Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

...οι γραμμές του τραίνου...





 
Στεκόταν ακίνητος, αμήχανος στη μέση του πεζοδρομίου, έρμαιος στα σπρωξίματα των βιαστικών περαστικών χωρίς να μπορεί ν’ αρθρώσει λέξη. Γύρω του ο πολύβουος θόρυβος της πόλης έσβηνε κάθε ελπίδα να προσπαθήσει να φωνάξει, ν’ ορθώσει τη φωνή του· η ζωή βλέπεις εκεί έξω συνεχιζόταν αμείλικτη κάτω από τις καυτές ακτίνες του ήλιου… Οι μόνοι που τον παρατηρούσαν εδώ και ώρα ήταν δυο κουτσοί ζητιάνοι στην άκρη του στενού πεζοδρομίου που έχοντας απλωμένα τα ξύλινα πόδια τους εμπόδιζαν τους περαστικούς. Αυτός τους έριξε μια φευγαλέα πλην ανήσυχη κάπως ματιά, και προχώρησε προς το άγνωστο περιπλανώμενος στους δρόμους της πρωτεύουσας… 


Η άσκοπη περιπλάνησή του, του θύμισε τότε που νέος αμούστακος ακόμη, ήρθε από την επαρχία να σπουδάσει… Ποιος να το ‘λεγε πως θα έφτανε μέχρι εκεί που έφτασε. Τελείωσε το Μαθηματικό, πήγε στρατό και μόλις γύρισε στην πρωτεύουσα κουκουλώθηκε την καλή του και διορίστηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών· διόριζαν αθρόα βλέπεις τότε… Συνετός και υπάκουος υπάλληλος που κοιτούσε τη δουλειά του, άφηνε αθόρυβα να αναπτύσσονται οι ικανότητές του, χωρίς να βαρυγκωμεί. Τα χρόνια κύλισαν και μ’ αυτά και η ζωή. Λίγο τα ιδιαίτερα γιατί ήταν δεινός μαθηματικός, λίγο οι Υπολογιστές που μπήκαν στην ζωή τότε και με τους οποίους τα κατάφερνε περίφημα, μπήκε ρευστό στην μπάνκα και η ζωή άρχισε να στρώνει. Με τη μηχανοργάνωση ιδρύθηκε ανεξάρτητη Διεύθυνση Μηχανοργάνωσης στο Υπουργείο και αυτός έγινε προϊστάμενος και σύντομα Διευθυντής. Οι κυβερνήσεις έπεφταν, αυτός εκεί ακλόνητος. «Απαραίτητος» έλεγαν οι προϊστάμενοί του, αλλά και ανάμεσα στους συναδέλφους του έχαιρε εκτίμησης και αναγνώρισης. Κέρβερος στο Υπουργείο των Εσωτερικών.

Μαζί ήρθαν και τα παιδιά, ένα σπίτι στα προάστια λιτό όχι τίποτε σπουδαίο, να συνοδεύσουν μιαν ήρεμη και άνετη ζωή που περιελάμβανε διακοπές πίσω στον τόπο καταγωγής του κι ένα εξοχικό σε κάποιο παραθαλάσσιο κοντινό χωριό. Ήταν μάλλον ήρεμος και άρχισε να ζορίζεται μόνο όταν μεγάλωσαν τα παιδιά του, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που απαιτούσαν ακριβές σπουδές κι εκπαίδευση. Και φυσικά η συνήθης πατρική αγωνία για το που θα εργαστούν. Για το κορίτσι, είχε κάνει τα σχέδιά του. Χωρίς άλλο, θα το έπαιρνε στο Υπουργείο, κοντά του…

Λένε ότι αν θέλεις να κάνεις το Θεό να γελάσει, κάνε σχέδια για το μέλλον σου… Έτσι και μιαν ωραία πρωία έκανε την εμφάνισή της η κρίση, που απρόσμενα και σάρωσε τα πάντα. Στην αρχή κράτησε κάπως το πράγμα, ύστερα όμως οι καταστάσεις έγιναν ανεξέλεγκτες. Μοιραία ήρθαν και οι απολύσεις στον στενό Δημόσιο Τομέα. Αυτός συνέχισε να κοιτάει τη δουλειά του, καθοδηγώντας και τους υφιστάμενούς του να πράττουν το ίδιο. Ώσπου ένα μεσημέρι στις 20 Ιουλίου, παρέλαβε από τη γραμματέα του μια κλειστή επιστολή. Ανοίγοντάς την με έκπληξη διάβασε ότι ο Υπουργός αποφάσισε να κλείσει ολόκληρη τη Διεύθυνση, κι ως εκ τούτου, όλοι ανεξαιρέτως ευσυνείδητοι και ασυνείδητοι, εργατικοί και τεμπέληδες ήταν υπό απόλυση. Στην αρχή νόμισε ότι ήταν φάρσα. Μέσα του πίστευε πως η πληροφορική μηχανοργάνωση ήταν «το τελευταίο προπύργιο του Υπουργείου που θα πέσει» έτσι ορμήνευε τους υπάλληλούς του… Όντας βέβαιος ότι κάποιο λάθος έχει γίνει, βγήκε οργίλος από το γραφείο του… «Να δεις αυτοί οι ηλίθιοι της Διεύθυνσης Προσωπικού τα έχουν κάνει θάλασσα». Στο διάδρομο υπήρχε σούσουρο και ψίθυρος. «Στις δουλειές σας γρήγορα!» τους φώναξε αυστηρά… Ένας αρχιμηχανικός του ανταπάντησε: «ποιες δουλειές μας κύριε Διευθυντά? Εδώ βουίζει ο τόπος!». «Εμείς στην εργασία μας!» του ανταπάντησε αυτός με σοβαρό τόνο. Βγαίνοντας από το κτήριο όμως ήρθε τετ α τετ με τον οδηγό του. «Σας τελείωσε ο Υπουργός» του είπε αμείλικτα ο οδηγός. «Το τσογλάνι!» μονολόγησε αυτός από μέσα του για τον οδηγό του. «Εγώ του φέρθηκα με το σεις και με το σας αντί να το βάλω να τρέχει, και κοίτα γλώσσα». Ο Οδηγός όμως συνέχισε με το ίδιο θράσος: «Σας πετάνε στο δρόμο Διευθυντάκο μου! Στα ‘λεγα, δεν στα ‘λεγα?»… χμ «όλοι εκ των υστέρων τα λέγανε…» μονολόγησε αυτός ειρωνικά…


Εντούτοις είχε πέσει από τα σύννεφα… Στους πιο τρομακτικούς εφιάλτες του, τέτοιο σενάριο δεν το είχε φανταστεί… Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ένεκα της κρίσης φοβόταν για τα παιδιά του, μην τους τύχει τίποτε κακό, για τη δουλειά του όμως ποτέ δεν είχε ανησυχήσει ή φανταστεί κάτι τέτοιο… Η απόλυση ήταν γεγονός. Του ήρθε και μια προσωπική επιστολή που τον ευχαριστούσε για την προσφορά του στο Υπουργείο τα τελευταία 25 χρόνια και του ζητούσε ν’ αδειάσει τη θέση και να παραλάβει όλα τα προσωπικά του αντικείμενα μέχρι τις 30 Ιουλίου. «Τα σκατόπαιδα! Θέλουν να τους αδειάσω και τη γωνιά αμέσως!». Προσπαθούσε να φανταστεί γιατί αυτό είχε συμβεί σε αυτόν. Μήπως είχε αντιμιλήσει σε κάποιο από τα τσιράκια του Υπουργείου? Μπα! Γενικά ήταν ευγενικός με όλους, δεν είχε με κανέναν ιδιαίτερα προηγούμενα! Ίσως για εκείνη την προμήθεια τόσων Η/Υ και της αναβάθμισης του κέντρου μηχανοργάνωσης? Μα είχε βρει την οικονομικά προσφιλέστερη λύση και αν είχε κάνει και οικονομία στο υπουργείο! Μήπως αυτό ήταν η αιτία? Μήπως οι ανταγωνιστές ήταν με το μέρος του Υπουργού κι αυτός κάνοντας οικονομία τους είχε ζημιώσει? Έπαιζαν διάφορα σενάρια στο μυαλό του και προσπαθούσε να καταλάβει γιατί αυτό συνέβη σε εκείνον… Τον έβρισκε σε μια δύσκολη στιγμή αυτή η απόλυση. Τα έξοδα είχαν αυξηθεί, η κρίση βλέπεις είχε βρει την οικογένεια να έχει κάνει ανοίγματα και να έχει πάρει δάνεια… «Όχι σίγουρα ήταν κάποιο λάθος»…


Πήγε να βρει τον προσωπάρχη, ιδιαίτερο του Υπουργού και φίλο του κόμματος. «Δεν βαριέσαι!» του είπε αυτός… «Έγιναν οριζόντιες απολύσεις κατόπιν κυβερνητικής σύσκεψης. Η επιλογή της Διεύθυνσής σου έγινε σχεδόν τυχαία… Εγώ προσπάθησα να την σταματήσω, αλλά δεν μπόρεσα να τα καταφέρω! Ο Υπουργός το είχε αποφασίσει!». Δεν είχε που να πάει… Γύρισε στο γραφείο του και το μάτι του έπεσε σε μια πλακέτα που του την είχε παραδώσει ο ίδιος ο Υπουργός ένα μήνα πριν, ως αναγνώριση της πολύχρονης και σημαντικής προσφοράς του… Του ήρθε αναγούλα… Βγήκε από το γραφείο του και πέρασε στο διπλανό κτήριο, στη Διεύθυνση Προσωπικού… Εκεί είχε το μόνο φίλο που ήταν μαζί από το Πανεπιστήμιο και ήταν Διευθυντής της αντίστοιχης Διεύθυνσης… Έλειπε… Στους διαδρόμους και το κυλικείο, οι υπάλληλοι ήταν μες την τρελή χαρά… Σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό… Δεν μπορούσε να πιστέψει στην απάθεια των συναδέλφων του… Κι αν είχε εξυπηρετήσει τόσους και τόσους από εκεί χάρη στη γνωριμία του με τον Διευθυντή τους… Οι περισσότεροι τον γνώριζαν… Απέστρεφαν το βλέμμα καθώς περνούσε από μπροστά τους… Έφτυναν στον κόρφο τους πίσω του… 


