Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

το τρυφερό σου ροζ...



Η Κλειώ, τεντωνόταν στο κρεβάτι... σ' ένα άθλιο δωμάτιο "ξενοδοχείου" κάπου στην Αχαρνών ένα καλοκαίρι τον Αύγουστο του 1977... πολύ ζέστη... Η Αθήνα άδεια καμίνι σκέτο... για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια θα έκανε διακοπές... χα! ακόμη και το άκουσμα της λέξης "διακοπές", στ' αυτιά της ηχούσε παράταιρο... Σήμερα θα είχε ρεπό... Ο ήλιος έγερνε σιγά σιγά... Η ώρα ήταν 16:00... Η καλύτερη ώρα της ημέρας για την Κλειώ... η μόνη που μπορούσε να είναι με τον εαυτό της... Είχαν περάσει κι όλας 10 χρόνια... και είχε κολλήσει πλέον σ' αυτόν τον τόπο... Μονολογούσε συχνά στον εαυτό της, σαν "δικό τους" συνθηματικό... Στην πραγματικότητα η Κλειώ, μιλούσε μόνο στον εαυτό της... σπάνια σε άλλους... Έλεγε λοιπόν: "Αααχ Κλειώ, Κλειώ! Υπάρχει άραγε χειρότερα από εδώ?".

Όλα είχαν αρχίσει πολλά χρόνια πριν... Η Κλειώ, το μοναδικό παιδί προσφυγικής οικογένειας σε ένα σπίτι-δωμάτιο... Εκεί έμεναν άλλοι τρεις νοματαίοι... και τι νοματαίοι... Η γιαγιά της, συνονόματη, η επονομαζόμενη και ως "το Κλιό" και οι γονείς της... Η μητέρα της Νόπη και ο πατέρας της Θεολόγης... άκου "θεολόγος"... Η καταγωγή τους σπαρμένη σε όλα τα μικρασιατικά παράλια... "μπάσταρδη" μονολογούσε πικρά στον εαυτό της η Κλειώ... Η Κλειώ εκτός από τη φτώχια είχε έναν άλλον ανυπέρβλητο δαίμονα να νικήσει, από μικρό κοριτσάκι... ήταν άγγελος από ομορφιά... πολύ όμορφη... Μετά που μεγάλωσε έλεγαν ότι είναι φτυστή η Μπέτυ Λιβανού, αλλά αυτή η ίδια το ήξερε... ήταν πιο όμορφη ακόμη... Ακόμη και σήμερα που έχουν περάσει τόσα χρόνια και την ανακαλώ από την παιδική αθώα μνήμη μου, δύσκολα μπορώ να βάλω στο κάδρο κάποια άλλη ελληνίδα ομορφότερη από την Κλειώ...

Στα 12 της ήταν σωστή γυναίκα... 1,76 ύψος, σπάνιο για την εποχή της... Ήταν πριν ακόμη της έρθει το αίμα, που ασέλγησε πάνω της ο ίδιος ο πατέρας της... Ο κυρ-Θεολόγης με το όνομα... Αγροίκος, μαυριδερός σκληρός άνθρωπος, σωστός γιός του "Κλιό" της πιο φοβιστικής γυναίκας που είχα δει ποτέ μου σε μικρή ηλικία... Όταν ήμουν πιτσιρικάς, το Κλιό, το τρέμαμε... Γραία μαυροντυμένη με μαύρη μαντήλα μόνιμα περασμένη στο κεφάλι της, κάτι μεταξύ παναγίας και δαίμονα, αντιπαθούσε τα παιδιά... μα περισσότερο την εγγονή της που έφερε το όνομά της... Ο Λόγης την πλάκωσε στο ξύλο για να μην μιλήσει... Η Κλειώ αναίτια αισθάνθηκε ότι κάτι κακό είχε κάνει... και δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς... Η ζωή της περνούσε με το  ξύλο να μεσολαβεί των αλλεπάλληλων βιασμών... Στην πραγματικότητα όλοι γνώριζαν, πρώτα και κύρια το Κλιό και η Νόπη, αλλά κανείς δεν μιλούσε...

Περιστασιακά τη στρίμωξαν και δυό άντρες μεθυσμένοι της γειτονιάς... Ο Λόγης τη σάπισε στο ξύλο... "πουτανάκι!!!" ούρλιαζε...

Η Κλειώ στη γειτονιά είχε μόνο έναν φίλο... Τον Κυριάκο... Ήταν λίγο μεγαλύτερός της, γεροδεμένος μελαχροινός που εργαζόταν στα καράβια... Σκληρός ναυτικός... Την Κλειώ την αγαπούσε σαν αδελφή του... είχαν μεγαλώσει μαζί... Κάπου, κάπου αυτός γύριζε από τα μπάρκα και την έβγαζε έξω... ήταν το μόνο τρυφερό που θυμόταν από την σύντομη εφηβεία της...Ένα απόγευμα η Κλειώ δεν ήθελε να γυρίσει σπίτι... όχι το σπίτι ήταν χειρότερο από οτιδήποτε άλλο. Αισθάνθηκε ότι ήθελε πρώτα και κύρια να σκοτώσει τους δικούς της... Το ζήτησε από τον Κυριάκο, να την βοηθήσει... του είπε και το "μυστικό" της... Εκείνος έκανε να την χτυπήσει... "Για τη σκέψη" της είπε "να σκοτώσεις άνθρωπο...". Αντ' αυτού της έδωσε λεφτά και της είπε να φύγει αξημέρωτα με το νυχτερινό τραίνο για Αθήνα... Την έστειλε σε μια θειά του στην Αχαρνών... "Δεν είναι παλάτι εκεί... μπουρδέλο είναι... Αλλά η Ελένη είναι άγιος άνθρωπος... θα σε φροντίσει..." Της έγραψε τη διεύθυνση, αγκαλιάστηκαν και πήρε το νυχτερινό τραίνο σε μιαν επαρχιακή πόλη που άρχιζε να σκοτεινιάζει πνιγμένη στη λάσπη και τη βροχή...

Στην Αθήνα στην Αχαρνών, η "θεία" είχε πεθάνει... Η κακή υγειινή τότε θέριζε... Την περιμάζεψε μιαν άλλη γραία, παλιά κοκότα... Οι επιλογές δεν ήταν πολλές... Ξεκίνησε το αρχαιότερο επάγγελμα η Κλειώ σε ηλικία των 14ρων ετών, χωρίς να την ρωτήσει κανένας... Ένα καλό βρωμόξυλο από τον Παράσχο, τον μαχαιροβγάλτη του "μαγαζιού", δυό απειλές ότι θα την "ταχυδρομούσαν" στους δικούς της, η ξελιγωτική πείνα-είχε να φάει 3 μέρες-όλα έπαιξαν λίγο πολύ το ρόλο τους... Κυρίως η απέραντη ομίχλη του μυαλού της που θόλωνε τα πάντα, η θλίψη της... Στο κάτω, κάτω δεν θα έκανε τίποτε διαφορετικό από αυτό που έκανε κάθε ημέρα σπίτι της... ότι συχαινόταν δηλαδή περισσότερο... "να κάνουν εμετό οι άνδρες πάνω της"... κάπως περίπου έτσι το αισθανόταν... Σιχαινόταν τον εαυτό της... Από εκεί άρχισε και η κακή υγεία της, γιατί δεν μπορούσε να φάει τίποτε πλέον... ολοένα ξερνούσε... έτρωγε ελάχιστα, λίγο ξερό μπαγιάτικο ψωμί με λάδι, λαδάκι του θεού... όλα τα άλλα της έφερναν αναγούλα... Αλλά είπαμε, "για λίγο θα είναι Κλειώ να σταθείς στα πόδια σου και μετά...."


Η Αλήθεια είναι ότι δυό φορές που κάπως ματσώθηκε σκέφτηκε να φύγει... ράφτρα, παραδουλέφτρα ή ότι άλλο... και τις δύο απέτυχε... Τη δεύτερη, μόλις η γειτονιά έμαθε ποιά ήταν -ελαίω Παράσχου-οι γείτονες τη σάπισαν στο ξύλο για να μην τους μαγαρίσει... Οι γυναίκες έδερναν περισσότερο... Μια εβδομάδα στον Ευαγγελισμό για να συνέλθει... Της έκαναν και ορούς γιατί ήταν αδύνατη... κακόφαγη... Ξαναγύρισε στο βούρκο... "Η Ελλάδα είναι ένας τούρκικος καμπινές... Έρχεται ο καθένας και κάνει την ανάγκη του... Εκεί μέσα στην τρύπα είσαι εσύ Κλειώ..." έλεγε στον εαυτό της... Δούλευε σκληρά για τα ελάχιστα... Από αργά το απόγευμα έως ώτου έβγαινε ο ήλιος το επόμενο πρωΐ έπαιρνε πελάτες ασταμάτητα... μετά κακοκοιμόταν... Μόνο εκεί καταμεσήμερο γαλήνευε... έτρωγε κάτι πρόχειρο-αυτό ήταν όλο κι όλο- και αν δεν έκανε εμετό, έπινε κι έναν καφέ... εκεί έκανε ένα πακέτο τσιγάρα... γαλήνευε... Αργά το απόγευμα έπινε το πρώτο ποτηράκι, για να αντέξει τη βρώμα και την απλυσιά που έπρεπε να υπομένει όλο το βράδυ... Οι άλλες "συναδέλφισσες" -"συνυφάδες" αποκαλούνταν-κάπνιζαν χασίς... οι χειρότερες πρέζα... Η Κλειώ απείχε από όλα αυτά... μακριά... "έκαιγαν τα μυαλά" τα έκαναν "ζουμί"... έλεγε... Στην πραγματικότητα σε όλη της τη ζωή έλπιζε ότι θα ξεφύγει από εκεί... "Την άλλη φορά να δεις θα τα καταφέρω"...

"Αχ, Κλειώ, Κλειώ... υπάρχει άραγες χειρότερα από εδώ?"... Κι όμως σε εκείνον τον τόπο και το χρόνο, η Κλειώ βρήκε χωρίς να το θέλει τον έρωτα... για λίγο όπως όλα τα καλά στη ζωή της... μα τον μοναδικό... Ήταν ένα πανέμορφο αγόρι, ντροπαλό, μα τόσο όμορφο... Σε κάποιο άλλο σύμπαν, αυτός θα ήταν ο πριγκηπόπουλο και η Κλειώ η Χιονάτη... αλλά εκεί στο βούρκο, το μόνο που του ζήτησε ήταν να βρίσκονται κρυφά... μακριά από εκείνον τον απόπατο... Αυτός ήταν διάσημος τότε φέρελπις νέος... Χωρίς να το θέλει κι αυτός την είχε ερωτευτεί... έπαιρνε μια κούρσα και πήγαιναν στη θάλασσα... Όλο αυτό δεν διήρκεσε παρά ένα καλοκαίρι, εκείνο το καλοκαίρι του 1968, το μόνο καλοκαίρι της ζωής της Κλειούς...

