Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Μια ασυνήθιστη βαρκάδα...


Κινήσαμε σχετικά νωρίς... Λίγο πριν το λιόγερμα, καθώς ο ήλιος έντυνε με χρώματα μεθυστικά το δειλινό ροδίζοντας το δυτικό του ορίζοντα, ενώ η θάλασσα έβαζε έναν τόνο πιο σκούρο στο μπλε της... Μια ξύλινη βάρκα ξεθωριασμένη από την πατίνα του χρόνου, με όλα τα απαραίτητα: πετονιές για ψάρεμα βυθού, δολώματα, λιτό αλλά καλό φαγητό και φυσικά εξαίσιο κρασί, η επιλογή δική μου, ένα πολύ ωραίο δροσερό λευκό frascati... Οι υπόλοιποι τρεις της παρέας: Ο Χανς, ιδιοκτήτης της βάρκας και μόνιμος κάτοικος της χώρας μας ως συνταξιούχος πλέον με καταγωγή από το βορρά της Γερμανίας, ο Μάρκελλος, βέρος Ιταλός Ρωμαίος, αλλά για χρόνια ελληνοποιημένος, εργαζόμενος γύρω από τον Τουρισμό και λίγο πριν τη σύνταξη, και φυσικά ο Πέτρος, διδάκτωρ μαθηματικός αλλά και ερασιτέχνης φιλόσοφος, ο οποίος στέκεται ευσταλής και ακμαίος παρόλα τα 80+ χρόνια του...

Όπως καταλαβαίνετε ως ο Βενιαμίν της ομάδας κυριολεκτικά και μεταφορικά, τους περίμενα σε έναν παρακείμενο καφενέ, έχοντας φροντίσει για τα απαραίτητα από το απόγευμα στο λιμάνι, απολαμβάνοντας την καλοκαιρινή ραστώνη με παρέα... Πρώτος ήρθε ο Πέτρος, αεικίνητος όπως πάντα, και αμέσως μετά κατέφθασε κι ο Χάνς… Αφού έκανα τις αναγκαίες συστάσεις η παρέα μου μας χαιρέτησε και έφυγε, παίρνοντας μαζί της τη δανεική από τον Δοστογιέφσκυ φράση του Πέτρου: « Οι άνθρωποι χωρίζουν πάντα λίγο πριν γνωριστούν…».

Φυσικά όπως πάντοτε, ο Μάρκελλος ως ο πλέον πολυάσχολος, ήρθε καθυστερημένος. Επιβιβαστήκαμε στον «Ναύμαχο», ένα σκαρί με όνομα πολύ φιλόδοξο για το μέγεθός του, και κατόπιν των απαραίτητων προπαρασκευαστικών ενεργειών λύσαμε κάβους…

Αφήσαμε τον λιμένα, και κινήσαμε δυτικά... Ο Χανς, είχε έναν παλιακό μα καλολαδωμένο εξάντα, όπου ερασιτεχνικά έβρισκε το στίγμα της ξέρας... Ας μην ξεχνάμε πως ο αντικειμενικός στόχος ήταν να βγει και κάποια ψαριά... Μετά από μια διαδρομή μιας ώρας περίπου ρίξαμε την άγκυρα, ενώ τα πρώτα φώτα από τα ημιορεινά παραθαλάσσια χωριουδάκια, είχαν ήδη αρχίσει να τρεμοπαίζουν σαν καντήλια από εικονίσματα, σφηνωμένα στα γρανιτένια ξερά βουνά που βουτούσαν απότομα στα βαθιά σκοτεινά νερά...

Αμίλητοι για λίγο, συνεχίσαμε να ρουφάμε την αμφιλύκη που σιγά, σιγά έδινε τη θέση της στην μακριά για εμάς θερινή και ολίγον ζεστή νύχτα...

Ο Χανς είπε πρώτος: « για να δούμε αν θα βγάλουμε κάνα ψάρι σήμερα!» και μετά αστειευόμενος προσέθεσε “αν όχι αλιεύουμε τίποτα χαμένες ψυχές...”

Ο Πέτρος πήρε το λόγο:
-« χμ... πολύ υψηλή αποστολή θέλουμε... δεν κοιτάμε τα μούτρα μας» Ο Πέτρος διψούσε για τις ξαφνικές εκτροπές των συζητήσεων σε πιο αφηρημμένα θέματα, και άλλωστε πάνω σε ένα τέτοιο μοτίβο ιδιότυπου καταιγισμού ιδεών, σκέψεων και ονείρων είχε κολλήσει αυτή η αταίριαστη φαινομενικά παρέα.

-«Τουλάχιστον να τις βάλουμε να κινηθούν, από την ανία, το λήθαργο και την αδράνεια… να τις αναδύσουμε» προσέθεσα εγώ…

Ο Μάρκελλος πιο πρακτικός όπως πάντα, ατενίζοντας την απέραντη υγρή έκταση, τις στεριές με τα χωριουδάκια και τις αραιοσπαρμένες στο γιαλό βάρκες που είχαν ήδη ανάψει τα πυροφάνια τους προσμένοντας μιαν ανταποδοτική ψαριά, πρόσθεσε:
Ε'! χαλαρώστε... δεν είμαστε τίποτε αργοναύτες, ούτε καμία θεότητα δεν θα ξεπροβάλει απ' το κύμα ως φτερωτό νεροχελίδονο... Για ψάρια ήρθαμε...”

Χ: “Ναι αν ήμασταν αργοναύτες, ποιός τη χάρη μας... εκτός από τον νέο από εδώ (έδειξε εμένα) δεν βλέπω κάποιον άλλον ικανό να κωπηλατήσει ούτε μέχρι τη στεριά εδώ δίπλα...”

-Μ: “Χμ, να ήταν λες η νιότη και το σφρίγος που κινητοποίησε τους Αργοναύτες? Ή κάποιος άλλος οίστρος?“

-Ν: « Για πλιάτσικο ξεκίνησε η αντροπαρέα…» είπα εγώ αστειευόμενος… «Και έφτασε με τη σιδερένια θέλησή της μέχρι την Αία. Κι αφού έκλεψαν το χρυσόμαλλο δέρας, γύρισαν στις πατρίδες τους δοξασμένοι ως ήρωες… φυσικά και μόνο για την τόλμη τους…»

-Χ«Δηλαδή, ο πλούτος ήταν το μόνο κίνητρο? Ήταν ωμοί τυχοδιώκτες? Ωραίο αυτό για να ξεκινήσεις και να μεθύσεις μερικούς νέους για να ξεκινήσουν, αλλά στην πορεία θέλω να πω, όλο αυτό ξεφουσκώνει... αν δεν υπάρχει κάποιος ορθολογισμός και ψυχροί υπολογισμοί, το εγχείρημα θα αποτύχει... “


Ο Πέτροςήταν κάθετος: «Κι οι ψυχές των ανθρώπων? Δεν ήθελαν θέρμη για να κινήσουν? Αρκούσαν τα ψυχρά επιχειρήματα? Δεν ήθελαν ήρωες? Λόγους? Καλή η συζήτηση και η αμπελοφιλοσοφία αλλά για να κωπηλατήσεις ώρες κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο θέλει ισχυρό κίνητρο…»

- «
Είναι το αστέρι της αγάπης που οδηγεί
τα νιάτα που σκορπούν ρόδινο φως;
Ω! χορεύοντας η Ελλάδα τις χρυσές ώρες,
ακμή βίωσε για χρόνια,
η φωτιά της όμως καίει αιώνια
στέργοντας θάρρος και αγάπη σε κάθε στήθος
σπέρνοντας τα φρούτα των Εσπερίδων
εκπέμποντας για πάντα τη γλυκειά χαρά της νιότης...»
τι άλλο? Στίχοι του Χάϊντερλιν, που μεθυσμένος ύμνησε τούτον τον τόπο και τους ταπεινούς ανθρώπους του, έβγαιναν από το στόμα του Χανς, που θυμόταν ίσως τα πρώτα του χρόνια εκεί πίσω στο βορεινό Ανόβερο…
«Συγχωρήστε τον οίστρο μου… για μένα τα νιάτα και ο έρωτας ήταν πάντα συνυφασμένα με το Ελληνικό Καλοκαίρι… Και φυσικά συνεκδοχικά τα καλοκαίρια της ζωής μου…» προσέθεσε…

-«Είναι ο έρωτας, ο οίστρος? Είναι κάποια εσωτερική δύναμη που κινεί λοιπόν? Και συνεπικουρείται από τον ορθολογισμό και τα μαθηματικά? » ρώτησε ο Μάρκελλος.