Έφυγε αφήνοντας αμάζευτο το γραφείο του, σχεδόν ξεκλείδωτο… Δεν πήγε σπίτι του. Έλιωσε στον ποδαρόδρομο από Υπουργείο σε Υπουργείο, από ιδιαίτερο σε έμπιστο και σύμβουλο… Προσπάθησε να συναντηθεί με δύο συμμαθητές του, της Κυβερνήσεως που ήταν βουλευτές… Με τον έναν μίλησε στο τηλέφωνο… «Δεν γίνεται τίποτε… του είπε αυτός απρόσωπα… Το όλον πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως του Δημοσίου Τομέα, επιμελείται ο ίδιος ο πρωθυπουργός… Και ο ίδιος ο Υπουργός να ήθελε να σε κρατήσει, δεν μπορεί… σε διαβεβαιώνω…». Δεν του έλεγαν τίποτε αυτά τα λόγια… Στα πλακάκια του πεζοδρομίου, ο ήλιος έκαιγε… Ο κόσμος γύρω του, περαστικοί, βιαστικοί να προλάβουν τις δουλειές τους… «Κοίτα να δεις», σκέφτηκε… «Όλοι αυτοί έχουν τουλάχιστον δουλειές»… Φορούσε το καλό του το κοστούμι. Εχθές μόλις όλους αυτούς τους έβλεπε αφ’ υψηλού, αυτός ήταν κοτζάμ Διευθυντής ολόκληρης Διεύθυνσης Υπουργείου, και τι, της πιο σημαντικής… Τώρα και τι δεν θα έδινε να ήταν ένας από αυτούς εκεί τους μεροκαματιάρηδες να έχει οργανώσει έτσι τη ζωή του, ώστε να μην δίνει δεκάρα για το τι λέει ο κάθε Υπουργίσκος…

Δεν τολμούσε να πάει σπίτι του… Το πέρας ωραρίου είχε παρέλθει προ πολλού… Θα ανησυχούσαν, αλλά αυτός δεν νοιαζόταν πλέον… Προχώρησε αμίλητος, σκεφτικός… Για πρώτη φορά είχε χρόνο και παρατηρούσε τα πάντα γύρω του, όλες εκείνες δηλαδή τις μικρές λεπτομέρειες, που όλα του τα χρόνια προσπερνούσε αδιάφορος, βιαστικός… Παραπόρτια στις προθήκες καταστημάτων, το ανήσυχο πέρα δώθε δύο θρεμμένων περιστεριών που βρώμιζαν ένα παγκάκι, θαμώνες σε ένα καφενείο που ατένιζαν αμέριμνοι το άπειρο, γραίες που έσερναν με κόπο καρότσια με ψώνια, μια σάπια μαρκίζα από την οποία έμπαινε άπλετο το φως παιχνιδίζοντας γεωμετρικά σχήματα στο πεζοδρόμιο, η δημοτική κρήνη για να ξεδιψάσουν οι περαστικοί… Πως δεν τα είχε παρατηρήσει από πριν αυτά?… «Μήπως να έφταιγε εκείνη η εξαδέλφη του που είναι συγγενής εξ’ αγχιστείας με τον Υφυπουργό?»… Ποτέ δεν τη χώνεψε και της το έδειχνε κατάμουτρα… «Σίγουρα αυτή η σκρόφα θα φταίει»… Ήταν ολοφάνερο δεν είχε που να πάει πλέον… Με την κρίση, δεν είχε τίποτε άλλο πέρα από αυτή τη δουλειά, ενώ η πιάτσα έξω είχε γεμίσει ανέργους, δεινότατους μαθηματικούς και επιστήμονες της πληροφορικής που ασμένως θα έκαναν τα γκαρσόνια ή και τους λούστρους γιατί όχι? Ήταν σε απόγνωση δεν χωράει αμφιβολία…


Προχώρησε προς τον Ηλεκτρικό… στις σκάλες ζητιάνοι και μουσικοί του δρόμου, του υπενθύμιζαν τον χειρότερό του εφιάλτη… Να καταντούσε σαν κι αυτούς? Έρμαιο των πιο τιποτένιων μαφιόζων που τους στήνουν εκεί? Κατέβηκε τα σκαλιά… «Στη βράση κολλάει το σίδερο» μονολόγησε… πλησίασε προς το τέλος της αποβάθρας, από την πλευρά που θα εισερχόταν το τραίνο στο σταθμό. «Αυτή δεν φωτίζεται καλά… χωρίς αμφιβολία, ο οδηγός δεν θα προλάβει να με δει… ούτε κι εγώ θα καταλάβω τίποτε… σε κλάσματα δευτερολέπτου θα γίνουν όλα…. Αρκεί να μην δειλιάσω»… σκεφτόταν σχεδόν μηχανικά, έχοντας πάρει πλέον τη μεγάλη απόφαση να μην σταθεί υπόλογος σε κανέναν, ούτε στον εαυτό του… Πριν τον φέρει ο δρόμος εδώ σκεφτόταν τα παιδιά του, τη φτώχια τους, τις σπουδές τους που θα κόβονταν απότομα… Τη γυναίκα του που την είχε τόσο απογοητεύσει στην κοινή ζωή τους… Προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει που να πήγε όλη αυτή η αγάπη και ο έρωτας που είχαν στα νιάτα τους. Ατρόμητοι, νευρώδεις κι οι δυο, γκρέμιζαν κάθε τι που θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στο δρόμο τους. Και χωρίς μέσα… Θυμόταν που με ένα σάπιο φιατάκι 127 γύριζαν όλη τη χώρα τότε… ούτε κλιματισμός, ούτε ανέσεις ούτε τίποτε… Κάτω από τον καυτό ήλιο μες τη ζέστη, έμπαιναν μέσα 4, μερικές φορές και 5 νοματαίοι… Να είχε τώρα λίγη μόνο από εκείνη την αστείρευτη δύναμη των νιάτων του… και λίγη, να μόλις τόση δα από την αφοβησιά τους… Και η γυναίκα του? Πως είχε μετατραπεί έτσι ευάλωτη, νευρική και κακότροπη? Που ήταν εκείνη η ανεμελιά της? Εκείνο το πανέμορφο χαμόγελό της, το πιο όμορφο του κόσμου, που γαλήνευε κάθε αποτυχία του ή ζημιά που έκανε? Τώρα μια γκριμάτσα απογοήτευσης έβγαζαν ο ένας στον άλλον… Σαν να ήθελαν να αποφύγουν να μετρηθούν με τον εαυτό τους, με την αλήθεια… Και ποια αλήθεια? Την αγαπούσε, κι αυτή τον αγαπούσε δεν χωράει αμφιβολία… μόνο που είχαν ξεθωριάσει κι οι δυο πλέον…

Πλησιάζοντας στο σταθμό, από το δρόμο περνούσε μια κουστωδία γιγάντιων αυτοκινήτων, θωρακισμένων, που συνόδευε κάποιο κυβερνητικό στέλεχος, ίσως έναν υπουργό. Τόσα έξοδα για να μετακινηθεί ένας Υπουργός… Φευγαλέες του ήρθαν κακές σκέψεις, όμως δεν ήταν καμωμένος για κάτι τέτοιο… δεν ήταν ικανός να κάνει κακό σε κανέναν άλλον πέρα από τον εαυτό του… Δεν τον εξίταρε ούτε τον ερέθιζε το να καταστρέφει ή να κάνει κακό… απαξιούσε το κακό γύρω του, το περιφρονούσε… του άρεσε η δημιουργία και νοσταλγούσε που κάποτε είχε αστείρευτη δύναμη για να δημιουργεί… Τώρα αισθανόταν τελείως αδύναμος, σαν να είχε παραλύσει… Ένιωθε σαν τα αγρίμια στην έρημο, που εξαντλημένα ρίχνουν τελευταίες ματιές απελπισίας στα αδίστακτα όρνεα που πετούν από πάνω τους…
Κατέβηκε αργά τα σκαλιά του σταθμού… Για δες! Τόσα χρόνια τα κατέβαινε πάντα βιαστικά κάνοντας μάλιστα και ελιγμούς για να προλάβει τι… Τώρα μόλις που έσερνε τα βήματά του… Έφτασε στην άκρη της αποβάθρας, άνοιξε το πορτάκι και διαλανθάνοντας της προσοχής όλων εκεί, πέρασε στο σκοτεινό μη φωτιζόμενο τμήμα της… Κανείς δεν τον πρόσεξε… «Ούτε κι εδώ…» σκέφτηκε… Ακούστηκε ο αυξανόμενος ήχος του τραίνου που πλησίαζε, και αυτόν τον έλουσε κρύος ιδρώτας… «Πρέπει να φανείς δυνατός», είπε στον εαυτό του… Ο Ήχος ολοένα δυνάμωνε και πλούταινε συμφύροντας διαπεραστικούς ήχους μετάλλων που τρίβονται… Φάνηκαν οι εκτυφλωτικοί προβολείς… Κρύφτηκε σε μια εσοχή έτοιμος να πάρει φόρα και να πέσει στις γραμμές… Το τραίνο ήταν τώρα κοντά, αλλά είχε ακόμη αρκετή ταχύτητα, προκειμένου να φθάσει ως την άλλη μεριά στο τέλος της αποβάθρας… Έκλεισε τα μάτια του και πήρε φόρα με δύναμη να πηδήξει…



Ήταν στον αέρα σχεδόν αντάμα με το Χάρο, όταν ένα χέρι τον τράβηξε με δύναμη πίσω στην εσοχή… Ακούστηκαν οι στριγκές του τραίνου καθώς φρέναρε για να πλασαριστεί στην αποβάθρα… Ένα άλλο χέρι, ίδια χεροδύναμο με εκείνο που τον έσωσε, του έγνεφε να κάνει ησυχία… Ήταν ένας Μαύρος κρυμμένος στην εσοχή, κι έτσι όπως ήταν ρακένδυτος δεν τον είχε δει πριν… Μόλις το τραίνο έφυγε και η αποβάθρα έμεινε άδεια από κόσμο, ο Μαύρος του χαμογέλασε… Σπαστά του είπε: «τι πήγες να κάνεις αδέρφι? Το σκέφτηκες καλά?» Αυτός πήγε να του φωνάξει (φορούσε ακόμη το καλό του το κοστούμι και περνιόταν ακόμη για κάποιος σημαντικός), αλλά σταμάτησε… Αντ’ αυτού άρχισε να κλαίει… Ο Μαύρος τον τράβηξε από την εσοχή πίσω σε ένα τυφλό δωμάτιο γεμάτο μπάζα και σκουπίδια… «Κάτσε του είπε»… Έβγαλε ένα μπουκάλι ουίσκι αμφιβόλου ποιότητας και του έδωσε να πιεί… Αυτός ήπιε μια γερή γουλιά να πάρει θάρρος… 


