λέξης… στο συρτάρι σου έχεις ακόμη φυλαγμένα τα γράμματά της… Στο είπαν χαιρέκακα ότι τα «κακάρωσε η προκομμένη σου»… και εσύ θύμωσες τόσο που ποτέ δεν ξανακοίταξες άλλη γυναίκα… θαρρώ πως τα ‘βαλες με το Θεό…
Προσπάθησες να πνιγείς μα δεν τα κατάφερες… στη θάλασσα τουλάχιστον γιατί στη στεριά τα κατάφερες να πνιγείς κανονικά… Την ανεξήγητη γραφή της μοίρας σου δεν κατάφερες ποτέ να την σβήσεις… Μια φορά περπατούσες στη Σόλωνος, κι ένας καλοντυμένος και σοβαρός γέρος σου ζήτησε να πάτε ταξίδι στη Βρέστη, για να περάσετε μια εβδομάδα οι δυο σας. Σε παρακαλούσε για πάνω από ένα μήνα…Ως και τηλέφωνο είχε πάρει τον Γερο Καββαθά να σου κόψει το μπάρκο για να μείνεις ρέστος και να πέσεις στην ανάγκη του… Ήταν γνωστός στους κοσμικούς της τότε φανταιζί νυχτερινής Αθήνας… Μας έλεγες με γέλιο πικρό, ότι σου είχε βρει και δουλειά στον Πίτσο… Οι φίλοι σου σε είπαν κουτό που έχασες την ευκαιρία να βγεις στη στεριά… Ακόμη κι εκείνος που τον είχαν ξεχασμένο οι δικοί του στο Τζάνειο, κι εσύ σκαρφάλωσες στον 4ο από τα μπαλκόνια και μπήκες μεσάνυχτα να τον δεις… κι έκλαιγε σαν μικρό παιδί όλη τη νύχτα… Ούτε φίλο ξαναβρήκες…
θυμάσαι? κάποτε μου είχες πει πως όταν θα «φεύγεις» θα δώσεις του ουρανού μια χαρακιά όπως έλεγε και το τραγούδι και εγώ θα το δω στον ουρανό σαν πεφταστέρι όπου και να ‘μαι… «που να είναι τώρα αυτός ο συμμαθητής με τη στεντόρεια φωνή? Που τραγουδούσε τόσο όμορφα?»
Κάποια αποσπάσματα από τη ζωή του θείου μου, αδελφού της Μητέρας μου έτσι όπως μου τα έχει αποδώσει η μέστωση των χρόνων που έχουν περάσει, και η απόσταση από συναισθηματισμούς… Σήμερα καθηύδε (ηδέως?) για πάντα νικημένος από την αρρώστεια του...
Θα τον θυμάμαι πάντα όπως τον είχα αντικρύσει κάποτε, ψηλό, πολύ αδύνατο με τα κατάξανθα μαλλιά του και τα γαλαζοπράσινα μάτια του, να αντικρύζει μέσα από το κομοδέσιο το απέραντο πέλαγο και να καπνίζει... ταξιδεύοντας τις σκέψεις του σαν γλαροπούλια προς τις τρεις κατευθύνσεις του ορίζοντα...