-«Εσύ από τη χώρα του Δάντη Αλιγκιέρι, δεν θα έπρεπε καν να τα ρωτάς αυτά!» του είπε ο Πέτρος ψέγοντάς τον… «Η ψυχή καίει… έρωτας, πάθος… κι ύστερα η κόλαση, το καθαρτήριο και ο παράδεισος. Μέσα σε όλα αυτά ο άνθρωπος είναι πάντα ίδιος… τα σκηνικά αλλάζουν… Μα η ψυχή δεν ολοκληρώνεται, αν πρώτα δεν περάσει από την κριτική και την αυτογνωσία… Και αυτό ακριβώς: Η κριτική, είναι η κόλαση, η αυτογνωσία το καθαρτήριο…»

- N«Και αλλά γιατί σώνει και καλά πρέπει η ψυχή να σωθεί?...» υπέβαλα εγώ την εμπρηστική ερώτηση…

-«Ο Δάντης εμπνεύστηκε από τον Οδυσσέα…» είπε ο Πέτρος… Κατά συνέπεια η σωτηρία, αυτό που ονομάζω εγώ ολοκλήρωση, ή οι Σωκρατικοί αυτογνωσία της ψυχής, είναι ενδημική μέσα της, αν δεχθούμε την ύπαρξή της. Ενδημική, γιατί γεννήθηκε σε κάποια πατρίδα… την Ιθάκη της».

- «Σε όλα αυτά πρέπει αναγκαστικά να υπάρχει και μια Ιθάκη, που την αναζητεί η ψυχή μας?» αναρρωτήθηκα…

-Π «Ίσως η Ιθάκη που υπάρχει μέσα μας… να σφυρηλατείται στην παιδική μας ηλικία… τότε που βλέπουμε τους γονείς μας, που συμπεριφέρονται, πως μας συμπεριφέρονται… η αποδοχή μας ως νέο άτομο στην κοινωνία… όλα αυτά στοιχειοθετούν μιαν Ιθάκη… Χωρίς να το θέλουμε έχουμε μέσα μας την Ιθάκη… και απλά όσο δεν φθάνουμε, τόσο είμαστε ανολοκλήρωτοι… μισοί… έρμαιοι στο πέλαγο…»

-Ν« Κι αν η Ιθάκη μου είναι μια σφηνωμένη φαντασίωση? Ότι είμαι πλούσιος και διάσημος και όμορφος ας πούμε…, πεζό, ποταπό, αλλά αληθινό… » είπα εγώ, προσγειώνοντας την κουβέντα…

-Χ «Αφού η Ιθάκη είναι αυτό που δημιουργήθηκε και σφυρηλατήθηκε στην παιδική μας ηλικία, η πατρίδα δλδ, τότε για τον καθένα υπάρχει μια διαφορετική Ιθάκη… Για άλλους υψηλή, για άλλους πεζή, πρακτική… Το ζήτημα είναι αν υπάρχουν τα δεδομένα να φθάσει κανείς εκεί… Αν ούτε πλούσιος γίνω, ούτε Άδωνις αλλά και ούτε διάσημος, τότε όλα θα μου φαίνονται μάταια… Θα τα ξορκίζω, λέγοντας πάντα πως αν ήμουν πλούσιος, διάσημος και όμορφος θα κατάφερνα το καθετί, αλλά αυτό μέσα μου, βαθιά με ειλικρίνεια δεν θα ήταν και πολύ πιστευτό από τον εαυτό μου…» Προσέθεσε ο Χανς.

-Μ «Τότε θα έχουμε ζήσει μια ζωή μάταιη… ούτε θα καταλάβουμε πως ζήσαμε κυνηγώντας χίμαιρες … πλούσιος δεν θα γίνεις, δεν ξέρω για διάσημος… Για έναν κάπως πιο σύνθετο άνθρωπο, η Ιθάκη δεν θα είναι απλά τέτοιες αηδίες, μια τέτοια Ιθάκη είναι καταδικασμένη…» είπε με σκώμμα ο Μάρκελλος.

-Ν « Χμ, κολλήσαμε στην Οδύσσεια… Ας είναι… αυτό το μέσα μας το ενδημικό πιστεύω σε κάθε άνθρωπο δεν είναι ρηχό… στην παιδική ηλικία, η Ιθάκη σφυρηλατείται υψηλή… κατά τη Σωκράτεια ας μου επιτραπεί αντίληψη”.

-Ο Πέτρος προσέθεσε: «εντάξει κάπου μέσα μας όλοι έχουμε ψυχή με αστείρευτη δύναμη… ίσως να υπάρχει και ένας ενδόμυχος προσανατολισμός…»

-Ο Χανς συνέχισε σαν να μην τον είχαμε διακόψει….«Αν είναι κανείς ρηχός, η ζωή του πάει στράφι… μπορεί να το κρύβει βέβαια το συναίσθημα της κενότητας, το νιώθει όμως… Ακόμη και οι μαφιόζοι που πλούτισαν τάχιστα, μόλις γίνουν κραταιοί, διαβάζουν, πηγαίνουν σε όπερες, θέατρο, θέλουν να ρουφήξουν τη ζωή που αντίκριζαν και ζήλεψαν από το πεζοδρόμιο…»

-Ν «Αφού η Ιθάκη είναι ενδημική λοιπόν θα πρέπει να την βρούμε, να την ανακαλύψουμε… χωρίς περιστροφές… Μήπως βοηθάει η ψυχανάλυση?» Προσέθεσα αλλά οι άλλοι το εξέλαβαν ως ένα ακόμη σκώμμα μου…

-Ο Πέτρος με κοίταξε σκεφτικός… «ας μείνουμε λίγο στην Οδύσσεια… το βέβαιο είναι ότι αν επιτευχθεί ο στόχος, αν φθάσει δλδ η ψυχή μας στην Ιθάκη της, η ικανοποίηση είναι η άπειρη ευτυχία… η Εδέμ…»

-«Χμ, η Οδύσσεια τελειώνει με την εξόντωση των μνηστήρων και τον εξαγνισμό… Όμως αν αστοχήσουμε? Αν πραγματικά κυνηγάμε Χίμαιρες? Υψηλού φρονήματος μα χίμαιρες?» Ρώτησε με νόημα ο Μάρκελλος… «Τι απομένει τότε στον άστοχο Τοξότη?»

-«Α μου έκανες γυριστή!» είπε ο Πέτρος… «Το ίδιο φυσικά συναίσθημα που αφήνει μια χαμένη πατρίδα… μπορεί να προσαρμοστούμε, μεν στην καινούρια, η παλιά όμως θα καίει μέχρι να αφήσουμε τον μάταιο τούτο κόσμο…»

-Μ « στίχοι από το Ναμπούκο…σιγά τα ωά...»