«Έτσι μπράβο!» είπε ο Μαύρος που χαμογελώντας άστραφταν τα δόντια του… Αυτός έμενε εκεί αμίλητος αποσβολωμένος… Ο Μαύρος συνέχισε: «Ξέρεις ήμουν κι εγώ στη θέση σου…Ίσως όχι τόσο σπουδαίος, αλλά όπως και να το κάνεις ήμουν κάποιος… Είχα σπίτι, εξοχικό, τρία κουτσούβελα, γυναίκα-γυναικάρα, περνούσε και αναστέναζαν τα πλακάκια… Η κρίση με έριξε στους τοκογλύφους, μου τα πήραν όλα κι η κυρά μου έφυγε, με παράτησε και πήγε πίσω στους δικούς της στην άλλη άκρη της χώρας… Είπα να πάρω το τραίνο να τους βρω, μα ήρθα εδώ για να κάνω αυτό που μόλις προσπάθησες προ λίγο…». Ο Άστεγος ήπιε κι αυτός μια γερή γουλιά από το μπουκάλι και ύστερα άναψε τσιγάρο, μιαν άθλια γόπα δηλαδή… Η κλεισούρα μύριζε έντονα σε εκείνο το μπετονένιο άθλιο γεμάτο σαπίλα δωμάτιο… Φαινόταν ως να έχει μείνει εκεί μέσα χρόνια… «Είμαι εδώ κρυμμένος από τον κόσμο κάνα χρόνο και κάτι…» μονολόγησε ρουφώντας δυνατά το τσιγάρο… Ο Άλλος του πήρε το μπουκάλι, ρούφηξε μια γερή γουλιά… «Και πως δεν ‘έφυγες’… εννοώ πως και δεν προέβης στο απονενοημένο διάβημα?»… 

-«Με έσωσε ο προηγούμενος ‘κάτοικος’ αυτού του δωματίου, σαν τώρα καλή ώρα εγώ εσένα…» είπε ο έγχρωμος συνομιλητής του, και συνέχισε: «Με το που με φρέναρε στην πορεία μου στο θάνατο, σαν να πάγωσαν όλα… Ο χρόνος πάγωσε, η ζωή μου πάγωσε… ήμουν ζωντανός νεκρός, αλλά ταυτόχρονα δεν ήθελα πλέον να ξαναδώ τον κόσμο… Εκείνος με το που με έσωσε σηκώθηκε κι έφυγε, δεν τον ξαναείδα… Κόλλησα εδώ ανήμπορος να κουνηθώ, να κάνω κάτι στη ζωή μου άλλο… Έτσι κι αλλιώς αν κρυβόμουν για 3 χρόνια θα με κήρυσσαν αγνοούμενο και ίσως οι δικοί μου να έπαιρναν κάτι από την Ασφάλεια Ζωής που είχα κάνει τότε που ήμουν κάποιος…». «Όμως ο καιρός πέρναγε χωρίς να κάνω κάτι… μόνο φυτοζωούσα εδώ αποσβολωμένος… Μα μόλις σε είχα σήμερα το πρωί, ο κόσμος μου φωτίστηκε ξαφνικά αδέρφι… Ναι που σου το λέω…»
-Ο Άλλος ρώτησε: «Δεν ήρθε κανείς πριν από μένα?»
-«Εκατοντάδες… Μα δεν το τόλμησαν… Τους διαβάζω κρυμμένος από εδώ ποιος είναι ικανός και ποιος δεν είναι… εσένα μόλις σε είδα με το κοστούμι αμέσως κατάλαβα ότι είσαι ο άνθρωπός μου… Στην αρχή σκέφτηκα χαιρέκακα, να σε δω να πεθαίνεις έστω και από περιέργεια να σε δω να σε κομματιάζουν οι γραμμές του τραίνου. Μα μετά ο νους μου άρχισε να δουλεύει και μου κόλλησε μια σκέψη που δεν μπορούσα με τίποτε να διώξω… Είδα σε σένα, δηλαδή έναν κουστουμαρισμένο και ξιπασμένο λιμοκοντόρο, τον μεγάλο μου γιό… Αν ερχόταν σε αυτή τη θέση κι εγώ ήμουν ήδη νεκρός? Στην απέναντι αποβάθρα στέκεται συχνά μια καλντεριμιτζού… Κι αν από τη φτώχια εξωθήσουν την κόρη μου σε πουτάνα τίποτε νταβατζήδες? Πως θα την βοηθήσω αν έχω εξαφανιστεί? Πως θα μπορούσα να βοηθήσω αν τους συμβεί κάτι στο μέλλον? Έπρεπε να τελειώνω με αυτές τις αηδίες -έδειξε το δωμάτιο- και να είμαι παρών στη ζωή τους, τουλάχιστο να τους σώσω αν τους βρει κάνα κακό… Με τούτο και με τ’ άλλο άρχισα να σε συμπαθώ… Κι έτσι είπα να σε αποτρέψω να πεθάνεις, όπως ακριβώς μου το είχαν κάνει κι εμένα… Ξέρεις τώρα με απελευθέρωσες κατά κάποιον τρόπο και θα φύγω… Θα πάω να βρω τους δικούς μου… Να είμαι εκεί γύρω, κοντά τους… Κι ας μην με θέλουν που είμαι απένταρος… να είμαι εκεί κρυμμένος να βλέπω… κι αν κάνει την εμφάνισή του κανένα κακό, να βρει εμένα κι όχι αυτούς…»
-«Δηλαδή αν δεν ερχόμουν?» ρώτησε ο άλλος κι ο Μαύρος απάντησε:
-«Δεν ξέρω.… ότι και να έχεις, ότι και να σου συμβαίνει τίποτε δεν είναι χειρότερο από αυτό εδώ αδέρφι… Και πίστεψέ με… μπορείς να το αντέξεις… και δεν μπορεί, κάποιος δικός σου θα υπάρχει εκεί έξω που να σε ενδιαφέρει… και ίσως αύριο μεθαύριο να έχει ανάγκη από βοήθεια… Τι θα γίνει αν εσύ είσαι στα θυμαράκια? Αν σου δοθεί η ευκαιρία-χάρισμα το λέω εγώ- να τον βοηθήσεις, τότε αποκτάει και νόημα η ίδια η ύπαρξή σου… Να είσαι εκεί δίπλα τους… προστάτης τους πραγματικός… Ξέρεις τώρα μόλις τα κατάλαβα κι εγώ αυτά τα πράγματα… Παράξενο πράμα η ζωή ε?» Ο Μαύρος μιλούσε και τα μάτια και τα δόντια του έλαμπαν στο ημίφως… 

Ο Άλλος τον παρατηρούσε τώρα στο μισοσκόταδο και χωρίς αμφιβολία φαινόταν ότι κάποτε υπήρξε καλοβαλμένος…Αντίθετα, για τον προηγούμενο εαυτό του, εκείνον που «σκοτώθηκε» στην αποβάθρα σκεφτόταν υποτιμητικά … Τώρα χάρις σε τούτον εδώ, έναν ανέλπιστο ναΐφ άνθρωπο που εμφανίστηκε ως κεραυνός εν αιθρία, είχε ξαναγεννηθεί, είχε γίνει ένας νέος άνθρωπος… Αγκάλιασε τον Μαύρο, τον ευχαρίστησε… «Είθε ο Θεός ή η Μοίρα αν θέλεις, να σου το ανταποδώσει…» του είπε…

Έφυγε με βιαστικά βήματα για το σπίτι του, τους δικούς του… τη νέα του ζωή… δύσκολη ίσως, αλλά ζωή… Και θα ήταν εκεί δίπλα τους κι όχι απών, είτε το ήθελαν είτε όχι… Ξαφνικά από αδύναμος που ήταν αισθανόταν μέσα του μιαν αστείρευτη δύναμη, την οποία δεν μπορούσε να εξηγήσει… Πάντως χωρίς άλλο θα συνέχιζε… και το έκανε… συνέχισε… 

Όσο κι αν φαίνεται απίστευτη η παραπάνω ιστορία είναι πέρα για πέρα πραγματική… Συντελέστηκε το 1976 σε κάποια γωνιά των ΗΠΑ… Ο πρωταγωνιστής πέρασε πολύ δύσκολα, αλλά κατόρθωσε να ορθοποδήσει, συνήλθε και δεν άργησε να ξαναβρεί τη γαλήνη ανάμεσα στους δικούς του ανθρώπους… Μακριά από τις καριέρες, τους τίτλους και τις φενάκες που μέχρι τότε είχε στήσει στη ζωή του… Μόνο ανάμεσα στους δικούς του ανθρώπους… Τους οποίους κυριολεκτικά έσωσε αρκετές φορές στις επόμενες δεκαετίες και κατόρθωσε να συγκρατήσει ώστε να μην σκορπίσουν, ούτε να χαθούν… Έφυγε πρόσφατα υπερπλήρης ημερών, και μέχρι τις τελευταίες του στιγμές μονολογούσε για εκείνον τον άγνωστο φύλακα άγγελό του που του χάρισε τη νέα του ζωή και του έδειξε έναν νέο δρόμο… 


"...κατῆλθεν μέχρις Ἄδου ταμείων..."

Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Τα καπέλα της Rouen...



 
... ήταν μετά από μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή μου... μερικές φορές οι όποιες επιτυχίες μας έρχονται με ένα τίμημα, που σε μένα ήταν τότε να το πληρώσω μένοντας μόνος μου, από επιλογή μου... Όχι ότι οι επιτυχίες συνεχίστηκαν, αντίθετα απανωτές αποτυχίες ήταν η συνέχεια του σήριαλ, σε ποικίλα επίπεδα... σχεδόν ένιωθα ότι έπρεπε να αποτυγχάνω σε όλα για να είναι σε όλους τους γύρω μου τα πράγματα ήρεμα... όποτε πετύχαινα κάτι γύρω μου οι άλλοι καταστρέφονταν, στο βαθμό που αυτό μου είχε δώσει μια παράξενη ψυχολογία αλλά και μιαν αδιόρατη ενοχή, για κάτι που ίσως να έφταιγα εγώ και να συνέβαινε σε κάποιο παράλληλο σύμπαν...

Η Ελλάδα τότε ήταν ήρεμη... όχι απροβλημάτιστη, αλλά σε σχέση με το τωρινό παρόν της θα την αποκαλούσα "ευλογημένο τόπο". Το ίδιο και η Αθήνα... Στη δουλειά, τα πράγματα ήταν δύσκολα αλλά αντιμετωπίσιμα. Ο κόσμος γύρω μου άλλαζε, οι παρέες σκόρπιζαν κυνηγώντας ατομικά όνειρα, ελπίδες, χίμαιρες, ότι είχε βάλει ο καθένας στο νου του... 

Βγήκα με μια παρέα που με τράβηξε σε ένα πάρτυ. Το σπίτι που γινόταν το γεγονός ήταν τεράστιο, πολύ μεγάλο για να αποτελεί μια απλή κατοικία, με πολλά extravagant παραφερνάλια, σημειολογικά ίσως μιας εποχής άλλης περασμένης σήμερα... Η προσέλευση ήταν τόσο αθρόα που έκανε το πάρτυ να μοιάζει περισσότερο με φιλανθρωπικο γκαλά, ενδεικτικό ίσως των επιτυχημένων και εκτεταμένων δημοσίων σχέσεων του ιδιοκτήτη... Ελάχιστοι γνωρίζονταν μεταξύ τους και υπήρχε μια διάχυτη τάση για εκτόνωση... Ήταν και βράδυ Παρασκευής, και για πολλούς από εμάς, άλλου ενός υποσχόμενου πλην απέλπιδου για τα νιάτα μας σαββατοκύριακου... 