Απότοκο του παράνομου έρωτα για την Κλειώ, αν και τόσο έμπειρη, ήταν να μείνει έγκυος... "Κοίτα να δεις πουτάνα ζωή... " μονολογούσε... "Αντί να ξεφύγω, μου δίνεις μια να πνιγώ στα σκατά...". Μετά γεννήθηκε ένα αγόρι, όμοιο κι απαράλλαχτο με τον πατέρα του... Τόσο η κύηση όσο και η γέννα, ήταν εφιάλτης για την Κλειώ... την κατέστησε για το επάγγελμα βλέπεις άχρηστη... Κι ο Παράσχος για να μην πειράξει το παιδί στην κοιλιά βαρούσε δυνατά μόνο στο πρόσωπο... και οι "συνυφάδες" την έφτυναν... Μα η Κλειώ που να το ρίξει... αγαπούσε τόσο τον νέο εκείνο... Μόλις του το είπε, εκείνος της είπε απλά ότι δεν θα την ξανάβλεπε, ότι δεν θα αναλάμβανε καμία ευθύνη και "καλά θα κάνει να το ρίξει το μπασταρδάκι της"... Ήταν εκείνη η λέξη: "μπασταρδάκι" που ατσάλωσε το αγύριστο κεφάλι της Κλειούς... Γέννησε ένα υγιέστατο αγοράκι... Όλα τα κορίτσια, τα "φυσιολογικά" γεννούσαν σε μαιευτήριο, με γλυκά, λουλούδια... Η Κλειώ, γέννησε στο μπουρδέλο-την ψυχοπόνεσαν τελικά οι συνυφάδες-με μια μεθυσμένη μαία και μια ηλεκτρική θερμάστρα...

Ένα απόγευμα η Κλειώ γύριζε από ένα "τυχερό"... μια βίζιτα σε ένα γέρο συνταξιούχο δικαστικό... Το μάτι της σπίθα, είδε περίεργη κίνηση στο "μαγαζί"... κι έναν αθίγγανο...Εννόησε η Κλειώ και αμέσως έβαλε τις φωνές... Από απέναντι βγήκε ο μόνος φίλος που είχε στη ζωή της... η "Αλεξία" ένας κίναιδος που ήταν αρσενική πόρνη... Η "Αλεξία" έβγαλε ένα περίστροφο και πήγαν στο μπουρδέλο... Κάποιοι αθίγγανοι κατέβαζαν το μωρό φασκιωμένο... Τους σταμάτησε... Εμφανίστηκε οργίλος ο Παράσχος... Η Κλειώ άρπαξε το όπλο και του το κάρφωσε στο κούτελο... "Σε σκοτώνω σαν σκουλήκι μαλάκα!"... του είπε... Το μωρό γύρισε στην κούνια του, ο Παράσχος ομολόγησε ότι "το ομορφόπαιδο-δηλαδή ο πατέρας του μωρού- του τηγάνισε 5 χιλιάρικα και η οικογένειά του -οι λεφτάδες- είχαν βρει τους τσιγγάνους για να δώσουν το παιδί... Η Κλειώ τελικά κράτησε το μωρό... ένα ακόμη βάσανο, ένας παραπάνω σταυρός στη ζωή της... μαζί και τα δεσμά της, αφού για να το μεγαλώσει δεν θα έφευγε ποτέ από εκείνον τον βρωμότοπο... Η "Αλεξία" δήλωσε το παιδί για δικό του... Τουλάχιστον είχε ένα επώνυμο... δεν ήταν "μπασταρδάκι"... 


Λίγο μετά τη γέννα,  ένα βράδυ εμφανίστηκε ο πατέρας της ο κυρ-θεολόγης... Της ζήτησε να τον συγχωρέσει... "Μόνο άσε μας να τον βλέπουμε" της είπε... Η Κλειώ δεν του μίλησε... Γι' αυτήν, ο πατέρας της  είχε πεθάνει από τα 12 της... έλεγε άλλωστε σε όλους ότι ήταν πεντάρφανη... Όμως τα καλοκαίρια τον έστελνε στην επαρχιακή πόλη να περάσει λίγο χρόνο με τους παπούδες του... Εκεί γνώρισα κι εγώ τον Κωστάκη, από τα 5 του... Παραθερίζαμε στην ίδια πόλη τα καλοκαίρια...ένα παιδί σωστό δαρμένο σκυλί... Η μητέρα μου  μου είπε πως έπρεπε να τον κάνω παρέα... "αμαρτία είναι"... Έτσι έζησα τον Κωστάκη λίγα από τα πρώτα του καλοκαίρια, όπου από δαρμένο σκυλί αργότερα θα μετατρεπόταν σε σωστό αγρίμι... Εκεί στα 1977 ήταν γεμάτος χαρά... Θα ερχόταν η Μητέρα του να κάνει μπάνια... διακοπές!!! Εκεί πρωτοείδα την Κλειώ... Σήμερα που ξαναφέρνω στη μνήμη μου τις σκόρπιες ξεθωριασμένες εικόνες, μόνο κάτι σαν τη Μαλένα μπορώ να φανταστώ, αλλά απείρως ομορφότερη... Ο Κωστάκης έλαμπε... έτρεχε σαν κουτάβι γύρω από τη Μητέρα του... Αύγουστος του 1977 και σύντομα θα είχαμε εκλογές... τα μεγάφωνα από τα περιφερόμενα αυτοκίνητα μας ξεκούφαιναν με άθλιες μουσικές... Μόνο η Κλειώ ήταν ατάραχη, αδιάφορη... κάπνιζε συνέχεια...

Τέσσερα χρόνια μετά, 1981, τέλη Αυγούστου... Ο Κωστάκης είχε θεριέψει, είχε γίνει σωστός άντρας... Ήμουν από τους ελάχιστους που είχε φίλους, τουλάχιστον τα καλοκαίρια... Τότε πάλι πλησίαζαν εκλογές... Για την Κλειώ όλα αυτά ήταν αδιάφορα... Η φτωχή διατροφή και οι άθλιες συνθήκες υγιεινής, είχαν συμβάλει στην κακή της υγεία... Φυματίωση... "Εμείς φεύγουμε νέοι, δεν μολύνουμε πολύ τον τόπο  με τα βήματά μας", έλεγε η "Αλεξία"... Οι περισσότερες συνυφάδες της είχαν "φύγει" ήδη από την πρέζα... Ένα χρόνο πριν είχε πεθάνει και η "Αλεξία"... Η Κλειώ αρρώστησε βαριά... μπήκε με μέσον -έναν τακτικό πελάτη- στον Ευαγγελισμό... Είχε περάσει 10 μέρες σε έναν άθλιο θάλαμο χωρίς να την επισκεφθεί κανείς... Στην Αθήνα του 1981 ο κόσμος έβραζε για αλλαγή... Η Κλειώ έβραζε στον πυρεττό... "Αχ Κλειώ" μονολόγησε στον εαυτό της ένα απόγευμα του Σεπτέμβρη... "Υπάρχει άραγε κάτι χειρότερο από εδώ?"... Λιόγερμα, κι ήταν η ώρα που χαλάρωνε... ξεψύχησε ύστερα από λίγο, μόνη αβοήθητη κι άσημη σε έναν αδιάφορο κόσμο που ετοιμαζόταν τότε ν' αλλάξει...

Ο Κωστάκης αναγκαστικά πήγε μόνιμα στους παπούδες του... Ήταν το τελευταίο καλοκαίρι που παραθερίζαμε σε εκείνη την πόλη... και η τελευταία φορά που είδα τον κωστάκη παιδί... "Μην κάνεις παρέα με τον χτικιάρη!" έλεγαν τα άλλα παιδιά της γειτονιάς, καθώς στην αμείλικτη εφηβική μας ηλικία με τα τσιγάρα μας στο χέρι παριστάναμε τους άντρες... Όμως εγώ τον έκανα παρέα... "Αμαρτία ήταν". Μετά δεν ξαναειδωθήκαμε παρά μετά από πολλά χρόνια τυχαία... Η Κλειώ, δυό μόνο φίλους είχε που έλεγε- εξομολογιόταν τον πόνο της... Τον Κυριάκο που πνίγηκε εκεί κάπου στα 70ς... και τη μητέρα μου... Ένα βράδυ πριν χρόνια που ανακάλεσα στη μνήμη μου τους ανθρώπους εκείνους και ιδίως την Κλειώ που πέθανε νέα 40 ετών, η μητέρα μου, μου διηγήθηκε την πραγματική της ιστορία, όχι εκείνη που γνώριζα... Αμείλικτη, στυφή ιστορία... κοφτερή σαν ατσάλι... έτσι αποφάσισα να την ξυπνήσω λίγο από το βαθύ της ύπνο... της το χρωστούσαμε κάπως... "αμαρτία ήταν"... 


Για λόγους ευνόητους άλλαξα μόνο τα ονόματα και κάποια ελάχιστα τοπωνύμια... όλα τα άλλα όμως είναι αυθεντικά... μασίφ... σε μιαν Ελλάδα που θα άλλαζε... αλλά δεν...

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Σήμερα γάμος γίνεται σ' ωραίο περιβόλι...

 Ο Νάκος ήταν δεν ήταν 11 χρόνων... έπαιζε ποδόσφαιρο σε μιαν αλάνα έξω από μιαν απόμερη τότε εκκλησία, τον άγιο Δημήτρη που έχω παλαιότερα ξαναμιλήσει για αυτήν... Το "νάκος" έβγαινε από το Αντιγονάκος, δηλαδή υιός της Αντιγόνης... Το παιχνίδι το διέκοψε ένα γειτονόπουλο που ήρθε τρέχοντας να διαλαλήσει το ενδιαφέρον νέο στην τότε άχαρη, φτωχική και κυρίως ανιαρή παιδική τους ηλικία...
 "Έ! Ελάτε! στην εκκλησία γίνεται γάμος και ο γαμπρός κλαίει!!! τον παντρεύουν με το ζόρι!"
Όλοι παράτησαν την από κουρέλια φτιαγμένη μπάλα. Έτρεξαν με αλαλαγμούς και φωνές χαρούμενες! Δρασκέλισαν το αφύλακτο προαύλιο και μπήκαν από την πλαϊνή πόρτα για να βλέπουν...
Ελάχιστοι συγγενείς. Τέσσερα ή 5 αδέλφια ζωσμένα με όπλα και το ζεύγος, η αδιάφορη νύμφη και ο γαμπρός να έχει σπαράξει στο κλάμμα... γύρω συγγενείς μόνο της νύφης.
Το μυστήριο τελείωσε με βλαστήμιες του ιερέως εναντίων των "κωλόπαιδων" που έσκουζαν απ' έξω "με το ζόρι!" "με το ζόρι!". Ένας από τα σκληρά αδέλφια βγήκε για να φοβερίσει τα παιδιά, αλλά εκείνα κρυφτήκαν στον γύρω από την εκκλησία απόμερο τόπο και του πετούσαν πέτρες... πρώτος και καλύτερος ο Νάκος που δεν τους πολυσυμπαθούσε τους κουμπουροφόρους... 

...3 χρόνια πριν, όταν ο Νάκος ήταν 8 χρονών, ο Σούλης, ο γαμπρός δηλαδή, ξεκινούσε στα 15 του, από την πόλη του να πάει "ταξίδι" μαζί με τον πατέρα του... Για κάποιο λόγο οι αρχές του τόπου τότε το 1947, είχαν αποφασίσει ο πατέρας του Σούλη να πάει στη Μακρόνησο. Καθώς ήταν πολύ μεγάλος τότε για την ηλικία του, έβαλαν το μικρότερο από τα 7 παιδιά του, τον Σούλη να τον συνοδεύσει στο μακρονήσι... Τότε το 1947, ο Σούλης μπήκε σε τραίνο και μετά σε καΐκι για να περάσει με τον πατέρα του 18 μήνες στα αντίσκηνα της Μακρονήσου... Αποτέλεσμα αυτού ήταν να αποκτήσει έναν υποβόσκοντα φόβο και να απέχει ρητά και φοβισμένα από οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα. 