-Π « Μπορεί να διδάσκεστε με ζηλευτό τρόπο το Ναβουχοδονόσωρα, όμως εμείς εδώ οι Ρωμιοί, έχουμε βαθιά στην ψυχή μας χαμένες πατρίδες… σπαρμένος με συλημένους ναούς και γκρεμισμένα εικονοστάσια είναι ο τόπος μας… »


-Ο Μάρκελλος άδραξε την «πάσα» και είπε: «Οπα! Βγάζουμε από την τσέπη το φτωχούλη του θεού για να δικαιολογηθούμε? Οι Εβραίοι μπορεί να γαλουχήθηκαν από τον Ναμπούκο, αλλά μόλις έφτιαξαν κράτος, δεν μάσησαν τα λόγια τους… και είναι και θεόφτωχοι…»

-Παίρνοντας το λόγο είπα: «Χμ… προσωποποιημένη η ανάσταση κατά τον Τολστόϊ… Το πάθος για μια νέα άνοιξη, μια νέα νιότη… εδώ ξαναγυρίζουμε στον Χάϊντερλιν και είναι χαμένος κόπος…»

- Π «Ή μήπως μια νέα ώθηση για την καρτερία, την ασκητική? Μια νέα περίσκεψη? Μην ξεχνάμε πως αν μη τι άλλο οι Εβραίοι δεν είχαν πατρίδα για χιλιάδες χρόνια, κι επιβίωσαν… Όταν λοιπόν υπάρχει μια χαμένη πατρίδα, τότε μπαίνει η Ασκητική… ». Είπε ο Πέτρος μάλλον άκεφος…ύστερα συνέχισε: «Η Ανάσταση είναι αδύνατη χωρίς την Ασκητική… Εκεί όταν βρεθείς ανάμεσα στα στοιχειά της φύσης… Ή οι Εβραίοι, αφού το θέλετε πραγματολογικά προ των πυλών του κρεματορίου… Δεν πρόκειται ποτέ να πας στο καθαρτήριο αν δεν περάσεις από την κόλαση… και για να αντέξεις την κόλαση, χρειάζεται η Ασκητική…»

-«Και πως ορίζεις την ασκητική ?» Ρώτησε ο Χανς… «Δεν πρέπει να προσηλώνεται σε έναν στόχο? Αυτόν της εξύψωσης της ψυχής? Δεν πρέπει λοιπόν η Ασκητική σας να είναι στρατευμένη?»

- Ο Πέτρος πάλι μιλάει δυνατά τις σκέψεις του… « Αντικειμενικά, η Ασκητική πρέπει να είναι η άσκηση της ψυχής… ο εσωτερικός εξαναγκασμός να δημιουργήσει, να κουραστεί να διαλέξει τον δύσκολο δρόμο… να μην εκποιηθεί αυτή για εφήμερα υλικά αγαθά ή αξιώματα ραγιά…Καλές οι υλικές απολαύσεις, αλλά διαρκούν λίγο… μόλις σωθούν θέλουμε νέες σαν εθισμένοι… Άσε που τις βαριόμαστε εύκολα… Τα αξιώματα του ραγιά, είναι λάθρα… προσφέρουν σιγουριά, απολαύσεις, αλλά καταστρέφουν τα φρένα… γίνεται ο άνθρωπος χαλασμένος… νωθρός και ηλίθιος… ένα σκέτο ανδράποδο… Ασκητική λοιπόν, είναι η εσωτερική αναζήτηση, η ανάδυση από το εσωτερικό μας χάος ενός νέου κόσμου, στέρεου…»

-«Δεν μπαίνω στον κόπο να συζητήσω με σας για την Ασκητική…» είπε με κάπως θυμό ο Μάρκελλος… «Δεν έβγαλα ποτέ άκρη με σας τους Ρωμιούς, αλλά και τους Ανατολικούς!»

-«Ίσως γιατί την εγκαταλείψαμε προ πολλού…» είπα εγώ… «Σε αυτή την κρίση που έχουμε φθάσει, η Ασκητική θα έπρεπε να είναι η σοφία μας, ο άσσος στο μανίκι μας…» «Αντί αυτής προτιμούμε να κλαυθμυρίζουμε και να λέμε, οι άλλοι φταίνε. Σταυρώσαμε τα χέρια προσμένοντας έναν ΑηΓιώργη να μας σώσει…».

-«Και πως το βιώνεις? Μην κυνηγώντας τίποτε? Πάνω σε τι ασκείται η ψυχή σου? Πως από το χάος μπορεί να αναδυθεί κάτι νέο?» Ξαναρώτησε γεμάτος απορία ο Χανς…

-Π «Αν ήξερα την απάντηση φίλτατε, δεν θα ήμουν εδώ τώρα… Θα έπλεα στον 7ο ουρανό σε πελάγη ανείπωτης ευτυχίας!» Είπε ο Πέτρος γελαστά και συνέχισε… «Όμως η Ασκητική η δική μας κατά παράδοση εκτός από την καρτερία, περιλαμβάνει και την οργάνωση της κοινωνίας, την αγάπη για τους ανθρώπους, την ομαδοποίηση… Ειδάλλως δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά μιαν αυτάρεσκη αυτοσυγκέντρωση, μια στάση για μιαν ελιτίστικη νιρβάνα… Κατά τη γνώμη μου η Ασκητική μας ολοκληρώνεται όταν γεννήσει μια καινούρια φωτιά… μέσα μας και στην κοινωνία μας… ». Ύστερα χαμήλωσε τους τόνους γελώντας… : «Θα έπλεα στον έβδομο ουρανό λοιπόν αν ήξερα το πως!!!».

-«Για την ώρα έμπλεον είναι μόνο το σκαρί μας!!!» Προσέθεσα εγώ, επαναφέροντάς μας στην πραγματικότητα… «Και αν συνεχίσουμε έτσι, δεν θα πιάσουμε ούτε λέπι…».

Αφήσαμε τα λόγια να τα πάρει ο μπάτης… Δειπνήσαμε λιτά, γευτήκαμε αχόρταγα τ’ αρώματα και τη δροσιά του κρασιού και βυθιστήκαμε στις σκέψεις μας, διακόπτοντας τις σιωπές είτε με παρόμοιες αντίστοιχες αμπελοφιλοσοφίες, είτε με από την πεζή πραγματικότητα ειδήσεις… Η βραδιά κύλησε όμορφα ώσπου η Κασσιόπη έδυσε στον βορρά… λύσαμε άγκυρες και ξεκινήσαμε για τον δρόμο της επιστροφής με τον υπόκωφο ήχο της μηχανής… 

Αύγουστος 2011 (ευτυχώς...)

Υστερόγραφον> ένεκα ότι ένας της παρέας, είναι γνωστός, κάπως, τόσο τα ονόματα, τα επαγγέλματα αλλά και οι εθνικότητες είναι αλλαγμένες... θέλω να πιστεύω πως δεν άλλαξα στο ελάχιστο τα λόγια τους...  

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

... ένοιστρον...


στο ίδιο έργο ακτινοβολούμε θεατές 
ένα φως υπόλευκο  γεμάτο μίσος
της άρνησης οι σκιές οι ιδεατές
και της αρχαίας της πληγής ο μύθος...