Χάθηκα μέσα στο πλήθος κι αντάλλαξα διάφορες χαιρετούρες και ρηχές συζητήσεις, κρατώντας αμήχανα τα διαδοχικά ποτήρια της βότκας με έναν τρόπο που πρόδιδε ότι βαριόμουν αφάνταστα... Την προσοχή μου τράβηξε μιαν ασυνήθιστη παρέα, κάπως πιο αλλόκοτη και ελευθεριακή από το υπόλοιπο πλήθος, που  μπροστά τους φαινόταν ακίνητο, παγωμένο με το ποτό στο χέρι, υποκρινόμενο ίσως μια πόζα με καλό προφίλ... Ήταν μια παρέα Γάλλων, αγόρια και κορίτσια τελειόφοιτων που ήταν στην Αθήνα για εκπαιδευτική εκδρομή. Το είχαν ρίξει στα ποτά, τα οποία έπιναν ασταμάτητα... Μετά από τις πρώτες συζητήσεις που εξασκούσα και τις ξένες γλώσσες, βρέθηκα ξαφνικά μπροστά σε δύο κορίτσια συνεσταλμένα κάπως, τα οποία εμφανίστηκαν ως δια μαγείας ξαφνικά μπροστά μου... ήταν κάπως συνεσταλμένα, πλην πανέμορφα... Καθώς φαινόμουν λιγάκι ντροπαλός η συζήτηση μάλλον πρέπει να ξεκίνησε περί ανέμων και υδάτων ώστε μετά από δυό τρεις ατάκες η μία εκ των δύο η πιο θαρραλέα ίσως να την έκανε αλά γαλλικά... Η άλλη κοπέλα με άκουγε σιωπηλή κι όταν επιτέλους άρχισα κι εγώ ν' ακούω τον εαυτό μου, της ζήτησα συγνώμη και ρώτησα αν θα μπορούσα να ξεκινήσω τη συζήτηση από την αρχή... Χαμογέλασε δέχτηκε ευγενικά κάνοντας μου τη χάρη και καθήσαμε κάτω σε ένα χαμηλό καναπέ όπου απελευθερωμένη πλέον, η συζήτηση ξέφυγε από αυτά που συζητάει κανείς σε τέτοιες περιπτώσεις... 





Τα κοινά μας ενδιαφέροντα, ορίζοντες και προβληματισμοί καθώς και τα προσωπικά μας συνεπήραν, πράγματα που εγώ σε συζητήσεις δύσκολα θα φορτωνόμουν σε άλλους... Τώρα ξαφνικά εκεί ένιωθα την ασφάλεια ότι θα μπορούσα να τα εξωτερικεύσω χωρίς πρόβλημα... Και δεν ήταν ότι ήταν μιαν άγνωστη και δεν κινδύνευα να εκδηλώσω το ότι ήμουν ευάλωττος... ήταν η ίδια που μου το ενέμπνεε καθώς από μέσα της έβγαινε κάτι το στέρεο και οικείο...  Μου το πέταξε στα μούτρα και αυτή. "Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί κάθομαι και σου αραδιάζω όλα αυτά!". Χαμογέλασα και η Στεφανί, γιατί έτσι την έλεγαν, μου έπιασε το χέρι... Καθήσαμε ώρες εκεί, ώσπου η παρέα της αλλά και η δική μου που στο μεταξύ είχαν συγχρωτιστεί ζητούσαν αλλαγή, να φεύγαμε από εκεί. Ξέραμε ένα καλό μπαρ, οπότε εγκαταλείψαμε το πάρτυ ασμένως...

Η φίλη της μου παραπονέθηκε για έναν μαλάκα που της έκλεψε το καπέλο της... δεν τον έβρισκε πουθενά και από την περιγραφή κατάλαβα πως επρόκειτο πράγματι για έναν τέτοιον... Της είπα να μην ανησυχεί καθώς από μέσα μου σκέφτηκα ότι "ένας μαλάκας έκλεψε ένα καπέλο, ενώ ένας άλλος θα μπορούσε να δώσει ένα άλλο, έτσι πάνε αυτά τα πράγματα". Λογικά θα ζητούσα από τη Στέφανι να με συνοδεύσει με τη μηχανή, όμως εκείνη την ώρα και οι δύο αισθανθήκαμε ότι έπρεπε να συνοδεύσουμε άλλους που ήταν χάλια από τα ποτά. Τους έβαλα σε δυό ταξί, έδωσα τη διεύθυνση στους οδηγούς και πήρα με τη μηχανή έναν φίλο τους Γάλλο που ήταν μακράν ο πλέον πιωμένος, πλην στιβαρός. 


Πάρκαρα έξω από το σπίτι μου... Ο άλλος δίκαια αναρωτήθηκε που ήμασταν, με μια κρυφή λάμψη στα μάτια του πως ίσως και να ήμουν αρκετά κουλ ώστε να εμφανιστώ με χόρτο... Προς απαγοήτευσή του βγήκα με ένα καπέλο, μια λευκή υφασμάτινη ιταλική ρεπούμπλικα, δώρο μιας άλλης εποχής που τώρα ένιωθα ότι έπρεπε να ταξιδέψει σε μιαν άγνωστη... Φθάσαμε στο μπαρ και το δώρισα στην κοπέλα, λέγοντας της μιαν ηλίθια δικαιολογία ότι δήθεν δεν θα ήθελα να μας κακοχαρακτηρίσει και τέτοια... Στην πραγματικότητα ένιωθα όμορφα που ξεπροβόδιζα κάτι που έπρεπε να κάνει ένα ταξίδι στο άγνωστο, αντί για μένα που θα κολλούσα εκεί...

Η κοπέλα που πήρε το "δώρο μου", με αγκάλιασε, με φίλησε και ύστερα με έδειξε με νεύμα επιδοκιμασίας στην Στεφανί η οποία με κοίταζε με ένα βλέμμα που δύσκολα θα το περιέγραφα... Περάσαμε όλη την υπόλοιπη νύχτα μαζί... Χωρίς δεσμεύσεις υποσχέσεις, οτιδήποτε θα έβαζε πόνο στη συνταγή... Την πήγα στο ξενοδοχείο της ενώ ο ήλιος έλαμπε... Θα αναχωρούσε πίσω για την πατρίδα της και για την πόλη της, τη Ρουέν της Γαλλίας. Οι συμφοιτητές της την περίμεναν με αγωνία στη Ρεσεψιόν, αν θα αργούσε αν θα έχανε την πτήση... Την αποχαιρέτησα και είχαμε και οι δυό μιαν αδιόρατη γαλήνη στο βλέμμα μας... βλέποντας την αντανάκλαση του ήλιου πάνω στη λαμπερή επιδερμίδα του λεπτοκαμωμένου προσώπου της, αισθάνθηκα ότι την είχα ερωτευτεί... Τηρώντας όμως ότι είχα "προσυμφωνήσει" με τον εαυτό μου έκανα μεταβολή και η μοτοσυκλέτα μου πήρε μπρος με την πρώτη, ενώ συνήθως δεν μου έκανε αυτή τη χάρη, οδηγώντας με μακριά σε μιαν Αθήνα που χάϊδευαν γεννεόδωρα οι πρωινές ηλιαχτίδες... Αν και γύρω μου υπήρχε φως, εγώ είχα ακόμη στο βλέμμα μου την προηγούμενη νύχτα... Την Στεφανί δεν την ξαναείδα ποτέ από τότε, ούτε έμαθα κάτι άλλο γι' αυτήν πέρα από το μικρό της όνομα και όσα μου εκμυστηρεύτηκε για τη ζωή της...

Δεν την ξέχασα όμως ποτέ... Μετά από πάρα πολλά χρόνια, η ζωή το έφερε και περπατούσα στα πλακόστρωτα της Ρουέν, της πόλης της... Είχα μιαν αόριστη χαρά και ικανοποίηση, γιατί μέσα μου αισθανόμουν μιαν αδιόρατη οικειότητα με αυτήν την πόλη· πως είχα κάτι δικό μου εκεί... Ξαφνικά εκεί που προσπαθούσα να αποκωδικοποιήσω τι ακριβώς θα μπορούσε να είναι δικό μου, τα μάτια μου έλαμψαν! Οι ρεπούμπλικες είχαν ξαναέρθει στη μόδα στη νεολαία εκεί, και έβλεπα δεκάδες λευκές να κυκλοφορούν σε κεφάλια νέων ανθρώπων... σχεδόν δεν πίστευα αυτό που έβλεπα, καθώς το σκηνικό επιβεβαίωνε ίσως και λίγο τη δική μου ματαιοδοξία... 


Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013

Φερέοικη...


 

 Δύσκολο να μιλήσεις για δικούς σου ανθρώπους... για ανθρώπους που τους γνώρισες σε κράτησαν στην αγκαλιά τους, ένιωθες παιδί τόσο προστατευμένο μέσα τους... ας είναι... σήμερα θα μιλήσω για την πραγματική Έφη σταχυολογώντας στιγμιότυπα της ζωής της... που δεν ξέρω πόσο σημάδεψαν την ίδια... εμένα σίγουρα... 





 

Παντρέυτηκε στα 18 της χρόνια εκεί γύρω 1916... Ήταν η μεγαλύτερη κόρη μιας αγροτικής οικογένειας σε ένα χωριό δίπλα ακριβώς στην αρχαία Πριήνη της Μικράς Ασίας... Στο χωριό μιλούσαν κυρίως Τουρκικά, ενώ τα Ελληνικά ήταν μόνο για να συνεννοούνται οι άνδρες με τις δουλειές τους με το μεγάλο λιμάνι τη Σμύρνη... Η Έφη όμως είχε μια τύχη ανέλπιστη... Ο σύζυγός της ήταν έμπορος Σαμιωτικής καταγωγής... έτσι θα μάθαινε τα ελληνικά φαρσί, όχι μόνο σκόρπιες λέξεις... Ήταν θεόρατος σε ύψος για την εποχή· αυτό της το είχαν κρύψει. Ήταν αταίριαστοι δίπλα δίπλα στην εκκλησία, αλλά τι να γίνει? Για τις ανάγκες της φωτογραφίας ο άνδρας της, Εμμανουήλ με το όνομα κάθισε σε καρέκλα και αν και καθιστός η Έφη πάλι ερχόταν ίσα με αυτόν στο μπόϊ... Αδύνατη, νευρώδης όμορφη... αυτή ήταν η Έφη... Η φωτογραφία αυτή του γάμου, είναι η μοναδική απεικόνιση του Σμυρνιού προπάπου μου του Μανώλη... 

