Μετά γύρισε και συνέχισε φυσικά την οικογενειακή παράδοση στο «λιανεμπόριον» δηλώνοντας «έμπορος ειδών κιγκαλερίας». Ουσιαστικά είχε έναν πάγκο με εμπόρευμα αμφιβόλου ποιότητας και προέλευσης που τον έτρεχε από λαϊκή σε λαϊκή προς αναζήτηση του επιούσιου. Γνωρίστηκε με το Μαριγώ, μιαν υπηρετριούλα που την έφεραν 8χρονο κορίτσι από κάποιο ορεινό χωριό και την έκαναν εσώκλειστη δούλα σε κάποιο αρχοντόσπιτο. Από το ξύλο που έφαγε για να κάνει πρόθυμα όλες τις καταφρονεμένες δουλειές του σπιτιού, το Μαριγώ, απέκτησε ένα μόνιμο σκυμμένο ύφος πάντοτε προς τα κάτω, αποφεύγοντας να κοιτάξει κατάματα τον οποιοδήποτε συνομιλητή. Δουλικό και συνεσταλμένο, ψώνιζε τα απαραίτητα του σπιτιού από τους πάγκους της λαϊκής βιαστικά και χωρίς χρονοτριβές και με το φόβο της τιμωρίας ένεκα ότι δήθεν αργοπόρησε. Είχε αυτοματοποιήσει τη ζωή της και σηκωνόταν από τις 05:00 τα ξημερώματα και δούλευε μέχρι τις 23:00 τη νύχτα ξεκινώντας και καταλήγοντας στην ίδια εργασία: αδειάζοντας και καθαρίζοντας τα καθίκια των αρχόντων.
Ένα μεσημέρι ψώνιζε από τη λαϊκή μαζί με την κυρά της η οποία προπορευόταν. Από το βάρος των πραγμάτων έγειρε σκόνταψε και έπεσε στο δρόμο μπροστά από τον πάγκο του Ανέστη ο οποίος 18χρονος τότε σωστός αίλουρος πετάχτηκε να την βοηθήσει να σηκωθεί, ανάμεσα στις βρισιές και προσβολές της κυράς της. Εκεί σαν μια κίνηση απελπισίας το Μαριγώ σήκωσε για πρώτη φορά το βλέμμα της και τον κοίταξε στα μάτια σαν να ζητούσε απεγνωσμένα ένα καταφύγιο. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν και μαζί και οι καρδιές τους που δέθηκαν για πάντα έκτοτε... Ο Ανέστης για πρώτη φορά αντίκρισε τα πιο όμορφα μάτια που είχε δει ποτέ του και έκτοτε τα διαλαλούσε με στεντόρεια φωνή στον πάγκο του.
Μετά το στρατό και το μεγάλο πόλεμο μεσούσης της πείνας ο Ανέστης άδραξε την ευκαιρία και έκλεψε τη Μαριγώ την οποία και νυμφεύθηκε στην Αγία Ειρήνη στο Μοναστηράκι μια βροχερή Κυριακή απόγευμα λίγο πριν τον Δεκέμβρη που γκρέμισε όνειρα και ελπίδες και έφερε συμφορά στη χώρα. Τα υπόλοιπα γνωστά. Ανεργία, πείνα ψεύτικες υποσχέσεις, κατακράτησαν τον Ανέστη και τη Μαριγώ στη φτώχια, που όμως αξιώθηκαν να κάνουν 4 παιδιά τα οποία μεγάλωσαν στους δρόμους ξυπόλητα. Ο Νίκος το μικρότερο από τα τέκνα συχνά πυκνά βοηθούσε τον πατέρα του στις δουλειές της Λαϊκής. Ήταν και το αγόρι που ‘τα έπαιρνε τα γράμματα’ κι έτσι είχε την άδεια να κάθεται μέχρι αργά στο μοναδικό σπίτι-δωμάτιο κρατώντας την λάμπα αναμμένη προκειμένου να διαβάσει...
Ο Νίκος είχε τα φόντα να σπουδάσει, πράγμα αδιανόητο εκείνη την εποχή. Πολυτεχνείο και Ιατρική απαγορεύονταν δια ροπάλου ένεκα των ακριβών βιβλίων και υλικών, οπότε έδωσε και πέρασε τέταρτος στη Φυσικομαθηματική της Αθήνας. Στην αρχή δύσκολα, κατάφερε όμως να έχει μιαν επαφή με το πανεπιστήμιο, παράλληλα με τις αδιάλειπτες παρουσίες του στα περιπλανώμενα είδη κιγκαλερίας του πατρός του ανά τις συνοικίες της πρωτεύουσας.