μοναχικοί αποκλεισμένοι ταξιδιώτες 
σε άγριους τόπους άξενους και πόλεις ξεχασμένες
γερνάμε και πεθαίνουμε μόνιμ' επαρχιώτες
και στις καρδιές μας κόκκινες βελόνες πυρωμένες


χωρίς ορίζοντες πυξίδα ή αξιόπλοο σκαρί
με τις εικόνες μας θαμπές συγκεχυμένες
χανόμαστε σε μνήμες που έχουνε φθαρεί
και σε ιστορίες ψεύτικα δοσμένες


άγριο μεθυσμένο το δικό μας θυμικό
που η μοίρα μας αδύνατεί να ισορροπήσει
με ότι δικό μας ακριβό κι ηρωικό
το ιερατείο μας να τό χει αφορίσει



άνομοι φτωχοδιάβολοι με είδωλα τοτέμ
ξέφρενα χορεύουμε χωρίς να ανησυχούμε
αν κάποτε θα βρούμε την εδέμ
γερνάμε μόνο, ερωτευόμαστε και ζούμε

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Εναλγές νεφέλωμα...




...καθόταν καθισμένη στο μπαλκόνι που έβλεπε απέναντι από ένα πάρκο... ντυμένη με τη δροσιά των 18 χρόνων της και ένα μακρύ πουλόβερ με νεανικά χρώματα. Ήταν ήδη Σεπτέμβρης κι ο καιρός είχε ψυχράνει στη Βόρεια ΚεντροΕυρωπαϊκή πόλη της, όμως εκείνη πάσχιζε με νύχια και με δόντια να παρατείνει το καλοκαίρι... Μόνο το πουλόβερ ήταν η "παρασπονδία" στο τελείως θερινό ντύσιμό της, ενώ η μητέρα της της έκανε με νόημα: "είσαι ανόητη κορίτσι μου?", μα εκείνη τίποτε... φορούσε ένα θερινό ανάλαφρο φωτεινό φόρεμα και υφασμάτινες μπαλαρίνες... μα το κρύο ήταν ιδιαίτερα τσουχτερό...

...ο νους της ταξίδευε πίσω μόλις πριν 20 μέρες, 20 Αυγούστου ήταν όταν τον είχε δει τελευταία φορά... Τι κλάμα είχε ρίξει στο λιμάνι... Να πριν 25 μέρες στο μώλο κάτο από τ' άστρα ήταν χωμένη στην αγκαλιά του...

...Ήταν κεραυνοβόλος έρωτας... είναι αυτά τα βλέμματα που ανταλλάσσεις και η ματιά σου ξαναγυρίζει εκεί, με κάποιο κόμπο στο λαιμό, ένα σφίξιμο στο στομάχι... μα ξαφνικά δεν σε ενδιαφέρει το τοπίο, η ματιά μόνο... κι ένα χαμόγελο επιβεβαίωσης... και τα είχε εκεί όλα δικά της... απλόχερα... κι αυτόν...

...τώρα ήταν εκεί μόνη μετέωρη... στο απέναντι πάρκο οι σημύδες έριχναν τα φύλλα τους υψώνοντας τα κλαδιά τους στον μονότονα μολυβή ουρανό... στην καρδιά της σκόρπια λόγια, υποσχέσεις, νοήματα, όλα ακαταλαβίστικα για τα 18 της χρόνια... που έκαιγαν...

έξω εκεί, κι αλλού, ο χειμώνας απλωνόταν τροπαιοφόρος, με τα λάβαρα της παρουσίας του...

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

αντικατοπτρισμοί...




...ξαφνικά ήταν εκεί όλα μπροστά του!!! τα θυμήθηκε όλα... εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες που χτίζουν τον κόσμο... αυτά τα μικρά που σου ξεφεύγουν, τα έχεις δει, αλλά γρήγορα περνούν στο υποσυνείδητο για να τα ξεβράσει στα μούτρα σου η μνήμη την κατάλληλη στιγμή...

Έτσι και ο Γ. Θυμήθηκε λοιπόν εκείνη τη συνάντηση...

Ήταν όταν είχε αφήσει τη σύζυγο στη δουλειά... Σάββατο ήταν. Προς μεγάλη του χαρά ένα Σάββατο χωρίς τη σύζυγο και τα τέκνα στους γονείς στην Κρήτη-απόσταση ασφαλείας... Είχε ένα ολόκληρο Σάββατο δικό του, να ξεχαστεί, να χουζουρέψει να κάνει ότι θέλει... πήρε στα χέρια του το κινητό, μα γρήγορα το άφησε καθώς δεν είχε διάθεση να δει κανέναν "παντόφλα" φίλο του... Άσε που θα τον δούλευαν κι όλας... Μεσημέρι, 12:00, ο ήλιος έλαμπε και αυτός ήταν χωρίς την παραμικρή υποχρέωση...

Φυσικά πήρε το τζιπ για να κάνει το κομμάτι του, να πάει να χαζέψει κανένα βιβλίο, ή ότι κάτσει τέλος πάντων... Σε ένα από τα δρομάκια της Πεύκης, ήταν κάπως στενά, δεν μπορούσε εύκολα να περάσει και ξαφνικά σταμάτησε... Ένα πρεζόνι στην ηλικία του, γύρω στα 40 του έφραζε το δρόμο... Στην αρχή τον κοίταξε με το γνωστό ψεύτικο οίκτο που κοιτάζουν οι περισσότεροι τους παρίες της ζωής: αφ' υψηλού και με μια διάθεση του στυλ: "δεν ψοφάς τώρα εσύ, ταλαιπωρείσαι και ταλαιπωρείς και μας!" Το πρεζόνι ήταν λιγνός, χαλασμένη οδοντοστοιχία και με αραιό, άλουστο μακρύ μαλλί. Κοίταξε αδιάφορα, διέσχισε το στενό με το χαρακτηριστικό του ραχάτι...


"Άει στον κόρακα παλιο σκουλήκι μη σε πατήσω κάτω από τις ρόδες!" Μονολόγησε κάπως φωναχτά ο Γ., ο άλλος του ελευθέρωσε το δρόμο και συνέχισε την πορεία του. Πάρκαρε έξω από το γνωστό μπαράκι κολλητών, μεσημέρι μεν, εκκωφαντική μουσική και αντροπαρέα με ποτά δε... "ρε ούστ!" φώναξε σε ένα γέρο που περνούσε και κοιτούσε εξεταστικά την έκρηξη ευθυμίας της ομήγυρης...

Η ζωή του τα είχε φέρει βολικά κάπως... σπουδές τάχιστα, εργασία γρήγορη και ξεκούραστη (είχε βοηθήσει κι ο μπαμπάς) και φυσικά έναν καλό γάμο, με το ωραιότερο γκομενάκι της παρέας... Είχε πουλήσει αρκετό τσαμπουκά για να την κατακτήσει... και να ως θαύματος του είχε παραδοθεί στην αγκαλιά του... Τα πεθερικά τσόνταραν σπίταρώνα δίπλα στο πατρικό τους στην Πεύκη και αμαξάρες δύο. Τα τέκνα δεν άργησαν και μεγάλωναν αυτόματα, καθώς τις άπειρες ώρες που έλειπαν και οι δυό αφού έκαναν καριέρα στον ιδιωτικό τομέα, τα πεθερικά του νεότατα και ευσταλή, έκαναν καλά τη δουλειά τους...

Ο Γ. ήταν ωραίος άντρας, και είχε και τα τυχερά του... σιγήν ιχθύος όμως και από τους παπάρες τους φίλους του, "που κελαηδούσαν υπέρ του δέοντος οι ζηλιάρηδες" και κυρίως από τη γυναικάρα του την Μ.

Σχεδόν ένα χρόνο μετά, έξω από το γραφείο ενός μεγαλογιατρού: "Έλα μωράκι μου!" "Είπαμε, είναι απλή υπόθεση ρουτίνας... θα κάνεις τη θεραπεία και όλα θα πάνε κατ' ευχήν... μην ακούς τις μαλακισμένες τις φίλες σου!"
-"Δεν θα μου μείνει τρίχα από το μαλλάκι μου... " . "Αλλά ποιός νοιάζεται? εδώ σε λίγο δεν θα υπάρχω καν... " είπε αυτή απευθυνόμενη μάλλον στον εαυτό της...

