Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

Τα θαλασσόκρινα...



Σήμερα (επιτέλους) θα προσπαθήσω να γράψω για σένα... είναι πολύ δύσκολο βέβαια να κάνω κάτι τέτοιο, όμως πιστεύω πως αρχίζοντας και τελειώνοντας στα σημεία που δεν συνυπήρξαμε, θα ήταν μια καλή αρχή...

Θα πρέπει να γυρίσω πολύ πίσω... εκεί στην ταραγμένη δεκαετία του 1940, οπότε και γεννήθηκες... γεννήθηκες όπως όλα τα παιδιά, μικρούλα, μαυροτσούκαλη... κι όπως όλα τα παιδιά, δεν κατανοούσες τίποτε από τον κόσμο εκείνο που λουζόταν στο αυθόρμητο μίσος και αίμα... δεν κατανοούσες τίποτε πέρα από τις αισθήσεις που έχουν όλα τα μωρά... Τα πρώτα σου βήματα έγιναν σε μια προσφυγική συνοικία που σήμερα δεν υπάρχει... την έχει αποτυπώσει όμως μιαν ασπρόμαυρη φωτογραφία που σε απεικονίζει μικρούλα απορημένη για τούτον τον δύσκολο κόσμο... Μόλις όμως άρχισες να καταλαβαίνεις τον κόσμο και ν' αποτυπώνεις μνήμες, όλος εκείνος ο κόσμος σου γκρεμίστηκε...

Η Μητέρα σου έφυγε για την πρωτεύουσα... Οριστικά... βλέπεις δεν τη θυμάσαι καθόλου να σε κρατάει με τρυφερότητα, να σ' αγκαλιάζει να σε προστατεύει με στοργή... τίποτε... Μόλις άρχισες να καταλαβαίνεις αυτόν τον δύσκολο κόσμο, ήσουν μόνο με τη γιαγιά και το θείο σου... Σε ένα από εκείνης της εποχής τα προσφυγικά σπιτάκια που στέγαζαν 2 και 3 οικογένειες στα δύο δωμάτια που είχαν... Η γιαγιά σου εργαζόταν 3 βάρδιες ημερησίως προκειμένου να τα φέρει βόλτα, κι ο θείος σου έφηβος ων, γύριζε από δω κι από κει... Μόλις άρχισες να καταλαβαίνεις αυτόν τον κόσμο λοιπόν ήσουν μόνη σου...

Εκείνα τα χρόνια οι οικογένειες στα προσφυγικά προσπαθούσαν να καταλάβουν όσο περισσότερο χώρο μπορούσαν... Έτσι εσύ καθώς ήσουν μόνη σου, ένα κορίτσι 4 χρονών, συνήθως σε πετούσαν εύκολα έξω απο το σπίτι... Μεγαλώνοντας οι άλλες οικογένειες σε χλεύαζαν μαζί και τα παιδιά τους... "Που είναι μωρή η μάνα σου? Σε παράτησε γιατί τι να τα έκανε αυτά τα μούτρα?". ήταν συνήθως ότι θυμάσαι από τα πολύ παιδικά σου χρόνια... Όχι λόγια στοργής δηλαδή αλλά βρισιές, ειρωνείες και "όξω από εδώ μαλακισμένο!" που ήταν το σύνθημα να σε βγάλουν έξω από το σπίτι... Τον χώρο που σας αναλογούσε τον επανακαταλάμβανε η γιαγιά σου τη νύχτα που σε μάζευε από το δρόμο... Ο θείος ίσως και να έκανε εβδομάδες να φανεί...

Κι η μητέρα? Που να ήταν εκείνη? Γιατί σε άφησε? Αφού κανείς δεν σε ήθελε σκέφτηκες καλό ήταν να αφεθείς να πεθάνεις... τι καλύτερο από το να μην φας τίποτε... έτσι κι αλλιώς ήταν εύκολο... Παρόλο που η γιαγιά σου άφηνε πλούσιο γεύμα να σε ταΐσουν, οι υπόλοιποι συν-ένοικοι σου άφηναν μόνο τ' άθλια αποφάγια...