...πέρασαν 30 τόσα χρόνια από τότε και η ζωή έφερε το Νάκο και τον Σούλη να γίνουν φίλοι και συνεργάτες αναίτια... Ήταν και ομοϊδεάτες πολιτικά με κεντρώες και κάπως συντηρητικές απόψεις, αυτό όμως κανέναν ρόλο δεν έπαιξε για τη σχέση τους και τη φιλία τους. Πήγαιναν ταξίδια, όργωσαν όλη την ελλάδα όπως το απαιτούσε το επάγγελμα...κυρίως φίλοι πάνω απ' όλα... Και οι δύο αγνοούσαν ότι είχαν πάρει μέρος στο συμβάν του γάμου στον Αγιο Δημήτρη στα 1950, ο ένας ως γαμπρός και ο άλλος ως τσόγλανος που πετούσε πέτρες και έκραζε αυτό το ενοχλητικότατο "με το ζόρι" που δικαίωνε και έκανε το μαρτύριο-μυστήριο του Σούλη πιο υποφερτό, αλλά και εξαγρίωνε τους κουμπουροφόρους αδελφούς της νύφης και προπαντώς τον παπά...

Σε μια από αυτές τις συναντήσεις τους βρέθηκαν το 1978 στην ΔΕΘ... Χάζευαν στα περίπτερα και από την πολυκοσμία χάθηκαν για λίγο... Ο Νάκος όμως πρόφτασε τον Σούλη και του είπε: "κανόνισα μια ωραία μπίζνα σε ένα περίπτερο που βρήκα εδώ! που εξαφανίστηκες?"
Ο Σούλης δεν μιλούσε... "Μπα χάθηκα στην πολυκοσμία..." απάντησε αδιάφορα...
Ο Νάκος όμως εγκάρδια τον ηρέμησε... "Δεν πειράζει κανονίσαμε με τα παιδιά να βρεθούμε εδώ απ' έξω σε μια ταβέρνα, θα φάνε κι αυτοί εκεί... Θα έχεις την ευκαιρία να τους μιλήσεις..."
Ο Σούλης που ως ο κοινωνικός της παρέας υπό άλλες συνθήκες θα ήταν  πρόσχαρος, τώρα είχε ένα βαριεστημένο και ασυνήθιστα απλανές χαμένο βλέμμα... "Δεν πειράζει, μιαν άλλη φορά..." είπε στο Νάκο... "Ξέρεις θυμήθηκα ότι πρέπει να τακτοποιήσω και κάτι εκκρεμότητες εδώ στη Σαλονίκη και δεν θα μπορέσω να είμαι μαζί σας... Ίσως όμως να σας προλάβω, αν δεν το διαλύσετε νωρίς".
Για το Νάκο, αυτό σήμαινε καθαρό πούλημα...
"Τι συμβαίνει? Έγινε κάτι?" ρώτησε ξεκάθαρα το Σούλη, που συνέχιζε τα μισόλογα... Στο τέλος με αποφασιστικότητα τον επέπληξε...
"Δεν έχει τέτοια! Δεν θα πάς πουθενά στη Σαλονίκη, μαλάκα!" του είπε...
με το ζόρι τον πήρε στην ταβέρνα...


Κάθησαν σε ένα τραπεζάκι, ο καιρός κρατούσε ακόμη παράδοξα καλός... Εμφανίστηκε μια παρέα που αποτελούταν από μια γυναίκα γύρω στα 50  και από δύο άνδρες λίγο μεγαλύτερούς της γύρω στα 60... Ο Νάκος τους έγνεψε... "ελάτε, κυρία Ελένη, κύριε Γιώργο, εδώ!" Αυτοί ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση και κάθισαν ομοτράπεζοι... ένα παιχνίδισμα της τύχης έβαλε δίπλα στον Σούλη την Ελένη η οποία κρατιόταν ακόμη όμορφη παρά την ηλικία της...Ο Σούλης είχε μείνει γεροντοπαλίκαρο, εργένης και παρά τα 46 χρόνια του, έδειχνε νεώτερος...
Προς μεγάλη έκπληξη του Νάκου, εκτός από το Σούλη, τώρα χλώμιασε και η Ελένη, μόλις συνειδητοποίησε ποιός ήταν ο ομοτράπεζός της... Εντούτοις, σύντομα ηρέμισε και παρήγγειλε κρασί...
Ο Σούλης έτρεμε... Ο Νάκος σύστησε το Σούλη, ενώ η Ελένη παρουσίασε τους άλλους δύο... Ο ένας ήταν σύζυγος κι ο άλλος αδελφός της... Υπήρχε μιαν αδιόρατη αμηχανία στο τραπέζι που ο Νάκος δεν μπορούσε να εξηγήσει... Εκεί που ήταν όμως έτοιμος να μιλήσει, τον πρόλαβε η Ελένη η οποία όμως απηύθυνε σε άλλον το λόγο:
"Γιατί μωρέ Σούλη? μου το κρατάς ακόμη από τότε? σάμπως εγώ το ήθελα? μετά εγώ δεν σε έσωσα δίνοντάς σου διαζύγιο?"
"Συμπάθα μας ρε Σούλη!"
είπε ο αδελφός της... "Πέρασε καιρός από τότε! Έλα ας πιούμε να τα ξεχάσουμε!" συνέχισε γελώντας...


Ο Σούλης που ήταν μεγάλη καρδιά σήκωσε το ποτήρι και ήπιε στην υγειά τους... Ο Νάκος είχε μείνει με ανοικτό το στόμα...
"Τι έγινε ρε μάγκες? Γνωρίζεστε?"
Η Ελένη ως πιο τσαούσα πήρε το λόγο:
"Να τότε ήταν δύσκολα χρόνια... τα αδέλφια μου ήταν στο χίτικο... Είχα έναν γκόμενο που ήταν αντάρτης και δεν υπήρχε συζήτηση να τον παντρευτώ... Θα τον σκότωναν στα σίγουρα... Η μάνα μου έδωσε την λύση να υποδείκνυα κάποιον άλλον τυχαίο... Σκέφτηκα ένα συνεσταλμένο γειτονόπουλο τότε που ήταν όμορφος"... και έδειξε το Σούλη... "Με τον άλλον είχα χάσει την τιμή μου, έτσι τα αδέλφια μου πήγαν με τις κουμπούρες και ο γάμος έγινε σε μια μακρινή απόμερη εκκλησία να μην μας γνωρίσουν".
"Ναι στον Άγιο Δημήτρη"... είπε ο Σούλης σκεφτικά... "και εμένα μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι... είχα που είχα γυρίσει από τη μακρόνησο φοβισμένος, τώρα μου την έπεφταν και κουμπουροφόροι! ήμουν αθώος αλλά σε ποιόν να το έλεγα?"
"Το πουλάκι μου έκλαιγε στην εκκλησία" είπε η Ελένη κάπως παιχνιδιάρικα αλλά τρυφερά...
Τότε του Νάκου του ήρθε νταμπλάς!!!
"Δεν μιλάτε για την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο..."
"Ναι εκεί είχαμε πάει... ήταν απόμερα τότε" είπε νοσταλγικά η Ελένη...
"Ρε εσύ ήσουν ο γαμπρός που έκλαιγε?" είπε ο Νάκος στο Σούλη...και συνέχισε...
"Εγώ ήμουν απέξω τσόγλανος τότε  και σας πετούσα πέτρες..."
Τότε πετάχτηκε ο αδελφός της Ελένης ο Μίλτος...
"Μια πέτρα με βρήκε στο κεφάλι! Θα σε σκότωνα ρε κερατά αν σε έπιανα στα χέρια μου..." 


Όλοι γέλασαν και άφησαν τον οίνο να απαλύνει και να εξωραΐσει τα περασμένα... και έγιναν καλή παρέα και συνεργάτες αχώριστοι...
Ο Σούλης, τα έφερε η ζωή και έμεινε ανύπανδρος για όλα του τα επόμενα χρόνια μα κυρίως μπον βιβέρ... έφυγε για το μεγάλο ταξίδι φέτος τον Αύγουστο και είπα να τον μνημονεύσω τώρα που έχουν πάρει όλα το δρόμο της λήθης... 


 

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

Ασανσέρ για δολοφόνους...





Πριν τρία Σαββατοκύριακα, εργαζόμουν σε ένα κτήριο που τυγχάνει ερήμωσης... εισέρχεται ταχύτατα σε μια πρόωρη γήρανση και decadence μαζί με όλον τον έμψυχο και άψυχο κόσμο γύρω του. Ήταν κάπως "αρπαχτή" και δουλειά ρουτίνας, αλλά σε ένα περιβάλλον που δημιουργούσε παράξενα συναισθήματα, καθώς πρόσφατα έσφυζε από ζωή και εργαζόμενους που έκαναν όνειρα για το μέλλον τους.

Παρασκευή, τέλος εργασιών και το προσωπικό συντήρησης-ανανέωσης (η ύστατη ελπίδα των ιδιοκτητών του μεγάρου για να πατσίσουν χασούρες) , με αφορμές την είχε κοπανήσει για τα καλά. Συνεπικουρούσε σε αυτό και η αφραγκιά όλων μας, και το γεγονός ότι ήταν απλήρωτοι για μήνες. Απομακρύνθηκα σε μια γωνία του ισογείου  που εβδομάδες τώρα δεν πλησίαζε ψυχή. Γύρω και έξω από το Μέγαρο τα πάντα ήταν σε μια διαρκή και ολοένα αυξανόμενη εγκατάλειψη...

Πήρα ένα από τα ασανσέρ του κτηρίου που είχαμε φροντίσει να λειτουργούν στοιχειωδώς και ανέβηκα στον τρίτο... Εκεί μετά από κάποιες τελευταίες πινελιές το μόνο που μου έμενε ήταν να ρίξω μια ματιά και στον 6ο και μετά θα έφευγα κι εγώ για πολύ καιρό, καθώς το ακίνητο θα μείνει έρημο για μήνες, ίσως για όλο το χειμώνα. Ζέστη, η Αττική, απέπνεε έναν αποπνικτικό αέρα και είχα ιδρώσει... Έκανα την φευγαλαία και απερίσκεπτη σκέψη να ανέβω με το ασανσέρ. Το πήρα, πάτησα τον 6ο και ανέβηκε κανονικά. Λίγο πριν σταθεροποιηθεί στον 6ο, άρχισε να κατεβαίνει βίαια. Όχι επικίνδυνα, αλλά αρκετά γρήγορα για να καταλάβω ότι κάτι δεν πήγαινε καλά...

Περίμενα στωϊκά να ακινητοποιηθεί, η καμπίνα, όμως χωρίς άλλο αυτή συνέχισε την κάθοδο και έφτασε κάτω από το 2ο υπόγειο. Εκεί αντί να σταθεροποιηθεί σε κάποιο λεβητοστάσιο ή έξω από μια πόρτα, αυτό μπήκε σε ένα τσιμεντένιο φρεάτιο στα έγκατα της γής. Συνέχισε την κάθοδό του, δίνοντάς μου την εντύπωση πως κατέβηκα τουλάχιστον 2 μέτρα κάτω από το έδαφος του 2ου υπογείου μέσα σε μπετόν... "Ωραία" σκέφτηκα. Μα το χειρότερο με περίμενε, καθώς έσβησε και το φως... Δείγμα πως έχασα κάθε ελπίδα...