Η πόρτα ανοίγει και ο δόκτωρ τους υποδέχεται με θέρμη... "χμ", ξεροβήχει... "όλα βαίνουν καλώς!!! Είμαι ικανοποιημένος και από την εξέλιξη της χημειοθεραπείας, και από τις εξετάσεις σας!" είπε απευθυνόμενος στην Μ. Ο Γ. κάτι είπε, αλλά ο δόκτωρ τον αγνόησε... Δεν πέρασαν δυό μέρες και η Μ. άρχισε τις διάρροιες, τον υψηλό πυρετό και την ατέλειωτη λιγομάρα που νομίζεις ότι ο κόσμος σβήνει... Η Μ. κατέληξε μετά από εσπευσμένη είσοδό της σε νοσοκομείο... Ο Ιατρός είπε ξερά, ότι ήταν επιπλοκή από τη χημειοθεραπεία... "Μία στο εκατομύριο..." μονολόγησε και του Γ. του ερχόταν να του καρφώσει τη στατιστική στο κεφάλι από τη μία και να τη βγάλει από το όπισθεν καραφλό κρανίο του Γιατρού...

έφυγε βιαστικός, πήρε τη τζιπούρα, μούτζωσε και έβρισε στο δρόμο ίσα με 20 συνοδηγούς, παρολίγο να πατήσει καμιά 50ριά παπάκηδες... Δεν γούσταρε να δει τα μούτρα του πεθερού του... πήγε στο μπαρ στην Πεύκη... Διέταξε τον DJ να δυναμώσει τη μουσική και στη συνέχεια βούτηξε από το μπαρ ένα ολόκληρο μπουκάλι βότκας... αφού το κατέβασε σχεδόν μονορούφι ήπιε κι άλλο κι άλλο... ήθελε να πεθάνει σχεδόν... "Με τιμώρησε ο π..στης ο Θεός για το κέρατο! " σκέφτηκε...

Τα παιδιά μεταφέρθηκαν εκτάκτως στην Κρήτη στους γονείς του... Ο Πεθερός είχε ήδη βάλει πωλητήριο για το σπίτι καθώς τόσο τα δάνεια δεν εξυπηρετούνταν πια, αλλά και είχαν δώσει έναν σκασμό λεφτά σε Γιατρούς-νοσοκομεία...  Αλλά την ήθελε ο θεός γιατί ήταν σαν άγγελος... Στην αρχή προσποιούταν ότι όλα αυτά δεν συνέβαιναν σε αυτόν, ότι ήταν ένα ψέμα. Μετά απο λίγο άρχισε να τον ενοχλεί η συμπεριφορά των φίλων του και των συναδέλφων του, που λυπόντουσαν προσποιητά, αλλά μόλις αυτός γύριζε πλάτη, έφτυναν στον κόρφο τους...

Η συμπεριφορά του ακολούθησε μια σταθερή πορεία κατάπτωσης και τα πολλά του νεύρα και ξεσπάσματα, οδήγησαν τον σένιορ της εταιρίας πληροφορικής που δούλευε στην δύσκολη απόφαση: " Αγαπητέ, Γ. δεν το περίμενα ποτέ ότι θα ξεστόμιζα στα μούτρα σου την απόλυσή σου... Δεν γίνεται όμως... πλέον δεν κολλάς εδώ και βάζεις βαρίδια... Το τελευταίο σου ξέσπασμα, απλά ξεχείλισε το ποτήρι..." "Ξέρω σου συμβαίνουν πολλά, αλλά εδώ με την κρίση, αν δεν φύγεις εσύ θα χάσουμε όλοι τις δουλειές μας...". "Όταν ηρεμήσεις, και ισορροπήσεις, το γραφείο σου θα σε περιμένει, αλήθεια το λέω...!"

Χωρις δουλειά, χωρίς χρήματα, σχεδόν χωρίς τίποτε κοιτούσε το τζιπ με το πωλητήριο κολλημένο στο τζάμι του... Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε ο πεθερός του, με τους οποίους οι σχέσεις είχαν τελείως αραιώσει... Εκεί ένα βράδυ έχοντας πιεί τον αγλέορα, συνάντησε μια γαζέλα λυγερή... Την Π.
"Αμαρτία είναι, αλλά να πάει να γ@...θεί ο Θεός που μου πήρε το μωράκι μου!" είχε πει ο Γ. Η Π. τον έβαλε στο κόλπο... τσιγαράκι στην αρχή και μετά διάφορες ουσίες... Δεν πέρασε στα σκληρά,  όμως μπορούσε πλέον να αντέχει τον πόνο... Με την Π. δεν αγαπιόντουσαν, μόνο ένα καλό πήδημα... Τα παιδιά μεταξύ Κρήτης και Πεύκης που σύντομα τελείωσε γιατί βρίστηκε άγρια με τα πεθερικά του και ξανανοίκιασε στην παλιά του γειτονιά, στο Χαλάνδρι...

Οι γονείς έστελναν όσο μπορούσαν, όμως σύντομα τα χρήματα εξανεμίζονταν, όχι προς το καλό των παιδιών, αλλά γίνονταν ουσίες, ουσίες ουσίες... η Π. η δυνατή μουσική, ο θόρυβος, το βούϊσμα στα αφτιά, η μόνιμη τάση προς εμμετό, τα χέρια και τα πόδια που τινάζονταν στον ύπνο και το αίμα που έκαιγε... Τα παιδιά μόνιμα Κρήτη πλέον...και φυσικά τα νευρικά ξεσπάσματα... Σε ένα τέτοιο, δυό μάγκες που μάλλον ντήλαραν και τις ουσίες, τον έσπασαν στο ξύλο μπροστά στα μάτια της Π. και τον έστειλαν στο νοσοκομείο...

αφού έκανε διάφορες προσπάθειες να πεθάνει εκεί, σύντομα βγήκε... Του έλλειπαν δόντια από τις γροθιές των μπράβων... ποιός να το φανταζόταν ότι είχαν τέτοιο χέρι οι κοντοστούπηδες..., ενώ με την εγκατάλειψη του εαυτού του, είχε μακρύνει ατημέλητο και το μαλλί του... περπατώντας στα στενά του Χαλανδρίου περνούσε έξω από το εμπορικό κέντρο κοντά στην Κένεντυ... Ένα τζιπ βιαστικό σταμάτησε απότομα, γιατί αυτός διέσχισε αδιάφορα το δρόμο... στην πραγματικότητα ευχόταν να τον πατήσει ο φλώρος που οδηγούσε... Ο Γ. τον κοίταξε άγρια για καυγά, μα ο οδηγός του τζιπ του έκανε ευγενικό νόημα να περάσει... Διασχίζοντας το δρόμο κοίταξε την αντανάκλασή του σε έναν άθλιο καθρέφτη στο απέναντι κτήριο...

Εκεί θυμήθηκε την πρώτη σκηνή που είχε πρωτοδει το πρεζόνι στην Πεύκη... Η αντανάκλασή του φάνταζε ολόϊδια...
Εκεί ο Γ. συνήλθε... μετά από 1 χρόνο έχει φύγει μακριά, από τις ουσίες, έχει συμφιλιωθεί με το περιβάλλον του, βλέπει τα παιδιά του και πρόσφατα βρήκε νέα εργασία... όχι τόσο σπουδαία όπως η προηγούμενη αλλά το νοίκι και τα αναγκαία βγαίνουν...