Άρχισες να μην τρως τίποτε... έπεσες σ' αναιμία και πυρετό... Σε είχαν σίγουρη να πεθάνεις, όμως σε όλα τα πράγματα σε τούτον τον κόσμο, οι άνθρωποι είναι δαίμονες αλλά και άγγελοι μαζί... Έτσι μιαν ημέρα από το πουθενά εμφανίστηκε ο θείος σου στο σπίτι... Μάγκας ων, επέβαλλε τη γωνιά σας κι ύστερα άρχισε να σε παίζει... Μόνο του θείου σου τα χάδια και τα παιχνίδια θυμάσαι από αυτήν την πρώτη σου παιδική ηλικία... Αυτός έκανε τον καραγκιόζη κι εσύ χασκογελούσες με τα παιδικά σου μάτια να λάμπουν... Επιτέλους σε αγαπούσαν και σένα... κι έτσι άρχισες να τρως και δυνάμωσες...

Πόσο παράξενη είναι στ’ αλήθεια η ζωή. Βλέπεις έναν προσφυγικό μαντρότοιχο, στη μέση του πουθενά, ξεραΐλα, κάψα, ήλιος αδυσώπητος. Κι όμως εκεί στις σφηνωμένες πέτρες, που να βρέθηκε λίγο χώμα και νερό για να φυτρώσει ένα λουλούδι. Το βλέπεις μικρό, τρυφερό, παράξενα όμορφο, να πασχίζει ν’ ανθίσει να κρατήσει εκεί το ριζιμιό του στον αμείλικτο βράχο... Με λίγο χώμα που θα φέρει ο αέρας και λίγη βροχή που θα πέσει... τόσος χώρος του μένει... μια χαραμάδα χώμα...


Μεγαλώνοντας είχες βρει ένα ευχάριστο παιχνίδι... Ο βροχερός καιρός έφτιαχνε στους λασπόδρομους μεγάλες λακκούβες με νερό... κι εσύ έπαιζες εκεί πλατσουρίζοντας... Τι κι αν ήταν χειμώνας, τι κι αν ήσουν ξυπόλητη... Για σένα ήταν θέαμα να βλέπεις τον συννεφιασμένο ουρανό να καθρεπτίζεται στις μικρές αυτές “λίμνες”... Έτσι κι αλλιώς όταν έβρεχε τα άλλα τα παιδιά τα μάζευαν οι γονείς τους στα σπίτια τους... Εσένα σε έδιωχναν έξω ξυπόλυτη στη βροχή... Εκεί πλατσουρίζοντας στα λιμνάζοντα νερά του δρόμου είχες φτιάξει τον δικό σου κόσμο... Πολιτείες, λιμάνια, νησιά, ξυλαράκια για πλοία, πακέτα από τσιγάρα, όλα ο δικός σου μικρός σεντεφένιος κόσμος. Όταν πάλι δεν έβρεχε, τα άλλα παιδιά της γειτονιάς αντιγράφοντας τους γονείς τους σε κορόιδευαν: “που είναι η μάνα σου μωρή? Πως να μην σε άφηνε με τέτοια μούτρα?”. Κι όμως εσύ όμως όπως ο κόσμος σου, ήσουν όμορφη σαν ήλιος και σύννεφο μαζί... Όταν όμως έβρεχε, όλος ο δρόμος σου ανήκε, ήταν μόνο δικός σου...



Ήρθε όμως μια μέρα που τα ίδια αυτά τα παιδιά σου φώναξαν: “Η μάνα σου! Μωρή! Η μάνα σου!”. Και σου έδειχναν το δρόμο όπου περνούσαν τ’ αυτοκίνητα... Εκεί στη δεκαετία του 50 περνούσε στα 100 μέτρα ο δρόμος που έβγαζε έξω από την εσχατιά της πόλης, που ήταν η γειτονιά σας φτωχά μικρά σπιτάκια με προσθήκες από λαμαρίνες και επεκτάσεις από παράγκες... “Η μάνα σου... Αλήθεια σου λέμε!”.