Μια κραυγή μου έφυγε, γιατί δεν περίμενα έτσι αναπάντεχα και άδοξα το τέλος μου... Ένα τελείως έρημο κτήριο φάντασμα, χωρίς ψυχή, κλειδωμένο ερμητικά από το φόβο μη γίνει άντρο λαθρομεταναστών και λαθραίων γενικώς με το προσωπικό τελείως απόν... Η κραυγή μου έφυγε την ώρα που συνειδητοποίησα ότι δεν είχα πάνω μου το κινητό... μόνο έναν μικρό φακό... τον άναψα, ψαχούλεψα το καντράν, τίποτε. Ο Θαλαμίσκος νεκρός. Σκέφτηκα ότι έτσι κι αλλιώς σε εκείνη την πτέρυγα, δεν περνούσε ψυχή, κανείς δεν θα περνούσε από εκεί κοντά, ίσως και για μήνες... Τότε ούρλιαξα όσο δυνατά μπορούσα... ήμουν βέβαιος για το τέλος... άδοξο... "Θα βρουν το άψυχο κορμί μου μετά απο μήνες ίσως και χρόνια" σκέφτηκα... Το χειρότερο όλων, είχα φθάσει μέσω πολυσχιδών συνεργασιών σε εκείνον το χώρο, κι έτσι κανένας από τους στενούς οικείους μου ή φίλους δεν γνώριζε την επαγγελματική μου σχέση με εκείνο το οικόπεδο...


Στις δεύτερες πιο ψύχραιμες σκέψεις έψαξα την καμπίνα, για κάποια καταπακτή διαφυγής, για κάποια ατέλεια στις λαμαρίνες... τίποτε... Μασίφ, κακή ιδιοκατασκευή, όπως και η όλη κατασκευή του κτηρίου δλδ... Ξάπλωσα κάτω και έκανα ησυχία... κατά περιόδους αφουγκραζόμουν μήπως ακούσω κάποιον ήχο... απόλυτη ησυχία... μόνο η ανάσα μου... ύστερα από λίγο ήμουν σίγουρος πως άκουγα και την καρδιά μου να χτυπάει ρυθμικά γρήγορα... σχεδόν με ξεκούφαινε...

Δεν μπόρεσα να υπολογίσω το διάστημα που έμεινα εκεί... Μου φάνηκε τουλάχιστον μια ημέρα, ολόκληρη, ενώ το ρολόϊ μου έδειχνε πως είχαν περάσει μόλις 8 ώρες... Έξαφνα, άκουσα ήχους δυνατούς και ρυθμικά χτυπήματα πάνω πολύ ψηλά... έβγαλα κραυγή. Τίποτε... Στη συνέχεια αφουγκραζόμουν και μόλις τα χτυπήματα ησύχαζαν, ούρλιαζα με όλη μου τη δύναμη... σε βαθμό που θα λιποθυμούσα... Μετά από ώρες κάποιοι επάνω κατάλαβαν ότι έκραζα απεγνωσμένα για βοήθεια και άκουσα μια δυνατή φωνή:
"Που είσαι?"
"Κάτω στο ασανσέρ! απάντησα! μέσα σε φρεάτιο. Είναι τυφλό, δεν έχει πόρτα!"
"Μην κουνηθείς, χαλάρωσε! μου είπε η φωνή..."

Σκέφτηκα ότι όλο αυτό ήταν της φαντασίας μου, ότι δεν ήταν πραγματικότητα, ότι είχα πλάσει ένα τέτοιο σενάριο για να βοηθήσω τον εαυτό μου... Μου φάνηκε ότι είχαν περάσει ώρες, αλλά σύγκαιρα, ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε στην οροφή της καμπίνας. Κάποιος πήδηξε μέχρι εκεί... Χτύπησε δυνατά με αιχμηρό βαρύ εργαλείο και διέλυσε την οροφή της καμπίνας... Μου έκανε αίσθηση η όσφρηση του οξυγονωμένου αέρα...

Ένα δυνατό μελαμψό χέρι με τράβηξε έξω και μετά ένας άλλος μας βοήθησε να ανεβούμε... Ήταν κάμποσοι λαθρομετανάστες και δύο συμπατριώτες μας, που είχαν μπεί λαθραία να ξεψειρίσουν το κτήριο από σιδερικά που έτσι κι αλλιώς θα πετάγονταν... Τους κοίταζα και νόμιζα ότι έβλεπα τον ίδιο τον μυστικό δείπνο... Τους πήρα όλους, μια ομάδα 8 ατόμων και καθώς ήταν πλέον βράδυ, δειπνήσαμε σε κοντινό εστιατόριο του Κεραμεικού... Ήμουν άφωνος και πολύ στενοχωρημένος...


"Τι έχεις?" Με ρώτησε ο συμπατριώτης μου Ρομά Έλληνας...

"Να του λέω, τούτες τις μέρες της κρίσης, έκανα ηλίθιες σκέψεις για όλους εσάς, που κλέβετε, που κάνετε διαρρήξεις, ήθελα να σας εξοντώσουν, ήθελα να σας επιβάλλουν στειρώσεις, ήθελα την εξόντωση όλων εσάς", έδειξα τους λαθρομετανάστες, "βέβαια σκέψεις ήταν μόνο, να εξηγούμαστε! τους είπα". "Κι εσείς με σώσατε, μου δώσατε το δικαίωμα να ζήσω, ακριβώς επειδή υπάρχετε και κάνετε αυτή τη δουλειά...".
Αυτοί γελούσαν... Εγώ είχα έναν πονοκέφαλο που μου τρυπούσε τα μηνίγκια... Τα μάτια μου είχαν πεταχτεί...

Τους άφησα ότι χρήματα είχα, αντάλλαξα τηλέφωνα με τους συμπατριώτες μας και έφυγα, άφωνος... ακόμη και σήμερα έτσι είμαι... χωρίς φωνή πλέον...

Η ιστορία είναι αληθινή και τη βίωσε άμεσος συνεργάτης μου... ήμουν από τους ελάχιστους που γνώριζε την επαγγελματική του σχέση με το ακίνητο εκεί και φυσικά ελάχιστα γνωρίζω τους δικούς του... Μου έκανε εντύπωση ο έντονος συμβολισμός του επεισοδίου με την πραγματικότητα που βιώνουμε... θα βρεθούν άραγε και για εμάς "λαθραίοι" να μας βοηθήσουν?

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

ανακλάσεις φωτός...

Ήταν όμορφη... μέσα στη δροσερή νιότη των 20 χρόνων της...
για όλες τις γυναίκες έρχεται μια περίοδος της ζωής τους που λάμπουν σαν αναλαμπές μακρινών φάρων... σειρήνες που καλούν άξιους ταξιδευτές... περαστικές, αιθέριες, λιγνές σιλουέτες, που βάφουν τον καμβά της ζωής μας...

Στην πραγματικότητα δεν έβλεπα παρά μόνο τον αντικατοπτρισμό της από έναν παλιακό καθρέπτη, στο σαλόνι του σπιτιού της, καθώς αυτή έριχνε ένα φευγαλαίο βλέμμα πριν φύγει για τη δουλειά, ενώ εγώ αραγμένος στον καναπέ, άφηνα το μυαλό μου να μην σκέπτεται τίποτε, ούτε να κάνει μελλοντικά απραγματοποίητα σχέδια επί χάρτου... μόνο να αφεθώ να απολαύσω τη ραστώνη...
Η πόρτα του σπιτιού έκλεισε με τον χαρακτηριστικό θόρυβο... Ησυχία... σηκώθηκα με χαρούμενες σκέψεις προκειμένου να φύγω σε ένα καλοκαίρι πριν πολλά χρόνια που τότε μόλις άρχιζε...

Δεν είχα κλειδί... Έκλεισα την πόρτα με θόρυβο, που έσβησε σιγά, σιγά από το βόμβο της πόλης στην κυκλοφορία μιας Αθήνας που μόλις τότε ξυπνούσε... Τον ίδιο θόρυβο έκανε πάντα η πόρτα αυτή... Τον άκουσα για τελευταία φορά, όταν την ξαναέκλεισα μετά από αρκετά χρόνια, χωρίς να ξέρω τότε ότι ήταν η τελευταία φορά που εξερχόμουν από αυτό το σπίτι... ο καιρός συνεπήρε με το διάβα του τις μικρές μας κλειστές καθημερινότητες, που με ασέβεια αποκαλούμε καριέρες, παίρνοντας κι εμάς μαζί του στα μικρά-μεγάλα ταξίδια μας...

Τα χρόνια πέρασαν τόσο γρήγορα... οι δεκαετίες έγιναν ξεθωριασμένες εικόνες... αφαιρετικές αναμνήσεις... κάπου εξωραϊσμένες από το ΕΓΩ μας, κάπου σκοτεινά ανήλια δωμάτια, από εκείνα που αν και δεν θέλουμε να θυμόμαστε, για άγνωστο λόγο, ο ασυνείδητος νους μας κρατά ακέραια...

Μια δουλειά με έφερε από την γειτονιά αυτή που μόλις πάρκαρα, συνειδητοποίησα πως είχα να περάσω από εκεί, πάνω από 15 χρόνια... Εκ περιεργείας, ή ίσως έτσι πρόκλησης, λόξεψα τον δρόμο μου ώστε να περάσω έξω από εκείνο το σπίτι... Δεν είχαν αλλάξει πολλά, αν και μου έδωσε την εντύπωση ότι είχε να κατοικηθεί χρόνια... Σαν να είχε μείνει εκεί ακίνητο, παγωμένο στο χρόνο, περιμένοντας από εμένα κάτι που δεν θα μπορούσα να προσδιορίσω...

Την αμέσως επόμενη βρέθηκα για δουλειά στην Κιφησιά... Τελείως άσχετη γειτονιά, και πολύ μακρινή από εκείνη της πρώτης αντανάκλασης... Στεκόμουν έξω από έναν αδιάφορο εμπορικό δήθεν πεζόδρομο και ακριβώς απέναντί μου μια κυρία, καθόλα μαντάμ, μιλούσε στο κινητό, πολυάσχολη και ίσως και μιαν υποψία επιθετική, δίδοντας αυστηρά επαγγελματικές εντολές... Έκανε μια κίνηση για να βγάλει τσιγάρο και η κινησιολογία, πρόδωσε την ταυτότητά της... Η αντανάκλασή της σε έναν εξωτερικό καθρέπτη εμπορικού καταστήματος, απλά ήρθε να με επιβεβαιώσει... Ήταν ακόμη όμορφη, και ίσως η ηλικία να της είχε προσθέσει και μιαν γοητεία και έναν αέρα...

Την άφησα εκεί με τον αντικατοπτρισμό της, χαμένη μέσα σε μια πολυάσχολη μανιέρα, καθώς ρουφούσε νευρικά το τσιγάρο... Έτσι κι αλλιώς δεν είχα και πολλή μεγάλη επιθυμία για ερωτήσεις των διαφορετικών παρόντων μας, που ίσως και να υπέκρυπταν κάποια ανάγκη δικαίωσης του ΕΓΩ και των επιλογών μας...