Σε ένα συναδελφικό τετ-α-τετ καθώς δουλέψαμε ώρες, μου έκανε εντύπωση η γαλήνη του και η υπομονή του... Μια καρτερία αναίτια μπροστά και στις δυσκολίες και στο χώσιμο που είχαμε φάει από συναδέλφους... Τα νεύρα μου και ο ελαφρύς κομπασμός μου έναντι των υπόλοιπων συναδέλφων, έκαναν τον Γ. και με πήρε μετά τη δουλειά... ήπιαμε, καπνίσαμε και εκεί μου διηγήθηκε την ιστορία του...

Αληθινή πέρα για πέρα, φαντάζει στο μυαλό μου πιο γλαφυρή από οτιδήποτε μου έχουν διηγηθεί... συγχωρήστε με αν δεν κατάφερα να την περάσω έτσι και έντυπη... φυσικά άλλαξα τα μέρη και τις γειτονιές... επίσης συγχωρείστε και τη γλώσσα που είναι κάπως πιο επιθετική... αλλά μετέφερα ακριβώς εκφράσεις όπως τις άκουσα...

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

... Καλοκαίρι...


Οι στίχοι που ακολουθούν γράφηκαν από λίγους φίλους, είναι δλδ αποτέλεσμα ενός καταιγισμού ιδεών, που έπεσαν ένα ζεστό αυγουστιάτικο μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας πριν 20+ χρόνια... από μια παρέα 20ρηδων τότε, που καθώς δεν μπορούσε να πάει διακοπές ονειρευόταν... Σήμερα, λοιπόν ξαναβάζω τους στίχους για να ευχηθώ σε όλους καλό καλοκαίρι, βιωματικό, γαλήνιο και καθάριο...



Το καλοκαίρι, οι νύχτες δεν έχουνε σύννεφα, τα παίρνει ο κυκλώνας
μόνο χόρτο καμμένο και γη στεγνωμένη θα βρει ο χειμώνας

αστέρια που ζουν και πεθαίνουν νωρίς, ιδρωμένα φρούτα
σαύρες χορεύουν στις πυρωμένες πέτρες με γύφτικα λαούτα
για συνοδεία
κόβουν στα δύο την αμαρτία.

Με σκόνη και άμμο ένα είδωλο έφτιαξε για να το προσκυνάς
με αλάτι στο γυμνό σου σώμα και ντόπιο κρασί να μεθάς

το καλοκαίρι ρουφούν νωχελικά τον καφέ
οι δικαστές του κόσμου καθώς αποφασίζουν “άουτο ντα φε!!!”

παιδιά απ' τα βράχια ξεκολάνε κι αργοξένουν το μύδι
κι η αλήθεια λαβωμένη σπαρταρά σαν φίδι

το καλοκαίρι η σκιά σου βαδίζει στο χώμα και βαραίνει
τη λεπτή σου ρυτίδα το φως την προδίνει και σωπαίνει

το στόμα, χαμόγελο κόβει στα δύο του προσώπου
φιλάς και ζητάς την ψυχή του ανθρώπου,

...το καλοκαίρι...

απογεύματα έχει που τα γκρίζα φτερά του απλώνει
κι η βροχή του στα διψασμένα κορμιά μας ξαπλώνει

σαν ακριβό της ανατολής κεχριμπάρι,
τις νύχτες ματώνει, τ' ολόγιομο φεγγάρι

στην αύρα της νύχτας τα φύλλα θροΐζουν,
λουλούδια γεμάτες οι αυλές που ανθίζουν

μα έχουν αγκάθια μυτερά, που κεντάνε
και το αίμα μου στο ψέμα αυτό ολόγυρα σκορπάνε.

Το καλοκαίρι, στέκει στον νου μαγικό σαν θεότητα
στα όνειρα που βάφει χρυσά,  προσδίδει οντότητα

εικόνα γλυκειά, μελωδία αρχέγονη
φυγή, αμμος, θάλασσα και θύμιση έντονη...



καλό καλοκαίρι...

Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

Ευγενής ένδεια...

 
 


Αποφεύγω εντελεχώς να σχολιάζω την επικαιρότητα από αυτό το μπλογκ, το οποίο έχει σαφώς άλλους προσανατολισμούς. Ενόσω όμως αυτοί οι προσανατολισμοί, ενίοτε εδράζονται πάνω ακριβώς στην επικαιρότητα και τις συνέπειές της, ας μου συγχωρεθούν κάποιες παρασπονδίες, ωσάν και ταύτη...

Δεν είναι αστείο. Η χώρα μας και ο κόσμος μας θα βρεθεί μεταξύ σφύρας και άκμωνος. Το σφυρί και το αμόνι, θα ξηλώσουν όλες εκείνες τις παραδοσιακές σταθερές που τα τελευταία τουλάχιστον 35 χρόνια ειρηνικής "μεταπολίτευσης" είχαν βάλει. Επιβάλλοντας να δοκιμαστούν ακόμη και οι ίδιες οι διαπροσωπικές μας σχέσεις. Έχουμε ξεμάθει στη φτώχια, αλλά και σε κάτι χειρότερο: στην αξιοπρεπή φτώχια. Περνώντας μια τελευταία δεκαετία αφθονίας και αλόγιστης σπατάλης, μιας σπατάλης που κυρίως βασίστηκε στην credit economy και στο ευρώ €, σήμερα δεν μπορούμε να καταλάβουμε από που μας ήρθε...

Όλη αυτή η επίπλαστη ανύψωση των αξιών (σπίτια, μισθοί, υπηρεσίες, καταναλλωτικά αγαθά- από τα ακριβότερα στην ΕΕ, ενίοτε με κραυγαλαία διαφορά), δεν αποδείχθηκε παρά μια φούσκα. Που τώρα ως πομφόλυγας σπάει γεμίζοντας με πύον τη ζωή μας. Με 50 υπουργούς (από 25 που είχαμε κάποτε), 70 αεροπαγίτες (από 30), 50+ στρατηγούς (όσο ο στατός των ΗΠΑ) και ακόμη χειρότερο, τους διπλάσιους στην αποστρατεία, και τέλος 1000.000 ΔΥ, έναντι των 200.000 της Ρωσίας των 300 εκατομυρίων, καταντήσαμε να είμαστε αντιπαραγωγικοί.

Θυμάμαι πολύ καθαρά, όταν επισκεφθόμουν νέος χωριά τέλη της δεκαετίας του 70 και αρχές των 80ς, δεν έβρισκες ούτε έναν άνθρωπο κάτω των 50 ετών κατά τη διάρκεια της ημέρας. Στην πραγματικότητα μόνο γέρους και γριές έβρισκες στα σπίτια, ενώ τα καφενεία ήταν κλειστά εκτός ενός το πολύ. Σήμερα τα περισσότερα είναι γεμάτα καφετέριες, ασφυκτικά συνωστισμένες στην εντόπια νεολαία, κυρίως την ημέρα, ενώ τις όποιες εργασίες κάνουν κυρίως οι αλλοδαποί.

Οι τράπεζες δάνειζαν όποιον έβρισκαν. Αρκούσε σε ένα νοικοκυριό, εισόδημα των 15000€ ανά έτος, για να δοθούν δάνεια 30ετίας, προκειμένου να αγοραστεί η πρώτη κύρια κατοικία. Και το επίσημο κράτος - εφορία, συνηγορούσε σε αυτό: Προβείτε σε αγορές για να έχετε φορολογικές ελαφρύνσεις. Αν και δεν αυξηθήκαμε σαν πληθυσμός διόλου, εν τούτοις η οικοδομή γνώρισε έκρηξη. Είχες σπίτι? Δεν πειράζει... νοίκιασέ το σε αλλοδαπούς και αγόρασε καινούριο... Το κράτος εκεί συνήγορος στη φούσκα... Κι έτσι η οικοδομή αντί να εξωραΐσει τον τόπο, να χτίσει τραίνα, σύγχρονες υποδομές, τσιμεντοποίησε τις πόλεις και τα χωριά, ακόμη και τα γραφικά, ασχημαίνοντας τη χώρα μας όσο ποτέ άλλοτε...