Τα παιδιά σου έδειξαν ένα ταξί που είχε σταματήσει στο δρόμο εκεί... Μέσα στο ταξί ήταν επιβάτης μια γυναίκα η οποία όμως δεν γύρισε να σε κοιτάξει... Ήταν η μητέρα σου, φορτωμένη δώρα, τα πήγαινε αλλού, αλλά δεν γύρισε το βλέμμα της προς το μέρος σου... Αυτό ήταν όλο κι όλο ό,τι θυμάσαι για τη μητέρα σου από την παιδική σου ηλικία... Επαναλήφθηκε άλλες δύο φορές... Τα παιδιά δήθεν απορημένα: “μα καλά γιατί δεν σταματάει να σε δει η μάνα σου μωρή?” “τέτοια που είσαι”! Αυτό όμως που σε πλήγωνε δεν ήταν τα λόγια των παιδιών, αλλά το να μην γυρίσει καν να σε δει εκείνη... τι θα της κόστιζε ένα βλέμμα... Στη γειτονιά ήταν ένα άλλο κορίτσι που ήταν πεντάρφανο και μόλις μεγάλωσε το πήγαν στο Ορφανοτροφείο. Είσαστε στενές φίλες μικρές... Όμως ακόμη και σε εκείνη, η Μητέρα της ήταν Άγγελος που την πρόσεχε από τον Ουρανό. Η δική σου δεν τόλμησε να σου ρίξει ούτε ένα βλέμμα...

Μια φορά έναν βροχερό χειμώνα, παρότι ψηνόσουν στον πυρετό, ήσουν πάλι έξω και ταξίδευες στις σεντεφένιες “λίμνες” σου... Ένα ταξί σταμάτησε και πήγαινε σιγά στο δρόμο γιατί υπήρχαν εμπόδια... μέσα ήταν μια γυναίκα η οποία όμως αυτή τη φορά γύρισε και σε κοίταξε... το ταξί έμεινε ακίνητο για λίγο κι ύστερα έφυγε... Ύστερα από καμία ώρα, το ταξί γύριζε από την αντίθετη κατεύθυνση αλλά αυτή τη φορά σταμάτησε κι η γυναίκα βγήκε... Δεν ήταν η μητέρα σου... Σε πλησίασε δακρυσμένη... Σου χάιδεψε τα μαλλιά... σε πήρε στο ταξί... τι πολυτέλεια ήταν αυτή για σένα... σε όλη τη διαδρομή η γυναίκα ήταν δακρυσμένη, αλλά σε χάιδευε... σου αγόρασε ένα ζευγάρι παπούτσια από την τοπική αγορά της πόλης... σε γύρισε πίσω και σε αποχαιρέτησε με ένα φιλί... Σκέφτηκες μήπως ήταν κάποια θεία σου... Κι όμως ήταν μια ξένη προς εσένα, αλλά διάσημη τραγουδίστρια εκείνης της εποχής... Εμφανιζόταν σε ένα κοντινό κέντρο. Η αρχέτυπη εικόνα σου μάλλον την άγγιξε ποιος ξέρει με ποιόν τρόπο... Αυτή ήταν από τις λίγες στιγμές της παιδικής σου ηλικίας που ένιωσες κάποια στοργή... Μα η διάσημη τραγουδίστρια σου έκανε άθελά της κι άλλη μια ευεργεσία. Η γειτονιά από εκείνο το απόγευμα δεν σε ξαναπείραξε... απέκτησες ένα είδος σεβασμού...

Η γιαγιά σου είχε μιαν αδερφή την οποία το παιδί της δεν την γνώριζε σαν μάνα του. Τα εγγόνια της δεν ήθελαν ούτε να την δουν. Έτσι υποχρέωνε εσένα να της πας το φαγητό της, γιατί ήταν κοκέτα βλέπεις και δεν μαγείρευε... Οι εγγονές της στηνόντουσαν για να δουν τη φάση και να γελάσουν... Μόλις πλησίαζες το σπίτι της αυτή έβγαινε και σε έβριζε, και σου πετούσε πέτρες... “Στο διάολο πουτανάκι, μούλικο μην ξαναπατήσεις εδώ βρωμιάρα και μου μαγαρίσεις το σπίτι!!!”. Εσύ τρομαγμένη της άφηνες το φαγητό στην αυλή της και το έβαζες στα πόδια αλαφιασμένη, με τις εξαδέλφες σου να ξεκαρδίζονται στα γέλια... Όμως η νύφη της μέγαιρας και μητέρα των εξαδέλφων σου, σε αγαπούσε και σε είχε σαν παιδί της... Συχνά σε κρατούσε εκεί κάποιους χειμώνες όταν ο πυρετός πλέον είχε σπάσει τα θερμόμετρα... Ήταν η δεύτερη γυναίκα μετά τη γιαγιά σου που σου έδειχνε στοργή... εξαιρέσει φυσικά της διάσημης ευεργέτισσάς σου...