όμως αυτοί οι δυό αντικατοπτρισμοί που απείχαν πάνω, κάτω 20 χρόνια, μου άφησαν μιαν επίγευση ευχαρίστησης... χάρηκα πραγματικά... κι αυτό μετρούσε πάνω από όλα...

Τρίτη 1 Μαΐου 2012

Πρωτομαγιά



Ανδρέας Λυκουρίνος 14 ετών:
"Μπαμπά με πάνε για εκτέλεση στην Καισαριανή μαζί με άλλους επτα. Μη λυπάστε για μένα. Πεθαίνω για την πατρίδα και τη λευτεριά.
Ανδρέας".

Αυτή η χώρα δεν θα έχει ποτέ την τύχη να την κυβερνήσει ένας Ανδρέας Λυκουρίνος αν τον άφηναν ποτέ να μεγαλώσει...


Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

...Θέση Ιατρού στη Σουηδία! Ευκαιρία!



 

Καθόταν στο παλιό ξύλινο τραπέζι της κουζίνας... Έτριζε-κούναγε και συχνά του έχυνε τον καφέ... αλλά ας είναι... ήταν ο μόνος τρόπος να πιεί κι αυτός έναν καφέ...Το σπίτι μαρτυρούσε πως κάποτε είχαν υπάρξει καλύτερες ημέρες... όμως είχε σιγά, σιγά ξαναγυρίσει στη φθορά μετά από χρόνια παρατεταμένης φτώχιας και ανεργίας... Το ζήτημα ήταν ο επιούσιος... εδώ δεν μιλούσαμε πλέον για πολυτέλειες... Κι ευτυχώς η αδερφή τους έκανε θαύματα με τα μπαλώματα... κι έβρισκε άφθονα ραφτικά-κλωστές στα σπίτια που βοηθούσε...
  

Ανία... Ο Νάσος κοιτούσε τους συνομηλίκους του που είχαν πέντε δραχμές στην τσέπη και πήγαιναν σε μπαρ και κέντρα διασκέδασης... έβρισκαν κορίτσια... "ανώφελο σε λίγο όλα θα χάνονταν" μονολογούσε... Συμπλήρωνε 2 χρόνια χωρίς ούτε ένα μεροκάματο ώστε να μπορεί να συνεισφέρει στο σπίτι του... Παλαιότερα έβρισκε να κάνει τίποτε μικροδουλειές σε κάποιες επιχειρήσεις ή εταιρίες... όμως τώρα είχαν κλείσει όλα... Μόνο το χονδρεμπόριο και η μαύρη αγορά  είχαν λίγο κίνηση, όμως τώρα είχαν σκληρύνει τα πράγματα και η μαφία και η βρωμιά,  είχαν μπει μέσα σε αυτό το σινάφι για τα καλά...

Γύριζε γύρω του σαν αγρίμι και δεν έβλεπε φως... μόνο μια διέξοδος υπήρχε... αλλά αυτήν δεν τολμούσε καν να τη σκεφτεί... Το απόγευμα πήγαινε στο καφενείο... Του είχαν κόψει το βερεσέ, αλλά ένεκα φτώχιας και στενότητας είχαν αραιώσει και οι πελάτες, κι έτσι άδειες καρέκλες υπήρχαν διαθέσιμες... Κυρίως πήγαινε γιατί καμιά φορά ερχόταν κανένας εργολάβος ή νοικοκύρης και ζητούσαν περιστασιακά χέρια για δουλειά... και μαζεύονταν οι άνεργοι και μειοδοτούσαν...

Ένα πρωί έμαθε δύο καταπληκτικά νέα... Το πρώτο είναι ότι ο Μπαρμπα-Τάσος, ένας γείτονας είχε πάρει γράμμα από το γιό του που ήταν μετανάστης στις ΗΠΑ. Αγράμματοι οι περισσότεροι το έδιναν στο καφενείο στο δάσκαλο για να το διαβάσει... τον κερνούσαν και κάναν καφέ κι έτσι η ανάγνωση των επιστολών αποτελούσε ατραξιόν. Το δεύτερο νέο ήταν ότι γύριζε από την ξενιτιά ο παιδικός του φίλος ο Γιώργος... Κάτι έγινε λέει, εβγαλε πολλά λεφτά και έτσι γύρισε για λίγο για να δει τους δικούς του... Ήλπιζε να συναντιόντουσαν... είχαν περάσει τόσα μαζί από παιδιά... Ήταν ο καλύτερος φίλος του... Ο Νάσος λογάριαζε πως αν πήγαινε ποτέ μετανάστης, στο Γιώργο θα πήγαινε...


Έτσι χαρούμενος, ντύθηκε όσο καλύτερα μπορούσε... Στο καφενείο στάθηκε όρθιος, αφού καρέκλες υπήρχαν μόνο για όσους πλήρωναν καφέ. Αττραξιόν γαρ... "Αγαπημένοι μου γονείς. Είμαι χαρούμενος, ευτυχισμένος και το αυτό εύχομαι δια υμάς". Το "υμάς" δεν το έγραφε, συνήθιζε όμως ο δάσκαλος να βάζει σάλτσες εξωραΐζοντας τον απλοϊκό λόγο στις επιστολές... "Εδώ στην Αμερική, όλα είναι περίφημα. Ευγνωμονώ το θεό που με αξίωσε να ζω σε αυτόν τον παράδεισο. Υπάρχουν παντού δουλειες, όρεξη να έχεις και χρήμα με ουρά. Τα σπίτια είναι τέλεια, άνετα μεγάλα και το κόστος ζωής χαμηλότερο από το εισόδημα που βγάζουμε από τη δουλειά. Έτσι μπορώ κάλλιστα να κάνω κομπόδεμα για να πληρώσω τα ναύλα μου που με έφεραν εδώ και να στέλνω και σε εσάς τίποτε. Σκέφτομαι τι χαζός που ήμουν και κοπροσκύλιαζα στην Ελλάδα. Μην βαρυγκομάτε δεν μου λείπει τίποτε εμένα... Ντρέπομαι και λίγο καθώς συλλογιέμαι τη δική σας φτώχια εκεί πίσω... Στέλνω ένα μικρό δωράκι-μαντήλι για τη μεγάλη αδερφή και λίγα χρήματα. Δεν σας στέλνω πολλά σε αυτό το γράμμα για να μην κακομάθετε, αλλά υπόσχομαι ότι στο επόμενο θα σας στείλω τα αγαθά του Αβραάμ και του Ισαάκ. Να είστε γεροί και να προσέχετε τ' αδέρφια μου. Ο υιός σας Εμμανουήλ". Ο δάσκαλος ξερόβηξε λίγο και ύστερα είπε: "Υστερόγραφον: Να δώσετε χαιρετισμούς σε όλους εκεί πίσω... ιδιαίτερα στο Νάσο και την Ιωάννα"



Ο μπαρμπα-Τάσος έκλαιγε... το ίδιο και άλλοι δίπλα του... "Άντε μπαρμπα-Τάσο, είδες? Ο θεός σας λυπήθηκε". Μονολόγησε ένας θαμώνας ομοτράπεζος... Οι νέοι, ιδίως οι όρθιοι αλληλοκοιτάζονταν με νόημα... "Τι κάθόμαστε ρε μαλάκες εδώ πέρα!!! σ'αυτόν τον κωλότοπο? μονολόγησε φωναχτά ένας από αυτούς".


Το βράδυ στο σπίτι το μοναδικό θέαμα: το ραδιόφωνο. Από τη φτώχια κρατικά κανάλια δεν εξέπεμπαν... μόνο πειρατικά που έκαναν διάφορες μπίζνες... εκεί δημοσίευαν δωρεάν και αγγελίες. Ο καιρός είχε ζεστάνει κι έτσι κάθονταν στην αυλή του σπιτιού. "Η Ελένη Δεσύλα, αφιερώνει το επόμενο τραγούδι στους συμμαθητές της και σε όλο το Γ4 του Δ' Γυμνασίου. Τους αποχαιρετά και εύχεται να είναι γεροί, καθώς αύριο φεύγει μετανάστρια για την Αυστραλία". Καπάκι μπαίνει το τραγούδι, αλλά ο Νάσος μέσα του καίει... Η Ελένη δεν ήταν για αυτόν ένα τυχαίο κορίτσι... "Την κατάφεραν τα καθήκια οι δικοί της τελικά"... σκέφτηκε...


Ο κόσμος του είχε μαυρίσει... από την ανημποριά, την ανυπομονησία, την απαγοήτευση, τη φτώχια και την απόγνωση... Στον Τόπο του, μόνο οι μπράβοι και οι μαφιόζοι μαζί με τους πολιτικούς έκαναν κουμάντο και έτρωγαν με χρυσά κουτάλια... "Καλύτερα στην ξενητιά το Λενάκι, παρά να πάει να γίνει κοκότα τους", ξανασκέφτηκε...  Ωστόσο ο κόσμος έλαμψε μέσα του καθώς θυμήθηκε τον φίλο του το Γιώργο... "Το καθήκι... είναι εδώ 10 μέρες και δεν έχει δώσει σημεία ζωής. Εμ βλέπεις είναι φραγκάτος τώρα... τι να κάνει με μας τους κουρελήδες". Μα θες το πείσμα, θες το άδικο, τον όπλισαν κι έτσι το απογευματάκι αποφάσισε να πάει από το σπίτι του... Πόδια είχε, γερός ήταν... μετά από περπάτημα έφθασε έξω από το σπίτι... Η μητέρα του στην πόρτα τον κοίταξε ερευνητικά πίσω από το παράθυρο... "Ο Γιώργος δεν είναι εδώ παιδί μου!" του είπε ψεύτικα... "Πήγε με τον πατέρα του για δουλειές!",  αποτελείωσε η γραία. Μα από μέσα από το σπίτι ακούστηκε βήχας ατέλειωτος.

 "Ποιός είναι Μάνα?"
"Κανείς παιδάκι μου!" είπε πάλι η κυρία, αλλά ύστερα την πήραν τα κλάμματα... "Που να κρυβόμαστε από σένα παιδάκι μου! Θα μας τιμωρήσει κι ο Θεός!" ξέσπασε σε λυγμούς... του άνοιξε...

Μέσα στο εσωτερικό του σπιτιού, το οποίο ο Νάσος είχε χρόνια να επισκεφθεί, υπήρχε μια μπόχα... Σε ένα άθλιο ντιβάνι, ήταν ξαπλωμένος, αγνώριστος ο φίλος του. Σωστό, ζωντανό λείψανο. Ο Νάσος τον αγκάλιασε... ο Γιώργος ξέσπασε σε λυγμούς!. Κοιτάζονταν ώρες χωρίς να ανταλλάξουν καμία κουβέντα... Τη σιωπή έσπασε ο Γιώργος...

- "Ξέρεις χάθηκα γιατί βλέπεις την κατάστασή μου... Γύρισα για να ... πεθάνω αξιοπρεπώς στον τόπο μου"... "καλύτερα εδώ, παρά σαν το αδέσποτο σκυλί εκεί"...

Ο Νάσος κοκκίνισε: "Καλά ρε μαλάκα, εσύ δεν έγραψες στους δικούς σου, πως εκεί έξω είναι όλα τέλεια? Πως έχεις δουλειά, λεφτά?" "Πως είναι επίγειος παράδεισος?".