Στα 1922 τα πράγματα φαίνονταν δύσκολα... Ο Μανώλης είχε συγκενείς στη Σμύρνη και κάποιους ξεχασμένους στη Σάμο... Σκέφτηκε ότι εκεί ίσως θα ήταν καλύτερα να παν, "η Σμύρνη παρείχε αναμφισβήτητα μιαν ασφάλεια"... 'Πως τα μιλούσε έτσι τα Ρωμαίϊκα?' σκεφτόταν η Έφη... Ένα μεσημέρι φρόντιζε στην κούνια του τον μοναδικό τους γιό... Ο Μανώλης πήγε στο κοντινό κτήμα να ασφαλίσει τα άλογα και τα ζώα. Είχεν ακουστεί ότι τριγυρίζουν μάγκες από Τσέτες και δεν καταλαβαίνουν τίποτε... Αφού τ' ασφάλισε γύρισε σπίτι... Η Έφη βγήκε με χαρά στο παραπόρτι και κοιτούσε με αγάπη τον Μανώλη... Αυτός σοβαρός και απόμακρος της έγνεψε να κρυφτεί... Από ένστικτο, η Έφη φάσκιωσε το μωρό και έφυγε από την πίσω πόρτα για της Μητέρας της που ήταν προς τη μεριά ενός κεφαλοχωρίου των Σωκίων... εκεί υπήρχε Τουρκικός Στρατός, όσο να είναι μιαν ασφάλεια θα είχαν... Το βλέμμα της αντίκρυσε για τελευταία φορά το Μανώλη... Τον έσφαξαν μόλις 10 μέτρα μακριά της... Μετά του έκοψαν το κεφάλι και το πέταξαν στο κοτέτσι... χύμηξαν οι κότες και τσιμπολογούσαν αχόρταγα στη μεριά του λαιμού...


Η Έφη τότε συνειδητοποίησε ότι το τέλος της πλησίαζε... πήρε τη Μητέρα της, και τις τρεις αδελφές της και έφυγαν... Η μικρότερη είχε παντρευτεί πρώτη και είχε ήδη 13χρονο γιό... Μα ήταν η προστατευόμενη της Έφης, κι έτσι η Έφη έδωσε στην Αργυρούλα, τη μικρότερη, το μωρό της, ενώ κράτησε στα χέρια της και προχωρούσαν μέσα στο σκοτάδι το γιό της Αργυρούλας το Χριστάκη... Έφτασαν μετά από πολύ δρόμο αξημέρωτα σε μιαν απόμερη παραλία στους θαλάσσιους πρόποδες του ντιλέκ νταγί, του όρους Μυκάλη δηλαδή, απέναντι από τη Σάμο. Είχαν συμφωνήσει με έναν βαρκάρη εντόπιο-το είχε εδώ και βδομάδες κανονίσει ο Μανώλης- να τους πάρει, κι εκείνος κράτησε το λόγο του. Η Έφη ζήτησε από την Αργυρούλα το μωρό της. Εκείνη είπε πως το πέταξε σε μια παραλία 5 χιλιόμετρα πιο πριν γιατί της ήταν λέει βάρος... η Έφη έμπασε στη βάρκα τη μητέρα της και τις αδερφές της με το Χρηστάκη και έδωσε σημείο συνάντησης απέναντι στη Σάμο... τους είπε να την περιμένουν τρία μερόνυχτα... αν δε γυρνούσε ας τους είχε ο θεός καλά... 





Έφυγε καταματωμένη, φουρκισμένη με άγριο βλέμμα... Δεν θυμάται πόσες ώρες περπατούσε, μόλις όμως έφτασε στην παραλία, είχε αρχίσει να φωτίζει... Έβγαλε κραυγή απαγοήτευσης... Σε όλη την ακτή, όπου υπήρχε αμουδιά, ήταν γεμάτη εγκαταλελειμένα βρέφη... παιδιά που έκλαιγαν γοερά - τα κλάματα της τρυπούσαν τ' αυτιά... Για καλή της τύχη είχε φασκιώσει το μωρό της με μια χρυσαφιά πορτοκαλί κουβέρτα... Ήταν μόνο δυό τρία φασκιωμένα με τέτοιο χρώμα... Στην τρίτη επιλογή έπεσε διάνα... μόλις άρπαξε το δικό της σε κάθε βήμα της γραπώνονταν βρέφη και μικρά παιδιά από τα ματωμένα της λεπτά πόδια και ούρλιαζαν δυνατά... έκλεισε τ' αυτιά της και τα κλαμμένα μάτια της κι έφυγε... στο δρόμο του γυρισμού είδε από μακριά ότι την παραλία την είχαν καταλάβει σώματα Τσέτών... γύρισε έτσι προς τα πίσω προς μια κωμόπολη που ήταν προς το βουνό... κατάλαβε από κουβέντες των Τσετών, ότι εκεί υπήρχε Τουρκικό σώμα... στα πρώτα σπίτια την πρόλαβαν οι Τσέτες... ήταν κοκκινοκέφαλοι άγριοι... Ένας κατέβηκε από το άλογο και της άρπαξε το μωρό... θα την βίαζαν πρώτα και είχε προετοιμαστεί γι' αυτό... "κρατήστε το μωρό, θα γίνει λεβέντης!" τους έλεγε με φωνή λεία να μην τους εκνευρίσει... εκείνοι σάστισαν που μιλούσε τόσο καλά Τούρκικα. Τότε ακούστηκε ένας πυροβολισμός... ένας καβαλάρης Τούρκος Λοχαγός πυροβολούσε στον αέρα και ερχόταν αλλόφρονας προς το μέρος τους... Εκείνοι όπλισαν με άγριο βλέμμα, αλλά ύστερα κατάλαβαν τι τους περίμενε, έτσι και τον πείραζαν... Τους σταμάτησε και τράβηξε με τον υποκόπανο του όπλου μια γερή στο κεφάλι του κοκκινοκέφαλου που είχε αρπάξει την Έφη. Ήταν για καλή της απρόσμενη τύχη ένας γείτονάς της από το χωριό της που τον είχαν στρατολογήσει... Οι Τσέτες παρέμεναν αλλόφρονες και οπλισμένοι αλλά ύστερα από λίγο, εμφανίστηκε το σώμα του Τουρκικού λόχου... Σημάδευαν τους Τσέτες... Εκείνοι έφτυσαν, καβάλησαν τα άλογα που ήταν κυρίως κλεμμένα και έφυγαν... "Έίσαι καλά κουζού μ?" της είπε γλυκά ο Λοχαγός! Έγνεψε στους άλλους: "αυτή είναι αδερφή μου!" 



Τη φιλοξένισε για λίγο σε ένα επιταγμένο ρωμαίϊκο σπίτι... Της έδωσε ένα ποτήρι νερό..."Δεν μπορώ να σε κρύψω Έφη!" της είπε σοβαρά... "Δεν μπορώ να σε προστατέψω... τα βρωμόσκυλα θα με καρφώσουν"... "Το βράδυ θα σε πάω στην παραλία... έχω έναν δικό μας φίλο εκεί συγγενή μου. έχει βάρκα... θα σε περάσει απέναντι στη Σάμο... μόνο να μην μας κάτσει καμία στραβή!"... Μονολογούσε λυπημένα ο Γιούνες... η Έφη του χάϊδεψε τα μαλλιά του... "Μην βάλεις το κεφάλι σου στον ντορβά για μένα... άσε με θα πάω στην παραλία μόνη μου με τον μικρό... Μόνο πες στο βαρκάρη να μας περιμένει..."...
Ο Γιούνες χαμογέλασε πικρά: "αν σας βρουν θα σας μακελέψουν... Θα έρθω μαζί σου... μόνο να νυχτώσει!"






Η Έφη κρυμμένη όλη τη μέρα κάτω από ένα κρεβάτι, προσπαθούσε να μην ακούει τα ουρλιαχτά από ανθρώπους που σφάζονταν... άκουγε συνέχεια φωνές, ουρλιαχτά, κλάμματα μωρών... Μόλις ο ήλιος έγειρε κατέβηκαν σε μια παραλία που ήταν τότε χωριουδάκι νοτίως του Κουσάντασι... εκεί ο οπλισμένος Γιούνες φώναξε το βαρκάρη.... αγκαλιάστηκαν με κλάμματα... Η Έφη τον τράβηξε παράμερα... "Στο σπίτι μας κάτω από τη σκάλα έχω κρύψει έναν τέντζερη γεμάτο λίρες... κι έναν άλλον με χρυσαφικά..." "πάρε τις λίρες δικές σου από τώρα και τα χρυσαφικά δικά σου αν δεν γυρίσω σε τρία χρόνια!"... Ο Γιούνες έκλαιγε σαν μωρό παιδί... "Δεν θ'αγγίξω τίποτε, θά 'ρθεις να τα βρούμε μαζί!" της είπε... η βάρκα σήκωσε πανάκι και άρχισε να λικνίζεται στο φουσκωμένο κατάμαυρο πέλαγο... Η Έφη έριξε μια τελευταία ματιά προς την Πατρίδα της... κάτι φώτα αχνόφεγγαν σαν καντηλέρια ψηλά στο όρος Μυκάλη... σταυροκοπήθηκε... σαν από ένστικτο ήξερε ότι δεν θα ξανάβλεπε ποτέ αυτά τα μέρη... τα μέρη της...  




Στη Σάμο, ανταμώθηκαν με τους δικούς της με κλάμματα... Οι αδελφές της κρέμονταν όλη τους τη ζωή από την Έφη... το ίδιο και η υπέργηρη μητέρα της... Οι συγγενείς του άντρα της, προέβαλαν αντιρρήσεις... Ας είναι, η Έφη το ήξερε... Όμως θα τους φιλοξενούσαν για λίγο καιρό μέχρι να δουν πως θα παν τα πραγματα... Ή Έφη στρώθηκε να βοηθάει με τις αδελφές της στη δουλειά τους ανθρώπους εκεί... Βοηθούσαν όλοι εκτός από την προστατευόμενη Αργυρούλα... Αυτή δεν έκανε τίποτε... Σαν χαμένη τριγυρνούσε αδιάφορα στο λιμάνι... Ήταν από τις πιο όμορφες γυναίκες όλης της περιοχής... "Σαν πίνακας της αναγέννησης", έλεγε στα κατοπινά χρόνια ο παπούς μου... Μια φορά μόνο κατέβηκαν στην παραλία να την βρουν... Ο τόπος ήταν γεμάτος τυρρανισμένες ψυχές με άδεια βλέμματα... Η Έφη δεν ξανακατέβηκε... Ένα απόγευμα της έφεραν το χαμπέρι... Η Αργυρούλα κλέφτηκε με έναν λοχία ελλαδίτη και μπάρκαραν για τη Θεσσαλονίκη... "Τι ελλαδίτης αφού είναι από τη Σαλονίκη?" ρώτησε αυτή αμήχανα..."Α εκεί είναι η μονάδα του" της είπαν.  