Ένα μικρό υγρό ισόγειο δωμάτιο με σκονισμένα φθηνά έπιπλα. Τα απαραιτήτως στοιχειώδη. Είναι το καλό δωμάτιο, η σάλα. Ο άνεμος που λυσσομανά έξω καταφέρνει επιτέλους να ανοίξει το ξεχαρβαλωμένο παράθυρο. Ένας στρόβιλος εισβάλλει απρόσμενα κι ανακατεύει πράγματα, ρίχνει κανένα γυαλικό που σπάει. Έξαφνα πέφτει κάτω μια χαρτονένια φθηνή φωτογραφία που ήταν κρυμμένη πίσω από κάποιο αντικείμενο για χρόνια. Απεικονίζει έναν μελαχρινό αδύνατο νεαρό γεροδεμένο άνδρα με μούσια, κακοντυμένο με βλέμμα χαμογελαστό κι ελπιδοφόρο. Βαστάει όπλο μα ίσα που διακρίνεται στη φωτογραφία.

Ύστερα ένα σούρουπο εμφανίστηκε ένα αξύριστος άνδρας, μυστακοφόρος... Σε χάιδεψε... Ήταν ο Πατέρας σου... γύρισε μετά από 7-8 χρόνια... Τον έβλεπες για πρώτη φορά, μα ήταν σαν ζωντανό λείψανο... Μεγαλώνοντας θα έβλεπες πολλές φορές να τον δέρνουν και να τον εξευτελίζουν σε ταβέρνες... Ήταν ψαράς... του τα είχαν πάρει όμως όλα... Οι τοκογλύφοι για δάνειο 1000 δραχμές του είχαν πάρει τη βάρκα του, που τότε κόστιζε 10.000 δρχ. Και άλλα πολλά... αλλά αυτός απτόητος, φόρεσε ένα καλάθι στο κεφάλι και περπατούσε ξυπόλητος όλη την πόλη πουλώντας ψάρια... Έτσι σε μεγάλωσε και ήταν η μεγαλύτερη ευτυχία σου, όποτε είχες την ευκαιρία, να πηγαίνεις ακούραστη μαζί του όλη την ημέρα... έτσι κι αλλιώς στο σπίτι δεν υπήρχε κανείς δικός σου...

Μια Κυριακή, εμφανίστηκε στο σπίτι σας ένα μικρό κατάξανθο παιδί... Μπήκε σαν στο σπίτι του... Το κοιτούσες με περιέργεια... Ο πατέρας σου το χάιδεψε... σου είπε ότι ήταν ο αδερφός σου, τον οποίο είχε πάρει μαζί της η μητέρα σου... εκεί πρωτοέμαθες ότι είχες αδερφό... το παιδί (γιατί έτσι το είχε δασκαλέψει η άλλη του γιαγιά) τα κατέβασε και τα έκανε στο τσιμέντο στο κέντρο του δωματίου... ύστερα έφυγε αμίλητο... Ο πατέρας σου καθάρισε βουρκωμένος, ενώ η γιαγιά σου έβριζε και το παιδί και την πρώην συμπεθέρα της... Σου έμεινε ανεξίτηλη και η εικόνα του παιδιού και τα δάκρυα του πατέρα σου...

Το προσφυγικό σπίτι, όλο κι όλο δύο δωμάτια. Το ένα η σάλα, το άλλο δυο κρεβάτια... Σε μια κόχη του φτωχικού δωματίου ένα μαυρισμένο εικονοστάσι ... Δίπλα στις εικόνες με τις αδρές μορφές αγίων, μια φθηνή κορνίζα περικλείει ένα ζευγάρι στέφανα, από λιτό σύρμα στολισμένα με ασημένια φύλλα και απομεινάρια από κάτι που κάποτε θα ήταν άνθη λεμονιάς. Το φως που τρεμοπαίζει από το καντήλι, κάνει τις σκιές να κινούνται αέναα. Ανάμεσα στα ξεθωριασμένα χρώματα του τοίχου, στις σκιές της αμφιλύκης, χάσκει η απουσία κάποιων αδιόρατων μελών της άλλοτε οικογένειας. Άλλοτε επανέρχονται ως σκιές, άλλοτε χάνονται... Ησυχία... μόνο ο ήχος της βροχής και ο άνεμος που μπαίνει από τα γεμάτα χαραμάδες παράθυρα, δίνει αέναη μάχη να σβήσει το καντήλι... Μα αυτό σε πείσμα συνεχίζει να αχνοφέγγει... 