- Ο Γιώργος ξεροκατάπιε... έβηξε κι ύστερα είπε: "Και τι ήθελες ρε να γράψω στους γονείς μου?" "πως εκεί είναι κόλαση? Πως ζω κάτω κι από τα σκουλήκια? Πως καθημερινά μου φέρονται σαν ζώο? Σαν σκλάβο? Πως το μόνο που μου μένει αφού δουλεύω σαν σκυλί 15 ώρες κάθε μέρα είναι να κοιμάμαι σε ένα σάπιο δωμάτιο μαζί με άλλους 20 βρωμιάρηδες? κλέφτες? που ο καλύτερος σε καρυδώνει για ένα δολάριο?"

Ο Νάσος κούνησε καταφατικά το κεφάλι: "Ξέρεις τις προάλλες ήμουν στο καφενείο. Ο Μπαρμπα-Τάσος, διάβαζε την επιστολή του γιού του του Μανώλη! τον θυμάσαι?"

-Το φάντασμα που κάποτε λεγόταν Γιώργος, γέλασε πικρά: "Τον Μανώλη τον λυπούνται και τα ποντίκια ακόμα... Φαντάσου να κοιμάσαι στα σκατά. Κυριολεκτώ. Μετά να ξυπνάς, να δουλεύεις ξεσκατίζοντας με ένα φτυάρι, να ξανακοιμάσαι εκεί στον ίδιο χώρο και έτσι να περνούν οι μέρες σου... Μόνο μια φορά το μήνα να σε αφήνουν να βγεις από το εργοστάσιο και να πηγαίνεις σε έναν βρωμότοπο να κάνεις ένα ντουζ να ξεγελάσεις τον εαυτό σου ότι είσαι κι εσύ άνθρωπος..."



-"Καλά γιατί δεν φέυγετε για κάπου παραδίπλα μήπως είναι καλύτερα?" ρώτησε ο Νάσος

-"Απλά γιατί δεν επιτρέπεται... Χρωστάμε στη μαφία μια περιουσία για να ξεπληρώσουμε τα ναύλα μας... Και αυτοί δεν αστειεύονται... Για να καταλάβεις για να στείλω εδώ στους γονείς και στις αδελφές μου λίγα ψωροδολάρια πήρα δάνειο... Και αυτοί εκεί είναι σωστοί τοκογλύφοι... ένα δανείζεσαι, δέκα γυρνάς πίσω..."

-"Και τότε πως σε άφησαν να φύγεις?" "Να γυρίσεις εδώ?"

Ο Γιώργος μετά από ένα μπαράζ βήχα και ανημποριάς ξαναβρήκε τ' ανάκαρα να μιλήσει... "Η καρβουνόσκονη... δεν κάνει για μένα... με σκότωσε βλέπεις μέσα σε 5 χρόνια... Η μαφία κάτι τέτοιους σαν και μένα, τους ξεπαστρεύει για να αδειάσει θεση γι' άλλον... Αλλά το ψυλλιάστηκα... μάζεψα τις δυνάμεις μου και το έσκασα από το νοσοκομείο... πήγα στο λιμάνι κι ένας καπετάνιος Τούρκοκρητικός με λυπήθηκε... Συμφωνήσαμε να έρθω με το βαπόρι μέχρις εδώ. Αν ψόφαγα θα με πέταγε στα ψάρια... Φτυάριζα κάρβουνο 17 μέρες και ξέρεις κάτι? Εκεί στο βαπόρι έφαγα φαγάκι, που δεν είχα φάει 5 χρόνια στο Αμέρικα"

Ο Νάσος ξαναπήρε το λόγο: "Κι εδώ τι θα κάνεις ρε μαλάκα? Θα μου κάνεις παρέα να πεταλώνουμε ψύλλους? Μέχρι και το Ελενάκι με παράτησε και έφυγε..."

Ο Γιώργος απάντησε πικρά: "Εγώ ήρθα εδώ κολλητέ, απλά για να πεθάνω... δεν μου μένουν ούτε δυό - τρεις μήνες, έτσι είχε πεί ο μαφιόζος γιατρός στους βαρώνους εκεί με νόημα, στο Νοσοκομείο στο Τζέρση..." ύστερα σοβάρεψε... "Άκου εδώ μαλάκα... σε ξορκίζω... κάνε ότι κάνεις, φάε σκουπίδια, σκατά, από εδώ μην το κουνήσεις... Ο κόσμος δεν είναι ρόδινος... πήγα σε τόσα μέρη, παντού είναι τα ίδια σκατά και χειρότερα... Εσύ είσαι έξυπνος. Βρες τρόπο να τα βολέψεις... Εκεί έξω θα είσαι σκουπίδι. Τι σκουπίδι και τα σκουπίδια είναι καλύτερα ακόμα... Α' και το Ελενάκι δεν θες να μάθες καλύτερα τι θα το βάλουν να κάνει εκεί... θα παρακαλάει να πεθάνει κάθε μέρα... παράλληλα τα βράδυα, θα ικανοποιεί τις ορέξεις του κάθε γερο-κερατά εκεί..." Δεν είχε καθόλου ειρωνία ο λόγος του... και αυτό φόβιζε περισσότερο το Νάσο...

Η σκουριασμένη εξώπορτα της αυλής του σπιτιού του Γιώργου, βρόντηξε... Ο Νάσος περπατούσε τώρα με άλλον τρόπο... Ήταν κάπως, μια υποψία λιγότερο δυστυχισμένος... Η νύχτα σιγά, σιγά έμπαινε και οι δρόμοι ερήμωναν... Οι ίδιοι δρόμοι που κάποτε έσφυζαν από ζωή, από ανθρώπους... Ο Νάσος το είχε πάρει απόφαση... Θα έμενε... κόντρα σε όλους και όλα...



> Η ιστορία αυτή διαδραματίστηκε στη χώρα μας στη δεκαετία του 50... Μου είναι στενότατα οικεία κι έτσι εκτός από τα ονόματα αλλαξα και λίγο τις δουλειές  και τις συνήθειες βάζοντας αυθαίρετα κάποιους ετεροχρονισμούς... Μου ήρθε έντονα ξανά στο νου, ιδίως τώρα που τόσοι και τόσοι προπαγανδίζουν τη μετανάστευση από την Ελλαδα... Ιδίως εκείνη των επιστημόνων... και επειδή μας μπαίνουν συνεχώς ιδέες... έτσι να έχουμε στο βάθος του μυαλού μας και αυτά που συνέβησαν στους γονείς μας...

Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

...πάντων χρημάτων μέτρον έστιν άνθρωπος...

...των μεν όντων ως έστιν, των δε ουκ όντων ως ουκ εστίν...

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

The story of the cat...


I will not reign...





to serve I disdain...






the cat I remain...



Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

... Απρόσκλητοι μουσαφιραίοι...


Από το πρωί η μέρα δεν φαινόταν καλή... από εδώ και από εκεί κυριαρχούσαν οι χειρότερες φήμες. "Θα χτυπήσουν στο ψαχνό", "Θα σας σκοτώσουν, κρίμα να πάτε στον τάφο νέοι", "τους άλλους που συνέλαβαν τους εκτέλεσαν εχθές το βράδυ. Ο Θείος Αναστάσης άκουσε πυροβολισμούς στου Ζωγράφου. Τους έθαψαν εκεί που χτίζουν τα κτήρια". Και άλλες πολλές, ακόμη χειρότερες... Καθόμασταν στην Κυψέλη στο φοιτητικό διαμέρισμα του Άρη. Μα ο αέρας μας έπνιγε... δεν ήταν δυνατόν σήμερα, τούτες τις μέρες να μείνουμε μέσα... Οι εικόνες πήγαιναν κι ερχόντουσαν, μα ο φόβος ήταν το μόνο βέβαιο και κυρίαρχο που έμενε...




Το πρωί κάποιοι είχαν ακούσει σποραδικές ριπές... Αποφασίσαμε να κατεβούμε στο Πολυτεχνείο κι ότι βρέξει ας κατεβάσει... αν τα βρίσκαμε σκούρα θα την κοπανάγαμε ξανά... τα στενά τα ξέραμε... Συρθήκαμε από την άνω πλευρά της Κυψέλης... παντού άγρια βλέμματα... όλοι καχύποπτοι... "Αυτός είναι ρουφιάνος... και τη μάνα του πουλάει για ένα κατοστάρικο!", "εκείνη πρόσεχέ την, έχει έναν θείο στην ασφάλεια... θα κελαηδήσει". Ο αέρας είχε μια περίεργη οσμή που σου έπιανε το στομάχι... φθάσαμε στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας... πουθενά αυτοκίνητα... ψηλά, αύρες της αστυνομίας ακροβολισμένες. Έξω ένα πλήθος να περπατάει δήθεν αδιάφορο να πάει στη δουλειά του. Που και που, στρατιωτικά τζιπ ή οχήματα να τρέχουν σαν δαιμονισμένα... καμμένα, σκουπίδια, πέτρες προσέδιδαν τη χθεσινοβραδυνή μάχη που είχε συντελεστεί εκεί... στην οποία είχαμε πάρει μέρος...


Αρχίσαμε να κατηφορίζουμε την Αλεξάνδρας... Τοπία γνώριμα, άγρια βλέμματα, όλοι καχύποπτοι μα και με έναν περίεργο, ανεξήγητο ενθουσιασμό... Κυρίες μας κοίταζαν με υποτιμητικό βλέμμα, μα και άλλες με συμπόνοια, με κάποια λύπη... δεν ξέρω ποιό από τα δύο αυτά βλέμματα με εκνεύριζε περισσότερο... προχωρήσαμε στην Πατησίων... όσο πλησιάζαμε στο Πολυτεχνείο, εικόνες γνώριμου χάους... Τα συναισθήματα οικεία, ξεφοβιστικά και ανάμεικτα...

...
Την ώρα της εισβολής είμασταν Αλεξάνδρας και Μαυροματαίων... οι ριπές, δεν ήταν φήμες... ο φόβος παραδόξως δεν ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα, αλλά κάτι άλλο πιο άγριο... φωτιές, χαμός κόσμος που έτρεχε αλαφιασμένος, στρατιώτες, λοκατζήδες, συλλήψεις, μα κυρίως ξύλο, αλύπητο ξύλο... Ξεμένουμε μόνο εγώ και ο Άρης, οι άλλοι είναι χαμένοι από προσώπου γης... πηγαίνουμε αργά στη Μαυροματαίων, σερνόμαστε σκυφτοί σαν αγρίμια... ακούγονται φωνές από κυράτσες που φωνάζουν: "εκεί είναι πιάστε τους παλιο-αλήτες!". Παντού ασφαλίτες, μπάτσοι και λοιποί παρατρεχάμενοι με πολιτικά ή ντυμένοι "φοιτητικά",  μπαίνουν,  αρπάζουν διαφόρους και τους σαπίζουν στο ξύλο... Οι ελπίδες μας έχουν εξανεμιστεί... μπροστά μας υπάρχει ένα μεγάλο μπλοκ από ασφαλίτες... ακούγονται ουρλιαχτά... όσοι προχωρούν τους συλλαμβάνουν μετά ξύλου και εθνοσωτηρίου μουσικής...