Η Αλήθεια είναι ότι την Αργυρούλα την αγαπούσε η Έφη... Έτσι νευρική και άγρια, ένα απόγευμα μάζεψε τα μπαγάζια τους, και μπάρκαραν με άλλους πρόσφυγες για τη Θεσσαλονίκη... Θα τους έβαζαν σε σπίτια... Στην πραγματικότητα δεν ήθελε να είναι βάρος στους συγγενείς του άντρα της... Στη Θεσσαλονίκη έμειναν τρία χρόνια... Εκεί πάντρεψε η Έφη τη δεύτερη αδελφή της, τη "σκιά" της όπως την έλεγε... Μα η Αργυρούλα ήταν στην παλιά Ελλάδα με το Λοχία... Έτσι η Έφη έφυγε για την παλιά Ελλάδα με τη Μητέρα της και την άλλη της αδελφή... στους μήνες που τους πήρε να φθάσουν γιατί δούλευαν σε χτήματα για τα ναύλα, στη θήβα πάντρεψε την αδελφή της με έναν Αρβανίτη, που την είδε λέει και την ερωτεύτηκε... Η Αλήθεια είναι ότι της Έφης οι Ελλαδίτισσες της φαίνονταν πολύ πίσω, σαν τις Τουρκάλες ένα πράγμα... δεν ντύνονταν, δεν μιλούσαν δεν κάπνιζαν, και το κυριότερο, δεν κοιτούσαν τους άντρες στα μάτια... Το χειρότερο, μόλις έκαναν παιδιά παραιτούνταν... καμία κοκεταρία τίποτε... εκείνες πέρα στον τόπο τους στη Μικρασία δεν ήταν έτσι... Η Έφη αποχαιρέτησε και αυτήν της την αδελφή και συνέχισε για να βρει και να προστατέυει την Αργυρούλα... Σε όλο αυτό το διάστημα, από τη Σάμο κιόλας η Αργυρούλα είχε εγκαταλείψει το Χρηστάκι στην Έφη... Η αλήθεια είναι ότι τον εγκατέλειψε από τότε που γεννήθηκε, κι ο Χρηστάκης μεγάλωσε με την Έφη... Μέχρι το θάνατό του, μετά από πολλά χρόνια την Έφη φώναζε "μαμά", ενώ την Αργυρούλα την περιφρονούσε σαν ξένη... 







Σαν πήγαν στην πόλη που έμενε η Αργυρώ σπιτωμένη από τον αγαπητικό, η Έφη βρήκε ένα δωμάτιο στα προσφυγικά με την Μητέρα της και τα δυό παιδιά της, το Χρηστάκη και τον Σταυρή... Οι άλλοι πρόσφυγες εκεί στον συνοικισμό εκείνο ήταν από τη βόρεια Μικρά Ασία, "ξενομερίτες, άγριοι άνθρωποι"... "Παναγία μου, βόηθα με τούτους όλους εδώ!" μονολογούσε η Έφη... Ο αγαπητικός της Αργυρούλας την πέταξε στο δρόμο, μα η Έφη της βρήκε σπίτι κανονικό, γιατί εκεί που έμεναν το κράτος έδωσε κάποια πρόχειρα καταλύμματα. Η Έφη έπρεπε να δουλέψει για να ζήσει τα παιδιά της, τη Μητέρα της και την αδελφή της που ήταν ακαμάτρα... Έπιασε δουλειά στο λιμάνι, και το βράδυ λαντζέρισα σε ταβέρνα... 

Εκεί στη δουλειά, γνώρισε το Γιώργη... Την αγάπησε, ήταν πολύ όμορφη... λεπτή αραχνοϋφαντη, μα νευρώδης... Ο Γιώργης την άφησε έγκυο... Οι δικοί του είπαν να τον σκοτώσουν καλύτερα "παρά να τον αφήσουν να παντρευτεί την Τουρκάλα". Ο Γιώργης υπάκουσε... ένα πρωί έφυγε και δεν ξαναγύρισε... Η οικογένειά του είχε την ατυχία να μένει κοντά στης Αργυρούλας. Ο Γιώργης συχνά συναντούσε την Έφη στο υπόλοιπο της ζωής του που παντρεύτηκε κι έκανε παιδιά με μια ντόπια... Όποτε την έβλεπε, έτρεμε, χανόταν η γη από τα πόδια του... Μα η Έφη τον περιφρονούσε πλέον... δεν άξιζε...

Γέννησε ένα ακόμη αγόρι... τώρα μεγάλωνε τρία αγόρια... και τη Μητέρα της... και την Αργυρούλα... χρειαζόταν ένα καλύτερο μεροκάματο... παρακάλεσε τον αρχιεργάτη στο λιμάνι να την βάλει φορτοεκφορτώτρια, χαμάλισσα δηλαδή... -"Δεν γίνονται αυτά τα πραμματα!"· είπε αυτός.
"Γυναίκα σαν και σένα, σαν τα κρύα τα νερά με τους καραγωγείς!"

-"Και τα παιδιά μου καπετάν Κωνσταντή?" "Τυρρανισμένοι άνθρωποι είμαστε!" "Τα παιδιά μου? "
Αυτός της είπε "Φεύγα το θεό σου!". Η Έφη τον έβρισε στα τούρκικα, αλλά εκεί δίπλα ήταν ένας καπετάνιος Πολίτης και γέλασε... έπιασε ψιλή κουβέντα με την Έφη... Αγκαλιάστηκαν, τη φίλεψε και την επόμενη, οι χαμαληδες του λιμανιού, έβλεπαν για πρώτη φορά μιαν αδύνατη λιανή μα γεμάτη νεύρο νέα και όμορφη γυναίκα να ζαλώνεται τα σακιά και να τα φορτώνει στα καράβια... "Τι κοιτάτε? τη δουλειά σας!" τους φώναξε ο καπετάν Κωνσταντής. Κι έτσι η Έφη έκανε το πρωΐ τη φορτοεκφορτώτρια, τα απογεύματα στα σύκα και τις σταφίδες και τα βράδυα στην ταβέρνα... εκτός από λαντζέρισα ήταν και μαγείρισσα, γιατί μαγείρευε άριστα... 



Ένα πρωΐ στο λιμάνι, η Έφη πήγαινε με ένα βαρύ σακί, πίσω από έναν συνάδελφό της, θεόρατο στο μπόϊ, το Μιχάλη... ακούστηκε το τρίξιμο του μακαρά από πάνω τους... Μια σαμπανιά, γεμάτη μπουκάλες ούζο κρεμόταν φορτωμένη μετέωρη από πάνω τους... Ένας Ιταλός λοστρόμος έβριζε σαν τρελός. Όλα έγιναν ξαφνικά, ο μακαράς έσπασε, η σαμπανιά έπεσε ακαριαία φορτωμένη πάνω τους. Ο Μιχάλης την ύστατη στιγμή, παράτησε το φορτίο του, και άρπαξε την Έφη να την προστατέψει... Την αγαπούσε την Έφη... Η σαμπανιά τους καταπλάκωσε με το βάρος της... Όλοι γύρω ήταν σίγουροι πως θα τους έβγαζαν με τα κουταλάκια... όλο το λιμάνι έτρεξε με αγωνία, την αγαπούσαν την Έφη... Σήκωσαν το βάρος και ο Μιχάλης, ήταν νεκρός... την Έφη όμως είχε καταφέρει να τη σώσει... νόμιζαν ότι θα τη βρουν λιώμα, εκείνη όμως σηκώθηκε με αγωνία και έκλαιγε για το Μιχάλη... Το λιμάνι έκλαιγε από χαρά και συγκίνηση για την Έφη... Τα πλούσια μαλλιά της τα έδενε με φουρκέτες και αυτές μπήκαν στ' αυτιά της κουφαίνοντάς την για πάντα... Η Έφη δεν θα ξαναάκουγε τίποτε από τον πολύβουο τούτο κόσμο... Μα ποιός νοιάζονταν? Αυτή ζούσε... Αλίμονο στο Μιχάλη... "Να μην ξεχάσω να πάω με τα πόδια στο μοναστήρι του προφήτη Ηλία πάνω στο βουνό, για την ψυχή του Μιχάλη... να αναπαύσει ο θεός την ψυχή του"... 

Ποιά είναι αυτή η γυναίκα? Ρώτησε ένα πρωΐ ένα εντόπιος εφοπλιστής που ήταν στο λιμάνι για δουλειές... "Το και τό" του είπαν εκεί οι αρχιεργάτες... Την πλησίασε... "Άμα είσαι από τα μέρη της Σμύρνης θα μαγειρεύεις και καλά!" της είπε γελώντας... "Δεν βαριέστε" του αποκρίθηκε αυτή ευγενικά... Αυτός εξετίμησε ότι τον κοιτούσε στα μάτια, ατρόμητη και ζήτησε να του μαγειρέψει στο σπίτι τους. Ήταν μια βίλα, υποστατικό κανονικό... Της έστειλε άμαξα με άλογο... Η Έφη είχε να μετακινηθεί με αμάξι κοντά 10 χρόνια από τότε που ήταν στην Πατρίδα της... Της ψώνισε ο Αμαξάς, του μαγείρεψε... Ο εφοπλιστής τρελάθηκε... Δεν έμενε εκεί μόνιμα, μα οποτεδήποτε εγκαθίστατο εκεί ή φιλοξενούσε ξένους, ή είχε τραπέζι επίσημο, η Έφη ήταν η αρχιμαγείρισσα του σπιτιού με καλό μισθό... Και είχε και βοηθούς! Αυτό την έσωσε και δεν πέθανε αυτή ή οι δικοί της στην Κατοχή από την πείνα... επίσης έσωσε από εκτέλεση κάποια από τα ατίθασσα παιδιά της τότε στην Κατοχή και στον εμφύλιο που ακολούθησε...

"Γιατί βρε Έφη δεν ξαναπαντρεύεσαι? Τόσα καλά παιδιά υπάρχουν εδώ που θα σε έπαιρναν αύριο κιόλας!" της έλεγαν χαριτολογώντας τόσο οι συνάδελφοι στη δουλειά, όσο και ο εφοπλιστής με την οικογένειά του... "Αν βρω κανέναν που να είναι άντρας και να μην είναι στα φουστάνια της μάνας του, ευχαρίστως τον παίρνω!" τους απαντούσε με νόημα η Έφη... και γελούσαν όλοι... Δεν ξαναπαντρέυτηκε... Στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, τα βάσανα, δεν θα εξέλειπαν ποτέ από τη ζωή της... την περίμεναν πολλές δύσκολες μέρες... σκληρές, γεμάτες πόνο και αγωνία... και όταν σοβάρευε την κουβέντα με κάποιους πατριώτες της, γυρνούσε στα Τούρκικα, όπου εκεί ποιός έβλεπε το θεό και δεν τον φοβόταν... 