Στα χρόνια που ακολούθησαν ο πατέρας σου δεν ήταν πάντοτε διαθέσιμος... μερικές φορές για άλλους λόγους έλειπε έως και για 2 χρόνια... Όμως ήσουν μεγάλη και πήγαινες πλέον στο σχολείο... Εκεί είχες βρει έναν νέο κόσμο να ανοίγεται... Παρόλο που η δασκάλα ποτέ δεν σου φέρθηκε με αβρότητα, ήσουν η πρώτη μαθήτρια με διαφορά... Βέβαια εκείνα τα χρόνια τα κορίτσια δεν σπούδαζαν, έτσι η γιαγιά σου σε σταμάτησε από το σχολείο... Έπιασες δουλειά από τα 10 σου χρόνια... Υπηρέτρια, ξενοδουλεύτρα και όλες τις εργασίες που εκείνα τα χρόνια απευθύνονταν στις προσφυγοπούλες ή στα κορίτσια από τα χωριά...

Όμως η γιαγιά σου ήταν έξυπνη... Σκέφτηκε ότι έτσι δεν θα έκανες χαΐρι... Έτσι σου έκανε τη χάρη και σε έστειλε σε μια γειτόνισσα να μάθεις και ράψιμο... Εκεί έγινες μοδίστρα... Η κόρη της γειτόνισσας λίγο μεγαλύτερη από εσένα σε συμπάθησε... Απέκτησες την πρώτη φίλη σου, με την οποία άρχισες να κάνεις παρέα... Ήσασταν και οι δύο μελαχρινές αδύνατες πολύ όμορφες για την ηλικία σας... Αυτή σου δάνειζε και φορέματα από εκείνα των πελατισσών ώστε να ντυθείς κάπως καλά και να βγείτε έξω...

Ο προσφυγικός συνοικισμός δεν ήταν πάντα έτσι, όπως όταν μεγάλωνες. Κάποτε ήταν πιο όμορφος. Στην προκυμαία κοντά στη θάλασσα υπήρχαν παλαιά γραφικά πετρόσπιτα, άλλα γαλάζια, άλλα με τα χρώματα της ώχρας, με φροντισμένους κήπους με γαζίες, που περικλείονταν από μικρά περιβόλια με μουριές, καφενέδες, μπακίρια, φανάρια, όμορφες γλάστρες με λογής λογής λουλούδια. Όλα τα “έφτιαξε” η Θάλασσα στην οποία δούλευαν κυρίως οι άνθρωποι της περιοχής. Ύστερα θυμάσαι ένα βουητό... Η θάλασσα έχει μπει στο σπίτι ένα μέτρο... Μικροκαμωμένη όπως ήσουν σε έβαλαν πάνω σε ένα μπαούλο και ολοφύρονταν την τύχη τους. Νόμιζες πως σε ξέχασαν εκεί και κοιτούσες τα μαύρα νερά στο σκοτάδι... Σεισμός και η Θάλασσα θυμωμένη μέγαιρα ζητάει με τόκο πλέον όλα εκείνα που έδωσε στους ανθρώπους κάποτε. Και σηκώνει θεόρατα κύματα και πνίγει τον κόπο τους σε μια νύχτα. Γκρεμίζει τα σπίτια, σπάει στα βράχια τα καΐκια, πνίγει τον κόπο τους... Την άλλη ημέρα όλα τα όμορφα σπίτια, τρεις παράλληλοι δρόμοι μέχρι την προκυμαία, είχαν εξαφανιστεί... Η θάλασσα ξανατραβήχτηκε μετά από 6 μήνες, όμως τα γκρεμισμένα σπίτια έμειναν εκεί μάρτυρες της καταστροφής... 