Κάποιοι άλλοι από διάφορες πόρτες κάνουν νόημα σε κάποιους να πανε να τους κρύψουν... Μα μόλις πλησιάζουν πετάγονται από τις πόρτες ασφαλίτες και τους συλλαμβάνουν... είμαστε σαν χαμένοι... οι θυρωροί καραδοκούν και αν πλησιάσεις σε είσοδο πολυκατοικίας, ξαφνικά εμφανίζονται μαζί με ασφαλίτες και πιστόλια... Έξαφνα ένα παραπόρτι ανοίγει... δυό πελώρια χέρια μας αρπάζουν και μας φυγαδεύουν στο εσωτερικό ενός κάπως ανεξάρτητου διαμερίσματος... υπάρχει σκοτάδι, αλλά σύντομα καταλαβαίνουμε ότι εκεί είναι ένα καταφύγιο, καθώς υπάρχουν αρκετοί φυγάδες σαν και εμάς... Ο σώτήρας μας, μας γνέφει να κάνουμε ησυχία με νόημα... Περάσαμε εκεί όλη τη νύχτα, ώσπου ξημέρωσε... φεύγοντας με το πρώτο φως αναγνωρίσαμε το σωτήρα μας...

Ήταν ο ηθοποιός Νίκος Βασταρδής, που εχθές το βράδυ έφυγε από τη ζωή... Δεν μπορώ να ξέρω περισσότερα, αλλά εκείνο το βράδυ με πραγματικό κίνδυνο της ζωής του έσωσε κόσμο... και αυτό δεν μπορώ με τίποτε να το ξεχάσω... και ποτέ δεν το διαφήμισε, ούτε το εκμεταλλεύτηκε... για εκείνον ήταν αυτονόητο βλέπεις... έτσι το αισθανόταν... 




ΥΓ:   Ένα ύστατο πλην ήκιστο αφιέρωμα στον μεγάλο ηθοποιό μέσα από την βιωματική διήγηση στενού συγγενούς μου, που έζησε τα γεγονότα εκείνο το βράδυ από πρώτο πρόσωπο, και χαρη στον κο Βασταρδή είναι σήμερα σε θέση να τα διηγηθεί...

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

Η Νίκη της Σαμοθράκης...

 

Ο Πάνος στάθηκε να κοιτάζει τις παλιές φωτογραφίες... Ξάνθη 1992... ήταν και εκείνη εκεί... η Έλενα... Από τη Θάσο, μελαμψή μα με ένα πρόσωπο τόσο όμορφο που οίκτιρε τον κόσμο που δεν ήταν ζωγράφος να το αποτυπώσει σε χίλιους πίνακες... Μικρά βήματα στα καλντερίμια της παλιάς πόλης... Μεγάλα όνειρα στον κόσμο... Διαστρικά ταξείδια στο διάστημα τις νύχτες... Της είχε δείξει τ' αστέρια... την Κασσιόπη, τον Κηφέα, τον αστερισμό του Κύκνου... του είχε αποτυπώσει το χαμόγελό της στον καμβά της ψυχής του... ανεξίτηλο... να πυρρώνει την καρδιά του... Δυό γουλιές τσίπουρο να στάζει κόμπος στο λαιμό... κι ύστερα η νύχτα...

Τα χρόνια πέρασαν... όχι εύκολα, μα για τον Πάνο το Μαθηματικό, το μεταπτυχιακό και το διδακτορικό ήταν peace of cake... Η Έλενα σταθερά στον καμβά της ζωής του... Πράγα, Λωζάννη, Καλιφόρνια, τόποι, χρόνοι χωρίς σημασία, αρκεί να είχαν κι αυτήν μέσα... Κι ο Πάνος στον αγώνα πάντα, εκείνον των ψηλών τειχών που ο ίδιος είχε χτίσει για τον εαυτό του... Κι η Αθήνα να εκσυγχρονίζεται να βάζει τα καλά της και να ντύνεται σιγά, σιγά ευρωπαία... Κι ο Πάνος να χαράσσει πορείες σε μακρινούς πορτολάνους... δεν έχουν σημασία οι τόποι... αρκεί να είναι κι αυτή μέσα... Στην ανεμόσκαλα των ονείρων του, με τη μοναξιά του σύντροφο και τα όνειρά του εικόνες... Σουηδία, Νορβηγία... Στα αποκρυσταλλωμένα από τον πάγο πεζοδρόμια, έσερνε τα βαριά βήματά του... πάλι είχε ξενυχτήσει στο διαδίκτυο για ένα φθηνό υπερατλαντικό αεροπορικό ταξείδι... Μια λιακάδα...

Σαν Ίκαρος, η Αθήνα, η χώρα πέταξαν πολύ ψηλά στον ήλιο... κάηκαν τα φτερά τους... Σαν Ίκαρος κι ο Πάνος έκαψε γρήγορα τα δικά του  τα φτερά... Δεν την άκουσε που του επαναλάμβανε συνεχώς στα γράμματά της να προσέχει... "Εδώ δεν ξημερώνει ποτέ... της έγγραφε..." "Πήρες τον ήλιο μακριά μαζί σου..." Στο σκοτεινό Όσλο, ήρθαν οι επαγγελματικές επιτυχίες, μα για τον Πάνο δεν ήταν παρά η λογική συνέπεια μιας πολύ σκληρής δουλειάς γεμάτης στερήσεις... Στις μακριές νύχτες της ζωής του, όταν κατέβαινε τα σκαλιά του μετρό, σχημάτιζε την εικόνα της... Άνοιγε λαίμαργα το λάπτοπ για ένα email της... για τα λόγια τους που δεν θα έπρεπε να παν χαμένα...


Το Αεροπλάνο προσγειωνόταν στην διάπυρρη από το καλοκαίρι Αθήνα... Η χώρα προσγειωνόταν στην πραγματικότητα... Κι ο ευτραφής πρωθυπουργός διεμήνυε σε όλους τους τόνους την ανάγκη σκληρών μέτρων... Ο Πάνος στα στενά της Καλλιθέας προσπαθούσε να οσμιστεί τον αέρα... "Μα είχε τόσες οσμές!" σκεφτόταν που τις είχε ξεχάσει... Δεν τον απασχολούσαν ούτε οι επαγγελματικές επιτυχίες (το Όσλο τον ήθελε), ούτε τα email της Έλενας ("Να προσέχεις!!! Δεν με ακούς! Πάρε σε παρακαλώ το αεροπλάνο κι έλα εδώ!"Μόνο αυτό κάνε!!!" ). Κατά έναν παράδοξο τρόπο, ο Πάνος είχε σκίσει τους πορτολάνους τα ταξείδια, την περηφάνεια που τον κοίταζαν λαίμαργα οι γονείς του... Σκληρός καπετάνιος ο πατέρας του ήταν περήφανος που ο γιός του έπαιρνε τα χνάρια του, με σύγχρονα σκαριά, πιο στέρεα...αυτά της επιστήμης...


Ο Πάνος δεν ήθελε να δει κανέναν... δύσκολα απαντούσε στα emails και το κινητό του ήταν σταθερά κλειστό... Ποιού? Εκείνου που μας ξεσήκωνε για καφέ, επαφή και συζήτηση... που κάποτε ερχόταν από το άλλο άκρο της Αθήνας να μας συναντήσει, αν κάποιος δεν ήταν καλά... Κοιτούσε τώρα τις παλιές φωτογραφίες... "Άγιος Ιωάννης-Πήλιο"... όλη η παλιοπαρέα μαζεμένη... "φτού μας". Το ράδιο έπαιζε ένα όμορφο τραγούδι... χιλιάδες μίλια μακριά, άκουγα το ίδιο ακριβώς εκείνο το βράδυ... "Βαριά ποτά, βαριά τσιγάρα... Τι κι αν δεν είν' ο κόσμος, ότι ονειρεύτηκες... τι κι αν σου δίνει πάντα ελπίδες ψεύτικες... η νύχτα απόψε μοιάζει να είναι φίλη σου... κόκκινο το φεγγάρι... βάλτο στα χείλη σου"...

Πρέπει να ταλαντεύτηκε για λίγο το τεράστιο σώμα του στο κάγκελο του μπαλκονιού... Η καλοκαιρινή νύχτα γέμιζε με μια πορφυρή ματωμένη πανσέληνο... Μετά έγινε αστρόσκονη... Κομήτης ίσως σε κάποιον μακρινό γαλαξία... Μας έκανε τη χάρη κι έβρεξε μετά από δύο ημέρες... Βρεθήκαμε όλοι στην Αθήνα... Στο αεροδρόμιο δεν γύρισα να κοιτάξω κανέναν... μόνο η άκρη του ματιού μου πήρε κάπου την Έλενα  να περιφέρεται, περιμένοντας τη δική της πτήση... Καθώς σηκώθηκε δυνατά το airbus τα σύννεφα είχαν φύγει... και υπήρχε ξαστεριά... έριξα ένα φευγαλαίο βλέμμα στα φώτα που γλυστρούσαν στους αυτοκινητότρομους από κάτω... η Αθήνα φωτισμένη, ετοιμαζόταν για μιαν άλλη μακριά νύχτα...


Χρωστούσα αυτήν την ανάρτηση... φυσικά τα ονόματα και οι τοποθεσίες είναι αλλαγμένα, η ιστορία, όμως πέρα για πέρα αληθινή και πολύ οικεία για μένα... 
έτσι ήθελα να τη βγάλω από μέσα μου για χρόνια... 

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

... Paul et Isabelle Duchesnay...

 

Λίγα πράγματα μες τον περισσό μου κυνισμό με συγκινούν πλέον...

Ευτυχώς που υπάρχει το διαδίκτυο, κι έτσι τις ώρες των ειδήσεων, σμιλεύω το χρόνο αναψηλαφώντας τις αδρές γραμμές του...

Έτσι μου αναπάντεχα ήρθαν στον κόσμο μου τ' αδέλφια Duchesnay.
Γενημένοι στη Γαλλία (ο Paul) και στον Καναδά (η Isabelle), μεγάλωσαν στην επαρχία του Κεμπέκ στον Καναδά, και αφού ασχολήθηκαν με το πατινάζ στον πάγο, μετά από ατύχημα, συνέχισαν στον χορό στον πάγο  (figure skating). Μετά από κακές κριτικές από την Καναδική ομοσπονδία του χορού στον πάγο φεύγουν το 1985 από τον Καναδά και πηγαίνουν στην δεύτερη πατρίδα τους (από τη μητέρα τους), τη Γαλλία.

Εκεί αρχίζουν τις εμφανίσεις λαμβάνοντας στην αρχή όχι καλές θέσεις, καθώς οι παγιωμένες αντιλήψεις των κριτικών δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τον οραματισμό και το διαφορετικό που έφερνε η καινοτομία αυτού του ζευγαριού... Καινοτομία στη χορογραφία που έφευγε τελείως έξω από τα συνηθισμένα, καινοτομία στον ισότιμο ρόλο του παρτενέρ, καινοτομία στα θέματα... Καθόλου κλασσικοί, καθόλου αβρότητες, ωμή παρέμβαση με άποψη και κυρίως νέα τέχνη...


Οι κριτικοί μπορεί να μην ήθελαν, οι αντιμαχόμενες σχολές (Ρώσικη, Αμερικανική) μπορεί να τους υποτίμησαν, το μπουχτισμένο κοινό όμως ήθελε πράγματι κάτι νέο εκεί στα άνευρα 80ς και αρχές των 90ς. Το κοινό άρχισε να τους μαθαίνει και να επιβάλει στους κριτικούς και στα ΜΜΕ το ζευγάρι, που πλέον δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο...