Είχα την τύχη στη δεκαετία του 70 να με κρατάει μικρόν αρκετά συχνά, γιατί οι γονείς μου δούλευαν πολλές ώρες... και να δοκιμάσω τις θεϊκές της γεύσεις με αξεπέραστη τη μοναδική γαλατόπιτά της... Έκτοτε ποτέ δεν έχω ξαναφάει τέτοια πουθενά... Κανένας από τους κατιόντες της δεν κατάφερε στο παραμικρό την αξεπέραστη μαγειρική της... Ας είναι... Τους χειμώνες ζεσταινόταν με ένα μικρό μαγκαλάκι, από το οποίο έχω ποικίλες μνήμες, όλες καλές... Μιαν ανοιξιάτικη ηλιόλουστη ημέρα αισθάνθηκε αδιαθεσία
και την πήγαν στο νοσοκομείο... αυτή έκανε καλαμπούρια με τους γιατρούς... μετά τους ζήτησε ευγενικά να αναπαυτεί λιγάκι, γιατί ήταν απομεσήμερο... έφυγε εκεί στα 1981 στον ύπνο της γαλήνια... Μέχρι το θάνατό της, ως Πατρίδα της, θεωρούσε το χωριό της εκεί πίσω...

Την μνημόνευσα εδώ γιατί της το χρωστούσα απο καιρό... και ευχαριστώ που είχα την τύχη να την γνωρίσω... αυτό το ατρόμητο βλέμμα της... ίσως ακόμη και σήμερα να στέλνει μηνύματα με τη στάση ζωής της, καθώς κατά καιρούς τη φέρνω στη μνήμη μου... Όλο και πιο σπάνια πλέον, αλλά πάντα με την ίδια αίσθηση...


"Ό,τι είναι δικό μου, το κουβαλάω μαζί μου"
Βίας ο Πριηνεύς...


Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

βίος αγάρροος...


"Ρε ουστ! κωλόπαιδα!" ούρλιαξε ο ταβερνιάρης βαστώντας γερά στο χέρι του την "χαμομήλω" μιαν παλιακιά κουμπούρα... τα "κωλόπαιδα" δυό ψηλόλιγνοι νέοι, ο Γιώργης και ο Λευτέρης, με τριμμένα μπαλωμένα παντελόνια, παπούτσια χιλιοκαρφωμένα από τους τσαγκάρηδες και από ένα πανωφόρι που μαρτυρούσε ότι δεν ήταν δικό τους... Ο αρχικός ιδιοκτήτης του πανωφοριού του Γιώργη πρέπει να ήταν εύσωμος, καθώς χωρούσαν δύο σαν το Γιώργη μέσα... Ήταν η δέκατη ή ενδέκατη φορά που ζητούσαν από τον ταβερνιάρη βερεσέ... Ο Λευτέρης, πιο ευγενικός του πρότεινε να έκαναν κάνα μεροκάματο, αλλά το αγριεμένο βλέμμα του ταβερνιάρη, τους έδειξε να καταλάβουν πως ούτε συζήτηση δεν σήκωνε...
Έφυγαν αμίλητοι, βαδίζοντας στον χωματένιο δρόμο... σουρούπωνε... 

Ο Γιώργης γεννήθηκε το Δεκέμβρη του 1899, λίγο πριν δύσει ο 19ος αιώνας... Ο Λευτέρης ήταν λίγο μικρότερος, γεννημένος το 1901... Τώρα είμασταν στο 1920. Στον τόπο τους, ο πόλεμος τα είχε ερημώσει όλα... κοντά έξι χρόνια τώρα... παράδες δεν είχε κανείς να πληρώσει... η ανεργία ολοένα μεγάλωνε... πολλοί μετανάστευαν βεβιασμένα για να γλυτώσουν το στρατό... Ο Γιώργης κι ο Λευτέρης δεν είχαν άλλη λύση... σκέφτονταν να καταταγούν... Αλλά εκεί ήρθε η ανακωχή! Αν και ο Γιώργης ήταν προστάτης-είχε 6 αδέλφια- στρατεύτηκε μαζί με το Λευτέρη ο οποίος είχε μόνο μιαν αδελφή. Μετά από μιαν υποτυπώδη βασική εκπαίδευση μετατέθηκαν στη Σμύρνη, κι από εκεί στις μονάδες τους. Ο Γιώργης πήγε στο βόρειο μέτωπο κι έφτασε μέχρι τον Σαγγάριο... Ο Λευτέρης προχώρησε λίγο μέσα από τη Σμύρνη προς την Ανατολία... Ο πόλεμος είχε πολλές κακουχίες. Έχασαν πολλούς, αλλά για μια παράξενη τύχη και οι δύο επέστρεψαν σώοι και αποβιβάστηκαν με τον διαλυμένο ελληνικό στρατό όπως όπως στα καράβια... Ξαναντάμωσαν απένταροι στον Πειραιά, μην πιστεύοντας ο ένας για τον άλλον ότι ήταν ζωντανός. Ο Γιώργης στο στρατό, είχε σώσει έναν αξιωματικό, από καλή οικογένεια ναυτικών στον Πειραιά. Ο Αξιωματικός τους φιλοξένησε στο σπίτι του... Ο αδελφός του αξιωματικού ήταν καπετάνιος σε καράβι που πήγαινε μέχρι την Ιταλία κι από εκεί ένα άλλο πήγαινε στη Νέα Υόρκη. Ο Γιώργος το είδε σαν μοναδική ευκαιρία κι έγραψε στους δικούς του στο χωριό του ότι δεν θα γύριζε, αλλά ότι θα έφευγε κατευθείαν για την Αμερική... Πήγαν έβγαλαν τους ναύλους... Η Ελλάδα μάζευε τα κομμάτια της από τη μικρασιατική καταστροφή, όταν ο Γιώργος κι ο Λευτέρης, αποχαιρετούσαν την παλιά προκυμαία του Πειραιά, με το κτήριο με το ρολόϊ, τις ατελείωτες μάντρες με τα βαρέλια και τα φουγάρα που κάπνιζαν μέρα νύχτα...



Το πλοίο ήταν σωστός σκυλοπνίχτης... στο ταξίδι παρά λίγο να πάει στον πάτο αύτανδρο... όμως άντεξε και τους ξεμπάρκαραν στη νήσο Έλις... Πρώτη φορά έβλεπαν τόσο κόσμο... κόλλησαν με άλλους πατριώτες και ξεκίνησαν για τον τόπο εργασίας τους... Και οι δυό μπήκαν σε τραίνο για το Σικάγο... Μετά από πολύωρο και κουραστικό ταξίδι, έφτασαν επιτέλους στην μαύρη από την καπνιά πολιτεία... τεράστια... έμειναν και οι δυό σε έναν ξενώνα, κάπως άθλιο που έμπαζε κρύο, ειδικά διαμορφωμένο για να φιλοξενεί τις στρατιές των μεταναστών... Όλες οι φυλές του κόσμου ήταν εκεί. Κάθε καρυδιάς καρύδι... Κάθε βράδυ μαζεύονταν γύρω από μιαν άθλια λάμπα πετρελαίου, έπαιζαν μπαρμπούτι και όχι σπάνια άναβαν καυγάδες και έβγαιναν τα μαχαίρια... Τη μέρα η αστυνομία μάζευε συλλήβδην αθώους και ένοχους μαζί... Το πρώτο βδομαδιάτικο του Γιώργη του το έκλεψαν... πονηρεύτηκε κι άρχισε να φυλάγεται...






Δούλεψαν σαν τα σκυλιά 10 χρόνια... σκληρή δουλειά... μόλις που πρόφταιναν μαυρισμένοι και βρώμικοι να πέσουν ξεροί στο στρώμα τους... Μια φορά την εβδομάδα έκαναν μπάνιο... Το Σαββατόβραδο, ντύνονταν στην πένα και πήγαιναν σε ένα καφενείο-καζίνο που τό 'χε ένας πατριώτης τους... εκεί βρίσκονταν με δικούς τους, ρωτούσαν για το που βρίσκεται ο ένας κι ο άλλος και μάθαιναν νέα για την Πατρίδα... "χάλια τα πράγματα... όπως και εδώ...". Η κρίση του 29, ήταν ακόμη κραταιή... Ο Λευτέρης τις Κυριακές πήγαινε στον Ιππόδρομο... έπαιζε κούρσες... φορούσε καλά ρούχα, κάπνιζε και τσιγάρα ακριβά... ήθελε να δίνει στον εαυτό του τον αέρα του καλοβαλμένου... Ο Γιώργης κοιμόταν και ξυπνούσε αργά... Πήγαινε κατευθείαν σε μια χαρτοπαικτική λέσχη που βρισκόταν πίσω από τον εμπορικό σιδηρομικό σταθμό και έπαιζε ψιλό μόνο-γιατί έπρεπε να στείλουν και χρήματα πίσω στην Πατρίδα...



Έμπαινε Δεκέμβρης και το κρύο ήταν πάρα πολύ ήδη στο Σικάγο... και το χιόνι επίσης... Ο Γιώργης με τον Λευτέρη είχαν πιάσει από ένα δωμάτιο σε ένα καλύτερο σπίτι... Ο Λευτέρης ξύπνησε νωρίς, ντύθηκε καλά και πήρε το τραίνο για τον ιππόδρομο... Ο Γιώργης κοιμόταν... είναι μερικές από τις ελάχιστες φορές σωστά κλάσματα του δευτερολέπτου που η ζωή παίζει παράξενα παιχνίδια... Ο Λευτέρης κοιτούσε άσπρος σαν το πανί το μαγικό χαρτάκι στα χέρια του... είχε πιάσει τον πρώτο λαχνό... έφυγε κατευθείαν κι έστειλε τηλεγράφημα στην Πατρίδα... Έγραφε με αγγλικούς χαρακτήρες τις ελληνικούρες του, στον αδιάφορο Αμερικανό υπάλληλο που δεν καταλάβαινε λέξη από τα συνταρακτικά νέα του Λευτέρη... Ήταν πλούσιος!. Ο Λευτέρης βγήκε από το τηλεγραφείο και αναζήτησε το Γιώργη... Πέρασε από διάφορους πατριώτες και αντάλλαξε λίγες κουβέντες μαζί τους... ήταν τα τελευταία ίχνη του... δεν τον ξαναείδε κανείς... Ο Γιώργης το ερμήνευσε πως είτε κάποιος πατριώτης, είτε κάποιος από τον ιππόδρομο, πήρε στο κατόπι τον Λευτέρη κι όταν τον ξεμονάχιασε, του άρπαξε τον λαχνό-φυσικά ξεπαστρεύοντάς τον για πάντα... κανείς δεν βρήκε τίποτε από αυτόν...