Μια ημέρα τελείως άσχετη, εμφανίστηκε στο σπίτι σας εκεί, ο θείος σου που σε είχε σώσει μικρή. Καίτοι τον υπεραγαπούσες, αυτός ήταν κάπως απόμακρος. Σε παραξένεψε, αλλά δεν έδωσες σημασία αφού έπρεπε να τρέξεις όλη την ημέρα για να δουλέψεις για το μεροκάματο, κι ύστερα να βιαστείς για το ραφτάδικο. Έτσι δεν μπόρεσες να αντιληφθείς το σκοπό της επίσκεψης του Θείου. Βρήκε που κρύβατε τις οικονομίες σας για την προίκα σου, τις άρπαξε κι εξαφανίστηκε για πάντα... βλέπεις οι άνθρωποι είναι άγγελοι μα και δαίμονες μαζί... Το έμαθες αυτό στα 14 σου με τον χειρότερο τρόπο... Να σε κλέβουν και να σε προδίδουν οι δικοί σου άνθρωποι.

Μπορεί η ζωή να μην ήταν ρόδινη για εσάς τότε, όμως ήσασταν νέες και τα νιάτα σας έλαμπαν... Ύστερα ο καιρός πέρασε χωρίς να το καταλάβεις. Μεγάλωσες και γνώρισες κάποιον και άρχισες να βγαίνεις μαζί του... Ήταν ντόπιος... Μα ήσουν χωρίς προίκα... Όλα θα μπορούσες να τα συγχωρήσεις στον εαυτό σου, εκτός από το να τον εκβιάσεις με μια εγκυμοσύνη... Κι όμως ένεκα τα φτωχά μέτρα αντισύλληψης της εποχής, η εγκυμοσύνη αυτή ήρθε μόνη της... Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτε... πνιγόσουν... Εξαφανίστηκες, μα αυτός ήρθε και σε βρήκε...

Από εκεί αρχίζει μια ζωή σου την οποία δεν θα περιγράψω... Ίσως μόνο ένα στιγμιότυπο: Ένα απόγευμα εμφανίστηκε στη δουλειά σου ένας νέος κατάξανθος γαλανομάτης, λιγνός... Σε φίλησε και σου συστήθηκε ως ο αδελφός σου. Τον έβλεπες για πρώτη φορά στη ζωή σου, εξαιρέσει του παλιού παιδικού περιστατικού. Μαζί του έσερνε με το ζόρι μια μεγάλη γυναίκα που δίσταζε να σου μιλήσει ή να σε κοιτάξει στα μάτια... Μα χωρίς να σου πει τίποτε εσύ κατάλαβες ποια ήταν, αφού ήσασταν ίδιες κι απαράλλαχτες... σαν δυο σταγόνες νερό... για πρώτη φορά έβλεπες τη μητέρα σου...

Θυμάμαι σε ένα από τα μακρινά μου ταξίδια με το τραίνο στο παλιό αχανές ανατολικό μπλοκ, κάποιοι φρουροί που είχαν συλλάβει λαθρεπιβάτες. Τους είχαν ορθοστασία πολλές ώρες μπροστά στα μάτια μας για παραδειγματισμό, με αρκετή βία και προσβολές που όμως ήταν σε μια γλώσσα ακατανόητη για μένα. Θυμάμαι έντονα το βλέμμα τους που κοιτούσαν εμάς τους υπολοίπους επιβάτες του τραίνου. Και τι δεν θα έδιναν να ήταν ανάμεσά μας, εμάς τους κανονικούς, τους “φυσιολογικούς” που είχαμε εισιτήριο. Κάποτε, μόνο μια φορά στη ζωή σου, μετά από πολύ πίεση μου περιέγραψες πως πάντα είχες ένα συναίσθημα του λαθρεπιβάτη σε αυτή τη ζωή... 