Για όλους τους ανθρώπους έρχεται κάποτε μια μεγάλη τύχη που αν την αδράξουν μπορεί και να αλλάξουν τον ρου της ζωής των. Το πρόβλημα είναι βέβαια πως ούτε αν είναι μεγάλη τύχη γνωρίζουν ούτε και αν πρέπει να την αδράξουν...
Ένα Καλοκαίρι από τα πρώτα που η Αθήνα άρχισε να «αδειάζει» εκεί πίσω στη δεκαετία του 70, ο Νίκος πήγε για να δουλέψει στη Νάξο στο μικρό ξενοδοχείο ενός συμφοιτητή του που είχαν γίνει και φίλοι, καθώς είχε του επισκευάσει δωρεάν το μικρό φοιτητικό διαμέρισμα – καταφύγιο για διάβασμα. Λίγο πριν το πέρας της σεζόν, 1972, ο Νίκος γνωρίζει μια δεσποσύνη ορμώμενη εκ γηραιής Αλβιόνος με την οποία και συνευρέθησαν λίγες φορές. Λίγο πριν φύγει για τη χώρα της αυτή του πρότεινε να πάει μαζί της και να παντρευτούν στην Αγγλία στο Brookley του Λονδίνου.
Στον Νίκο το να συμφωνούσε σε κάτι τέτοιο φαινόταν αδιανόητο. Πέρα από τις ηθικές του αρχές, να παρατήσει τις σπουδές του και να βρεθεί στο τίποτε θα ήταν επιπλέον και μιαν ύβρις έναντι των τόσων κόπων των γονιών του να τον μεγαλώσουν και να τον σπουδάσουν. Από την άλλη κάτι μέσα του τον έσπρωχνε να δοκιμάσει κι ας ήξερε ότι κάτι τέτοιο ήταν παράτολμο, πρόωρο και πολύ επιφανειακό. Εν τούτοις το έπραξε. Σηκώθηκε και πήγε με την Αλεξία, όπως θα ονόμαζε κανείς την μελλοντική συμβία του στην ελληνική.
Χωρίς περιττές λεπτομέρειες ο Νίκος κατόρθωσε να εργαστεί και να σπουδάσει αποφοιτώντας με άριστα και στη συνέχεια, αφού εργάστηκε ως Μηχανικός σε μια μεγάλη εταιρία τηλεπικοινωνιών που συγκυριακά γιγάντωσε εκείνη την περίοδο κατόρθωσε να γίνει αρχιμηχανικός με έναν αστρονομικό μισθό για τα δεδομένα της εποχής. Τελικά κατέληξε στο Sunderland όπου κάτω από ευνοϊκές συγκυρίες απέκτησε μια μετάλη περιουσία. Μεγάλη ακίνητη περιουσία έχει και στην Ελλάδα σε ένα νησί του Αιγαίου και κάπου στην ανατολική Αττική, αλλά δεν συγκράτησα που.

Τον γνώρισα ως πρόεδρο μιας εταιρίας που προμήθευε το δημόσιο μιας ευρωπαϊκής χώρας με είδη εξειδικευμένων ιατρικών εφαρμογών. Στα πλαίσια των απαραιτήτων συναντήσεων και ένεκα ότι ήταν συμπατριώτης καθίσαμε δίπλα στην συνεστίαση. Γνωστός τσαπατσούλης εγώ, είχα μαζί μου και κάτι εργαλεία για τις απαραίτητες μικροεπισκευές στο διαμέρισμά μου, τα οποία κίνησαν την περιέργεια του προέδρου. Παρατηρώντας τον ως καλοζωισμένο τον ρώτησα απερίσκεπτα αν «ξέρει από τανάλιες».Με κοίταξε, χαμογέλασε και μου είπε την ιστορία του...
Παρόλη την βοήθεια και ασφάλεια από τα παιδιά του ο Κυρ-Ανέστης ποτέ δεν εγκατέλειψε τον πάγκο του και κυριολεκτικά πέθανε πάνω σε αυτόν, χρεωμένος, κουρασμένος μα αξιοπρεπής... Λίγο μετά από αυτόν μερικούς μήνες, έφυγε και το Μαριγώ...