Πέρασαν δυό χρόνια... Το Σικάγο ήταν γεμάτο χιόνια και πάγους... Ο Γιώργης συνέχισε το αγώϊ μόνος του... Από το πάθημα του Λευτέρη όμως είχε αρχίσει να φυλάγεται... "εδώ ούτε τον αδερφό σου να μην εμπιστεύεσαι!". Μια Κυριακή που ξύπνησε αργά, και ντύθηκε ως συνήθως, φόρεσε ένα λεπτό πουκάμισο και ένα χοντρό πανωφόρι... στρώθηκε στη χαρτοπαικτική λέσχη, παρήγγειλε ποτό, κι άρχισε το χοντρό, γιατί μετά το χαμό του Λευτέρη το είχε γυρίσει στο σκληρό παιχνίδι... Η ρέντα του δεν είχε προηγούμενο... μετά από 10 κάβες, μαζεύτηκε όλο το πλήθος σχεδόν του καζίνο και έβλεπε το άγριο κονταροχτύπημα του Γιώργη με κάτι ύποπτους μαφιόζους, των οποίων τα κουμπούρια εξείχαν επιδεικτικά... Ο Γιώργης εννόησε ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα, αλλά η ρέντα του δεν είχε τελειώμό... Άλλαξαν τράπουλες, στρώθηκαν σπιούνοι από πίσω του, αλλά οι μαφιόζοι πάλι έχαναν... Τότε του ήρθε στο νου μιαν ιδέα για να την γλυτώσει... Ξεκούμπωσε με τρόπο το πουκάμισό του και τα χοντρά χαρτονομίσματα τα έχωνε εκεί κρυφά χωρίς να τον δούν... Τα ψιλά, τα έβαζε στις τσέπες του πανωφοριού του και μπροστά του, στην κάβα του, ώστε να φάινονται επιδεικτικά... Συνέχισαν για άλλες δυό ώρες και ο Γιώργης τους έγδυσε κυριολεκτικά... Ακόμη και στο πανωφόρι είχε αποθέσει μια περιουσία...
Είπε στον διπλανό του που τον αγριοκοίταζε να προσέχει το πανωφόρι του που είχε ακουμπισμένο στην καρέκλα του... "Έφτασα αμέσως! Πάω μέχρι την τουαλέτα..." είπε... Οι μαφιόζοι τον είδαν με το λεπτό πουκάμισο, η τουαλέτα ήταν μέσα στο πίσω μέρος του καταστήματος, αλλά δεν είχε πόρτα... έτσι ηρέμησαν και περίμεναν... Στην τουαλέτα, ο Γιώργης πιάστηκε από τους τοίχους και έριξε με όλη του τη δύναμη και με τα δυό πόδια κλωτσιά στα κάγκελα που έφραζαν το παράθυρο... Το ξεμπάζωσε με τη μία και βγήκε έξω στο πυκνό χιόνι με το πουκάμισο... Έριξε ένα "κατοστάρι" μέχρι τον κοντινό σιδηροδρομικό σταθμό... Το μάτι του άγριο, είδε μιαν εμπορική αμαξοστοιχία που ξεκινούσε για το βορρά... έριξε ένα ξεψυχισμένο τρέξιμο και πρόλαβε να μπεί σε ένα από τα τελευταία βαγόνια... βρωμούσε κοπριά... έκλεισε την πόρτα και βγήκε μετά από 2 χιλιάδες χιλιόμετρα... αφάγωτος, άπιωτος, παγωμένος... γεμάτος χρήματα... Ήταν στον Καναδά...

Όταν γύρισε στην Πατρίδα, είπε στους δικούς του πως με αυτή την ρέντα έβγαλε τόσα χρήματα όσο "τρεις ξενητιές"!. Αγόρασε στην επαρχιακή πολιτεία κοντά στο χωριό του μπακάλικο, βοήθησε τους δικούς του και στρώθηκε στη δουλειά... Αγόρασε κάνα δυό ακίνητα... τα υπόλοιπα πρόλαβε και τα έκανε λίρες... Αμέσως μετά ήρθε ο πόλεμος... Έναν από τους αδερφούς του, τον σκότωσαν οι Γερμανοί... οι αδελφές του ήταν παντρεμένες ήδη, ενόσω αυτός ήταν στα ξένα. Ήταν ο μεγαλύτερος από τα 6 αδέλφια του... Εκεί στην κατοχή παντρεύτηκε την Αθανασιά... Δεν του την προξένεψαν· "την είδα μια μέρα στο δρόμο, την καλοκοίταξα και είπα, αυτή είναι η γυναίκα μου! Θα την πάρω!".  Η πόλη τους ήταν ορεινή και ο Γιώργης χρειάστηκε πολλές φορές να πάρει το όπλο του για να γλυτώσει το τομάρι του... Τόσο οι χίτες τον μισούσαν όσω και οι αριστεροί... Ο ίδιος δεν αυτοπροσδιοριζόταν ιδεολογικά, αλλά τους συγκενείς του, τους είχαν για αριστερούς κι έτσι έπαιρνε η μπάλα και τον ίδιο, αν και δεν ήταν ιδιαίτερα φανατικός... Ο Γιώργης αδιαφορούσε παντελώς για τη γνώμη που είχαν οι άλλοι για αυτόν...Ήταν μάλλον πιο ασυμβίβαστος... Κάτι μαυραγορίτες πήγαν να τον εκτελέσουν ένα βράδυ... Σκότωσαν πρώτα έναν συνεργάτη του στη δουλειά και ύστερα ετοιμάστηκαν να φάνε το Γιώργη... Όμως από εκεί κοντά περνούσε ένας Αντάρτης με την ομάδα του που είχαν βγει για πλιάτσικο... του έσωσε τη ζωή και ο Γιώργης τους το ξεπλήρωσε ύστερα από λίγο καιρό βοηθώντας τους σε έναν "ανεφοδιασμό". Τον κάρφωσαν στους Γερμανούς κάτι δικοί μας, και ένας αξιωματικός πήγε την άλλη μέρα, τον έβγαλε από το μαγαζί και του έβαλε το περίστροφο στον κρόταφο, γνέφοντάς του να κάνει τον σταυρό του πριν τον σκοτώσει... Στην απέναντι γωνία πρόλαβαν κι εκτέλεσαν έναν 20χρονο νεαρό-σήμερα η πλατεία φέρει το όνομά του. Λίγο πριν του φυτέψει τη σφαίρα στο κεφάλι, ένας χωροφύλακας σταμάτησε το Γερμανό και έσωσε το Γιώργη... "Λάθος!" του είπε... "Αυτός είναι εντάξει!".  Με το Γιώργη είχαν βλέπεις άλλου είδους μπίζνες... 
Ο Πόλεμος έληξε, ήρθε ο εμφύλιος ακόμη πιο σκληρός και αδυσώπητος... Μπήκε και μέσα στην οικογένειά του... Προσπάθησε να σώσει κάπως την κατάσταση ο Γιώργης... Γενικά τα αδέρφια του τον άκουγαν... Ένα απόγευμα του έστησαν καρτέρι στον εθνικό δρόμο... γύριζε από ένα αγώϊ εμπορικό... Ο Γιώργης εννόησε την ενέδρα και είπε στο φορτηγατζή να κόψει ταχύτητα για να κατέβει χωρίς να σταματήσει... θα συναντιόντουσαν πιο κάτω σε ένα ξέφωτο... πήδηξε κρυφά, έφυγε από το δρόμο, ανηφόρισε ένα χιλιόμετρο και κρύφτηκε σε μια τρύπα σε έναν γκρεμό για δυό μέρες... γλύτωσε... Μετά τον Εμφύλιο, δεν συνέβησαν σπουδαία συνταρρακτικά γεγονότα για το Γιώργη... πέρασε ήρεμα και όσο πιο ήσυχα μπορούσε τη ζωή του φροντίζοντας την οικογένειά του...

Με τη δικτατορία, πούλησε το εμπορικό και πήγε στο χωριό του να αρράξει... ήταν ήδη 70ρης... "Δεν μου αρέσει πια η πόλη με τα αυτοκίνητα" έλεγε... Τέλη της δεκαετίας του 70, "έφυγαν" πρώτες οι αδελφές του... τέλη της δεκαετίας του 80 όλα του τα εναπομείναντα αδέλφια, εκτός του μικροτερου, "το στερνοπούλι" όπως τον έλεγαν... Εκεί επισκέφθηκα κι εγώ με τον πατέρα μου το χωριό και το σπίτι τους, γιατί ο Γιώργης, ήταν αδελφός της γιαγιάς μου... Τον είδα και μου έκανε μεγάλη εντύπωση καθώς εμφανισιακά δεν τον έκανες πάνω από 60 χρόνων αν και ο ίδιος είχε πατήσει τα 90... Πετούσε και αγγλικούρες των αχέπανς στα λόγια του, περισσότερο από θυμοσοφία, παρά από επίδειξη... Αρχές των 90ς "έχασε" την Αθανασιά του... Ήταν απαρηγόρητος, αλλά συνέχισε τη ζωή του... διάβαζε πολύ και κυρίως Αγγλόφωνο Τύπο που του τον έφερνε στο χωριό το τοπικό λεωφορείο του ΚΤΕΛ ... Στο Μιλένιουμ "έφυγε" και ο μικρότερος αδελφός το "στερνοπούλι". Τα παιδιά του έλεγαν για το Γιώργη ότι τον ξέχασε ο χάρος... Ο ίδιος έβαλε και άλλα 7 χρόνια από τον 21ο αιώνα για να φύγει το 2007 σε ηλικία 107 ετών... μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν αυτοεξυπηρετούμενος, ευσταλής, κάπνιζε, έπινε συντηρητικά το ουϊσκάκι του και πήγαινε στον καφενέ για το "ψιλό"... Πλήρης ημερών... έφυγε στον ύπνο του, μέσα στο σπίτι του αφού γύρισε από την ταβέρνα... Όπως κάθε βράδυ, πρόλαβε και κάπνισε το τελευταίο τσιγαράκι του, το οποίο βρήκαν σβησμένο στο τασάκι το επόμενο πρωΐ οι ανηψιές του...






Αν και φαίνεται απίστευτη, σας διαβεβαιώ πως η ιστορία αυτή δεν έχει κανένα ίχνος υπερβολής και είναι αυτούσια και σχεδόν κατά λέξη αρθρωμένη από αληθινά στιγμιότυπα της ζωής του μεγάλου αδελφού της γιαγιάς μου... Μέρες που είναι με την κρίση, είπα να ξαναφέρω στην επιφάνεια το βίο και την πολιτεία του, δίνοντας ίσως με αυτόν τον τρόπο, έναν τόνο αισιοδοξίας στη μαυρίλα που κυκλοφορεί...