Εδώ τελειώνει η εικόνα σου που ήθελα να αποδώσω... Δεν θα εναποθέσω άλλο γιατί δεν έχει άλλωστε και σπουδαία σημασία... Εκείνο που έχει σημασία είναι πως μας μεγάλωσες χωρίς να πάρουμε είδηση για όλην αυτήν την προηγούμενη ζωή σου, την οποία κράτησες ερμητικά κλειστή... μέσα σου... την εξόρισες στα βάθη του δικού σου νου να ζει στην αχλή της λήθης. Έτσι χρειάστηκαν χρόνια για να την ανακαλύψω από άλλες πηγές, να την βγάλω στην επιφάνεια και να την αποκωδικοποιήσω. Εσύ την κράτησες μέσα σου, αφήνοντας μας όλους απέξω για να μας προστατεύσεις... Δεν ξέρω αν ήταν σωστό ή λάθος, μάλλον για σωστό το βρίσκω κάνοντας τους αναστοχασμούς με όσα βρήκα όλα αυτά τα χρόνια... Μα μόλις έβγαλα στην επιφάνεια όλον αυτόν τον κόσμο σου ένιωθα να με πνίγει, έτσι θεώρησα ότι εγώ τουλάχιστον θα έπρεπε να τον βγάλω από μέσα μου... Ωμό κι ακατέργαστο σαν τις καμπανούλες ή τα θαλασσόκρινα που φυτρώνουν με πείσμα στα βράχια και  στις πέτρες των μαντρότοιχων...


Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

οριστικό αντίο στο φέϊσμπουκ

... και το γράφω στα ελλήνικος για να μην με βρίσκουν με την πρώτη τα ψαχτήρια τους... 

Στο φέϊςμπουκ ήμουν από τους πρώτους... Στις αρχές του μιλένιουμ, που βρέθηκα άνεργος και ψάχνοντας για δουλειά, το φέϊςμπουκ ήταν για μένα μια ευκαιρία να επανασυνδεθώ με φίλους, συμμαθητές από τη σχολή ή από παλαιότερες δουλειές, ώστε να μπορώ να στείλω σε κάποιους (μέσω email) το βιογραφικό μου...

...στα χρόνια που ακολούθησαν, όπου το Facebook έγινε Emperor της κοινωνικής δικτύωσης, κράτησα το λογαριασμό μου, αλλά δεν ήμουν από τους φανατικότερους... Κυρίως διάβαζα ή μάθαινα για φίλους μου, στα χρόνια που ήμουν στο εξωτερικό. Επιστρέφοντας και βλέποντας τη φενάκη του, το κράτησα μόνο για να δίνονται κάποια reunions μεταξύ ημών που είχαμε στο μεταξύ χαθεί...



Πρόσφατα κάποιος μάλλον είτε δεν του άρεσαν αυτά που γράφω, είτε άλλαξε γνώμη για μένα είτε ήταν απλά κακόβουλος, κατήγγειλε ή ας πούμε "ενημέρωσε" τους διαχειριστές για το λογαριασμό μου. Απλή καταγγελία απαιτείται, καμία άλλη τεκμηρίωση. Έκτοτε το facebook μου έχει μπλοκάρει το λογαριασμό, ζητώντας μου επίμονα τα προσωπικά μου στοιχεία καθώς και επίσημα δημόσια έγγραφα, τα οποία απαιτεί να σκανάρω, και να φαίνονται φωτογραφίες κοκ....

...Δεδομένου ότι το facebook δεν είναι κάποιος επίσημος κρατικός φορέας να έχει τέτοιες αρμοδιότητες, επί πλέον δεν έχει και τις ευθύνες που έχει ένας κρατικός φορέας, αν τα προσωπικά στοιχεία  κάποιου/ας δημοσιευτούν σε παράξενες ιστοσελίδες εκ των υστέρων ή του υποκλέψουν το όνομα και προβούν σε δανειοδοτήσεις κοκ....

...Δεδομένου ότι το facebook δεν είναι επίσημη έμπιστη οντότητα (πχ Δημόσια Κρατική Υπηρεσία, αναγνωρισμένος Διεθνής Οργανισμός κοκ), πιστεύω ότι είναι ανεύθυνο να αποστείλει κανείς εκεί τα στοιχεία του. Εκτός από ανεύθυνο είναι και επικίνδυνο, καθώς δεν εγγυάται κανείς την περαιτέρω χρήση των προσωπικών δεδομένων... 

...και για να μην μακρυγορώ ασκόπως και εμφανίζομαι ως γκρινιάρης, καλύτερα να "πάω πάσο" και να πω οριστικό αντίο στο συγκριμένο μέσο κοινωνικής δικτύωσης... 



...Goodbye old friend... True life is still outdoors...