Ξαφνικά το credit economy κατέρρευσε. Δεν υπάρχει τίποτε παραγωγικό να δελεάσουμε τους εταίρους μας. Ούτε καν ο Τουρισμός. Τον απωλέσαμε οριστικά, καταστρέφοντάς τον με τις αρπαχτές μας. Ας δούμε τι γράφει για μας ο καλύτερος τουριστικός οδηγός του κόσμου, ο Lonely Planet: «Θα είμαστε πολύ ευτυχείς αν δεν είχαμε ποτέ ξανά την ευκαιρία στη ζωή μας να ξαναζήσουμε στην Ελλάδα: τα σκουπίδια της, την ατμοσφαιρική μόλυνση, τη δαιμονική οδήγηση, τους επιθετικούς εστιάτορες, την καταστροφή του περιβάλλοντος από την άναρχη δόμηση, την εξαφάνιση κάθε είδους παραδοσιακής ζωής και κάθε άνδρας, γυναίκα, παιδί θέλει να τα πιάσει γρήγορα από τους τουρίστες». Και αν αυτά τα γράφει ο πιο έγκυρος οδηγός, δεν χρειαζόμαστε άλλο καθρέφτη για το τι προσφέρουμε και σε ποιό επίπεδο κατατάσσεται αυτή η "βιομηχανία" μας.

Σήμερα η χώρα μας δεν έχει τίποτε να διαπραγματευτεί σε αντίθεση με τις υπόλοιπες PIGS, που έχουν μηδενικό εμπορικό ισοζύγιο και σημαντικότατη παραγωγή. Ως και η γειτονική Τουρκία έχει ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό. Οι υπόλοιποι βαλκάνιοι, κοιτάζουν το μέλλον και το βλέπουν φωτεινότερο, ενώ εμείς εδώ μόνο σκοτάδι αντικρύζουμε...

Σε όλο αυτό το κλίμα, οι ελληνικές τράπεζες άρχισαν να "σκάνε". Αν και κερδοφόρες, προστατευμένες από εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου, εντούτοις όχι μόνο δεν συμμετέχουν σε μια πολιτική ενάντια στο πρόβλημα, αλλά αντίθετα είναι συστρατευμένες στο να το οξύνουν.

Ξαφνικά μας δέρνει η εσωστρέφεια, " να τους κοροϊδέψουμε γιατί κι αυτοί μας εξαπάτησαν", "να τους κλέψουμε", να "επαναδιαπραγματευτούμε= να τους ρίξουμε", κοκ. "Έξω από την ΕΕ", "επιστροφή στη δραχμή", φωνάζουν οι περισσότεροι αγνοώντας τις συνέπειες. Για παράδειγμα η επιστροφή στη νέα δραχμή (νδ) θα έκανε τον μισθό των 1000€ να πέσει ακαριαία στα 400€. Γιατί η νδ θα διολισθαίνει όπως κάποτε τα νομίσματα του ανατολικού μπλοκ. Τα προϊόντα όμως θα ακριβαίνουν "κλειδωμένα" στο ευρώ (γιατί δεν παράγουμε τίποτε, τα εισάγουμε κυρίως).

Χώρια που "αν τους ρίξουμε" πως θα ζητιανέψουμε δανεικά μετά από αυτούς? Είναι έτοιμο το 1000.000 των ΔΥ και επίσης άλλο ένα 500.000 ανθρώπων που ζουν από το δημόσιο να βιώσουν 0€ μισθό / μήνα για 6μήνες τουλάχιστον? Έναν χρόνο χωρίς εισόδημα? και δεν είναι κινδυνολογία αυτό...  Η Αργεντινή που έκανε το ίδιο της πήρε 20 χρόνια να πάρει δάνεια...  Γιατί ο κλονισμός της αξιοπιστίας (credibility) είναι σημαντικότερος της απώλειας κερδών στην παγκόσμια credit economy που ζούμε.

Τι μέλλει γενέσθαι? Ιδέες και λύσεις υπάρχουν διάσπαρτες, δεν θα τις βρείτε στα κανάλια ούτε σε εφημερίδες. Πολλές καλές έχω βρει εδώ: techie-chan

Το βέβαιο είναι πως ολοένα θα μπαίνουμε σε ένα ζοφερότερο μέλλον, ως λαός και ως χώρα, διαιρεμμένοι μεταξύ μας κυνηγώντας μάγισσες. Ακόμη και η βάση του κοινωνικού μας ιστού, η οικογένεια,  θα σπάσει ανεπανόρθωτα, μεσούσης της κρίσης. Κανείς δεν θα μπορεί να βοηθήσει ούτε να αποτρέψει την καταστροφή του δικού του αγαπημένου ανθρώπου. Εκλεκτικές φιλίες, συγκένειες αίματος, σχέδια, όλα θα τα εξανεμίσει ο αεμοστρόβιλος των κανονιών, που θα προκαλέσουν οι τράπεζες. Που ετοιμάζονται και για "προσωποκρατήσεις" δλδ φυλακίσεις ανθρώπων "που ζουν ανάμεσά μας". Κάποιοι φοβούνται απώλεια συνόρων: Τους καθησυχάζω, λέγοντας ότι οι γείτονές μας δεν είναι τόσο ηλίθιοι να μας συσπειρώσουν απεμπολώντας την όποια ανάπτυξη και ανοδική πορεία έχουν αυτή τη στιγμή. Μόνοι μας θα φαγωθούμε, καθώς όλος αυτός ο όζων βούρκος (μαφία, διαπλοκή, νταβατζήδες, καρτέλ) θα μας πνίξει σιγά, σιγά κάνοντας τη ζωή μας κόλαση...


Μόνη μου ελπίδα, το κίνημα των πλατειών: Το έζησα, είδα την αλληλεγγύη, μακριά από τις έωλες κομματικές ταμπέλες, μακριά από τις διαιρετικές ψυχαναγκαστικές στρεβλώσεις μας που αποκαλούμε "ελληνική πολιτική", εκείνοι εκεί ζουν αλληλέγγυα, μονιασμένα και οργανωμένα. Να το ξεκαθαρίσω: Δεν ελπίζω στο κίνημα αυτό να σώσει τη χώρα. Μπορεί όμως να επιβάλει μιαν αξιοπρεπή φτώχια η οποία να γενικευθεί και σαν μαμμή να γεννήσει κάτι...  τότε ο δρόμος προς την σωτηρία μας θα είναι δυνατός... ουχί εύκολος, πλην δυνατός...



Κυριακή 29 Μαΐου 2011

Ανάρτησις γεμάτη αισιοδοξία...



Το Βίντεο το είχα δει εμβαπτισμένο πριν λίγο καιρό σε αυτό το μπλογκ.
Δεν έκανα τότε κάποια αποκωδικοποίηση τότε...

Σήμερα όμως με όλα αυτά που συμβαίνουν και στον καμβά της ψυχής των ανθρώπων γύρω μας μόνο το λευκό δεν βρίσκεις, σήμερα μου ήρθε έντονα στο νου εκείνο το βίντεο, του Millennium.