Αναπόδραστα αφού έγιναν γνωστοί, ψήλωσαν τον πήχη όσο ποτέ άλλοτε... Δείτε τους εδώ και παρατηρείστε την αντίδραση του ανυποψίαστου κοινού, όσο και τα σφυρίγματα προς τους κριτικούς... Η μουσική, το θέαμα όσο και το θέμα είναι μοναδικά...



Στα 1991, έδωσαν τη συνέχεια φυσικά και πήραν το χρυσό. Ας τολμούσαν να μην τους το δώσουν... Το ενδιαφέρον είναι ότι η επιρροή τους ήταν τόσο μεγάλη που ακόμη και οι πρωταθλητές του 1990 Marina Klimova and Sergei Ponomarenko άλλαξαν το κλασσικό τους πρόγραμμα επίσης σε σύγχρονο δίνοντας κι αυτοί μιαν υπέροχη παράσταση...





Η συνέχεια ήταν λιγότερο επιτυχημένη, αλλά το κοινό όπου τους συνάντησε μετά το 1991, τους αποθέωσε... δείτε οποιοδήποτε βίντεο συναντήσετε... Κι έμειναν έτσι σεμνοί, έως ώτου ο χρόνος και ατυχήματα δεν επέτρεπαν πλέον τον πρωταθλητισμό... Δύσκολα θα βρείτε άλλο ζευγάρι τόσο διαφορετικό που να ξεσηκώνει έτσι τους θεατές...

Όλα τα διαμάντια στην τέχνη, επιβιώνουν κόντρα στο χρόνο, κλίκες κυκλώματα... Δεν ξέρω στο μέλλον τι θα γράφουν τα ηλεκτρονικά βιβλία για το χορό στο πάγο, ή το χορό γενικότερα, πάντως σίγουρα θα κάνουν μια μεγάλη στάση και υπόκλιση μπροστά στ' αδέλφια Paul και Isabelle Duchesnay.

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Αντάμωμα...



 Ετούτο το καλοκαίρι, μετά από πολλά χρόνια ήμουν προσκεκλημένος εγώ ένας ξένος σε ένα ορεινό χωριό... Σε μια περιοχή που έχει αρκετά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, ένα εκ των οποίων η ρυθμική της μουσική και οι πεντατονίες στην εναρμόνισή της. Είχα δουλειά σε μια γειτονική κωμόπολη, το θέρος της οποίας με καλοσώρισε με μια ψιλή βροχούλα... μια βροχή που ανέδυσε όλες τις οσμές που κρύβονταν στα πυρωμένα από τον ήλιο λιβάδια... Μετά το περαίωμα της εργασίας μεσολαβούσε το Σαββατοκύριακο, κι ένας εκ των συνεργατών ντόπιος με προσκάλεσε γιατί ερχόταν το πανηγύρι της ιερότερης εορτής των ορεινών χωριών: του Δεκαπενταυγούστου... Μη έχοντας κάτι καλύτερο να κάνω και φυσικά ένεκα ότι βαριόμουν τρομερά το μακρινό δρόμο της επιστροφής αποφάσισα να πάω...

Έχοντας την ατυχία να έχω μεγαλώσει σε πόλη, δεν είχα βιώσει ποτέ αυτή τη γιορτή σαν κάτι διαφορετικό από μια αργία, παρά μόνο σε πιασάρικα νησιά του Αιγαίου, ποτέ όμως σε κάποιο από τα ορεινά χωριά. Ο δρόμος ήταν ανηφορικός, απότομος και απαιτούσε πολύ προσεκτική οδήγηση. Στην ερώτησή μου πως γίνεται αυτή η διαδρομή το χειμώνα, ο συνεργάτης μου απλά χαμογέλασε: δεν γίνεται, αυτά τα χωριά αποκλείονται για μήνες. Φθάσαμε σχετικά νωρίς το απομεσήμερο... Παρόλο που η ζέστη που αφήναμε πίσω μας στον κάμπο ήταν αποπνικτική, μια νότα δροσιάς μας τύλιγε σιγά, σιγά καθώς ανεβαίναμε υψομετρικά πλησιάζοντας το χωριό. Το χωριό πεισματικά σκαρφαλωμένο σε μια πεζούλα, ήταν αμφιθεατρικά χτισμένο με τα σπίτια να γυρνούν την πλάτη τους στο βοριά... Καταλύσαμε σε ένα παλιό σπίτι, τυπικό της περιοχής, που από την αρχιτεκτονική του είναι προφανές ότι απαιτούσε πολλά χέρια και στέγαζε λογιών εργασίες. Έτσι υπήρχαν άφθονα δωμάτια πρόθυμα να με φιλοξενήσουν. "Θα σε βάλω στο ανατολικό, για να έχεις λίγο ζέστη!" είπε γελαστά ο συνεργάτης μου, χωρίς φυσικά να αντιληφθώ τι εννοούσε.


Καθήσαμε να ξεκουραστούμε για τα στοιχειώδη... Στο χωριό, οι προετοιμασίες είχαν αρχίσει, καθώς άκουγα σιγανές ομιλίες γραίων και νέων γυναικών που προσπαθούσαν να συνεννοηθούν  στις δικές τους δουλειές με τα πρόσφορα της εκκλησιάς και τα φιλέματα στους ντόπιους ξενητεμένους που η αλήθεια είναι ότι είχαν καταφθάσει από όλα τα μέρη του κόσμου... Ένας που ερχόταν από πολύ μακριά, μου συστήθηκε και τόνισε το γεγονός ότι "Όπου και να βρίσκεται,  τον 15αυγουστο έρχεται πάντοτε στο χωριό, πρώτα ο Θεός!". Ήταν εξάδελφος του ιδιοκτήτη και είχε έρθει να μας πάρει βιαστικά, ανυπόμονος να ρουφήξει κάθε στιγμή στον τόπο του, μέχρι να πάρει πάλι το μακρύ δρόμο της επιστροφής...

Στο καφενείο, όπου ήπιαμε έναν βιαστικό καφέ, γίνονταν οι αναγκαίες συστάσεις, κατόπιν του εξεταστικού βλέμματος των γηραιοτέρων, που με παρατηρούσαν με αγωνία μήπως ήμουν κάποιος κατιόντας του τόπου τους που είχαν ξεχάσει... Εντούτοις ακόμη και μετά τις συστάσεις, με αντιμετώπιζαν ως ισότιμο μέλος της οικογένειας που με φιλοξενούσε... "Από δω, μπάρμπα τ' αγγόνια του Nάκου!" είπε ένας γέροντας σε έναν ακόμη πιο μεγάλο συστήνοντας όλους εμάς... "ήμουν κι εγώ ένα αγγόνι του Nάκου, τούτες τις μέρες λοιπόν..." αναλογίστηκα...

Το σούρουπο, μετά την αναγκαία κατάνυξη του εκκλησιασμού και τη μυσταγωγία των ύμνων, κατηφορίσαμε σιγά, σιγά όλοι μας στην μεγάλη πλατεία. Από τη μία μεριά η πλατεία είχε άφθονη θέα σε μια λαγκάδα που βυθιζόταν σε βάθος που έκοβε την ανάσα... "Άραγε ο καφετζής, έχει συνηδειτοποιήσει πόσο ευτυχισμένος θα πρέπει να είναι?" Μονολόγησα και σκέφτηκα το μεγαλείο του να ξυπνάς κάθε ημέρα εδώ σε αυτόν τον τόπο... Να περνάς δύσκολα μα ξέγνοιαστα. Εκεί να παραμένεις ο μοναδικός κάτοικος το χειμώνα σε πείσμα, όλου αυτού του βιαστικού ρυθμού που αστικοποιήθηκε η χώρα μας τα τελευταία 40 χρόνια...



Στη μέση της πλατείας υπήρχε ένας υπέργηρος τεράστιος πλάτανος, που άπλωνε τα κλαδιά του ρίχνοντας με τη σκιά του άφθονη δροσιά κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ο χώρος της λαϊκής ορχήστρας δεν ήταν πολύ ψηλότερα από την πίστα, δλδ ολόκληρη την πλατεία. Πήραμε τη θέση μας στα τραπέζια και ο πρόεδρος του χωριού, ανέβηκε στην πίστα και ευχαρίστησε το θεό, που και φέτος βρέθηκαν όλοι μαζί πάλι... Στη συνέχεια ο λόγος δόθηκε στην λαϊκή ορχήστρα...



Μια άθλια μικροφωνική και ένα εξίσου άθλιο ηχητικό αποτέλεσμα ήταν βέβαιο ότι ακύρωνε την όποια μαστοριά διέθεταν οι οργανοπαίκτες: Τουμπερλέκι, το βασικό στοιχείο της το κλαρίνο, βιολί, λαγούτο, ηλεκτρική κιθάρα περασμένη από έναν παλιακό λαμπάτο μάρσαλ και φυσικά το απαραίτητο αρμόνιο... Οι τραγουδιστές δύο, ίσως και αντρόγυνο, ή και  ολόκληρη η ορχήστρα να ήταν μια οικογένεια, κάποιον εντόπιο δεσμό είχε με το μέρος, γιατί ήξερε όχι μόνο τα ονόματα, αλλά και πολλά από τα παρατσούκλια των κατοίκων...


 Εκεί άρχισε να ρέει άφθονο και απλόχερα το τσίπουρο, αλληλοκεράσματα, που δεν είχαν καμία ουσία, αφού ο σκοπός ήταν κοινός: να κεραστούμε όλοι μαζί αντάμα, να γευτούμε, να κοινωνίσουμε το ποτό, συνδαιτημόνες στο ίδιο τραπέζι, ακόμη κι εγώ που ήμουν ξένος, ήμουν τώρα καταφανώς ένας δικός τους, ή τουλάχιστον έτσι με αντιμετώπιζαν. Τα ντεσιμπέλ της μικροφωνικής και η βαριά προφορά των κατοίκων δυσκόλευε από μέρους μου την κατανόηση πολλών από τα νοήματα που ήθελαν να μου μεταδώσουν, μα εγώ εκεί επέμενα... ήθελα να ακούσω... τελικά όλα έσβησαν, τα ντεσιμπέλ, οι ήχοι, οι επευφημίες, όλα έγιναν ένα, και ύστερα άρχισα να ακούω τις ψυχές τους. Στην πραγματικότητα δεν τους ένοιαζε τίποτε... ούτε η μουσική, ούτε τα ποτά... ήταν ευτυχισμένοι που είχαν καταφέρει με πολλές δυσκολίες να είναι άλλη μια χρονιά μαζί! αντάμα, γύρω από τον αιωνόβιο πλάτανο στον τόπο τους. Να ποτιστούν λες κι αυτοί από τις ρίζες του... αυτό το αρχέγονο αντάμωμα, σφιχταγκάλιασμα, που περνούσε η μια γενιά στην άλλη... όλοι στο χορό κρατιούνταν σφιχτά, περνώντας ο ένας μέσα στον άλλον μηνύματα της ψυχής... Ναι ήταν όλοι μαζί πάλι... τα είχαν καταφέρει... είχαν νικήσει το χάρο, κάθε κακό... "κι ας είναι έτσι Θεέ μου και του χρόνου!".