Υπέβαλα τον εαυτό μου να ξαναγυρίσει πίσω σε κείνες τις μέρες, έτσι σαν ένα είδος ψυχογραφικής αυθυποβολής, να θυμηθώ πως είμασταν. Ήμουν ακριβώς 31 χρονών τότε και δούλευα σε μια μεγάλη πολυεθνική εταιρία με καλές προοπτικές. Η ανεργία στην Ελλάδα ήταν σε χαμηλότατα επίπεδα, μέσω των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και επιδοτήσεων αλλά και του λεγόμενου "εκσυγχρονισμού". Πολλοί από εμάς τότε ήμασταν τόσο αισιόδοξοι που βγαίναμε στο ελεύθερο επάγγελμα με όνειρα και θετικές μόνο σκέψεις.

Η χώρα  μας προετοιμαζόταν για τους ΑΘήνα2004 τότε και παντού υπήρχε ένα κλίμα ευθυμίας. Κοιτάζοντας το μέλλον προς τα μπρος τότε βλέπαμε μόνο φως. Το μόνο που μας ανησυχούσε κάπως ήταν αν είμαστε αρκετά ικανοί να δρέψουμε, να δαμάσουμε όλον αυτόν τον ούριο άνεμο που φυσούσε τότε στην Ελλάδα... Η Αθήνα φορούσε τα καλά της σιγά, σιγά για να γίνει η "Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων". Ανακαινίζονταν κτήρια, νεοκλασσικά στριμωγμένα στο μπετόν, αλλά και αυτό το μπετόν, ξαναβαφόταν.

Το βίντεο καθεαυτό αντικατοπτρίζει με τον καλύτερο τρόπο τη διάχυτη αισιοδοξία μας τότε... Δύει ο 20ος αιώνας και εμείς είμαστε έτοιμοι να ξεχάσουμε τα παλιά προς ένα νέο ξεκίνημα, προς έναν νέο δρόμο που θα απαιτούσε δουλειά φυσικά αλλά με καλύτερους όρους από το παρελθόν. Αποχαιρετούμε λοιπόν τότε τον 20ο αιώνα χωρίς να έχουμε ιδέα το τι μέλει γεννέσθαι στο άμεσο κοντινό τότε μέλλον... Σκορπάμε τα χρήματά μας σε παραφερνάλια, χωρίς να υποψιαζόμαστε καν τι θα μας συμβεί σε 10 χρόνια από τώρα, το 2010... Σε κανέναν, ακόμη και στον πιο απαισιόδοξο, ούτε κατά διάνοια δεν υπήρχε στο μυαλό μας αυτό που θα μας συμβεί...

...αλλά ακόμη είναι 31-12-1999, είναι όμορφα, δύει ο ήλιος, έχουμε φορέσει τα καλά μας και θα ξημερώσουν αναμφισβήτητα καλύτερες ημέρες...




Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

το πέρασμα ενός καλού ανθρώπου....

Με τα χρόνια, κατάλαβα πως στις παρέες μας στην Ελλάδα (αλλά και αλλού) η φράση "καλό παιδί"  ή "καλός άνθρωπος" είχε αμφίσημη σημασία... Υποδήλωνε κάποιον στην παρέα που δεν ήταν επιθετικός, ανταγωνιστικός ή προσβλητικός, προβαλλοντας στον όποιον εγωισμό του κάπως αδρά χαρακτηριστικά. Οι υπόλοιποι ήμασταν πάντοτε λίγο απ' όλα... επιθετικοί ενίοτε, ανταγωνιστικοί άλλοτε, κοιτάζοντας τον εαυτούλη μας και μόνο κάποιες φορές, ή και υποχωρώντας κάποιες άλλες όχι ενδεχομένως από καλοσύνη ή πραότητα όσο από το φόβο της ήττας...

Στον ανταγωνιστικό σημερινό κόσμο ενδεχομένως η φράση "καλό παιδί" να έχει ενίοτε και αρνητική σημασία, έτσι όπως στριμωχτήκαμε ανάμεσα στα διογκωμένα ΕΓΩ μας...

Αποδομώντας λοιπόν τη φράση "καλέ μου άνθρωπε" που ήταν σήμα κατατεθέν ενός από τους μεγαλύτερους κινηματογραφικούς ηθοποιούς αυτού του τόπου, του Θανάση Βέγγου που έφυγε πρόσφατα, προσπάθησα να δω πέρα από τα στημμένα γκαγκ και τις υπερβολές που εν είδη χιούμορ εισέβαλαν συχνά εν αφθονία στις ταινίες του... Αναπόδραστα λοιπόν προσπάθησα να σκεφτώ τι ήταν αυτό που με τραβούσε στις ταινίες του, ακόμη και εκείνες που δεν ήταν από τις λεγόμενες "ποιοτικές" ή εμπορικές. Τι ήταν εκείνο που εισέβαλε μέσα μου σαν αίσθηση και κατακαθόταν ως εναπομείνασα επίγευση?


Για μένα συμβόλιζε πάντοτε το απενοχοποιημένο ΕΓΩ μας, που μπορεί άνετα να είναι ο χαμένος και να στραπατσαριστεί μακριά από τους σκληρούς κοινωνικούς ανταγωνισμούς, που δεν είναι ντροπή να χάσει σε ένα φλερτ, να πιαστεί κορόϊδο ή απλά να πατήσει μια πεταμένη στο δρόμο μπανανόφλουδα... Δυστυχώς ο Θανάσης ήταν μόνος... ακόμη και στις ταινίες του... Τριγύρω όλοι οι άλλοι εμείς, ο κουτοπόνηρος περίγυρος... Με τη στάση του και την αύρα του στις ταινίες του, έδωσε μιαν άλλη στάση ζωής και συνεκδοχικά έναν δρόμο πιο ανθρώπινο, λιγότερο ανταγωνιστικό και έναν χαρακτήρα περισσότερο προσηνή προς τους αλλότριους…

Σάββατο 30 Απριλίου 2011

Οθνείος...








τούτες τις μέρες χρωστούσα μιαν επίσκεψη... τη λογάριαζα από πολύ παλιά, πριν φύγω για έξω...

στο σπίτι του φονιά... Πήρα τη μεγάλη απόφαση την εβδομάδα της διακαινησίμου, ίσως ένας διττός συμβολισμός, αφού μάλλον ήμουν φίλος του θύματος, ενώ τον υπαίτιο τον γνώριζα ελάχιστα και εξ όψεως μόνο... Ας είναι, την οικογένειά του όμως τη γνώριζα καλά... Κι έτσι αποφάσισα να κάνω μιαν επίσκεψη στους οικείους του, καθώς αυτός εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης.

Αφρόντιστη, ίσως για να μην μπαίνει στο μάτι των περαστικών, η μονοκατοικία με τους άλλοτε ωραιότερους κήπους έδινε την εντύπωση εγκαταλειμένου χέρσου σπιτιού ξενητεμένων...

Δρασκέλισα την εξώθυρα με τους πέτρινους θυρρεούς της οικογένειας... με περίμεναν με κάποια ανακούφιση οι γονείς, γερασμένοι πρόωρα... Το δώρο μου συμβολικό, μα άφθαρτο... πέρασα στο καθιστικό που είχε αρκετό καιρό να δεχτεί επισκέπτες...


Στα παράθυρα υπήρχαν κουρτίνες βαριές να δίνουν την εντύπωση σκοταδιού, ενώ τα παντζούρια έτριξαν καθώς τα άνοιξαν διστακτικά, σημάδι πως δεν άνοιγαν τακτικά...

Ήρθε ο αδελφός του φονιά... έτσι τον προσφωνούσαν στη μικρή πολιτεία... Κάποτε εξωστρεφής κοινωνικός και όμορφος νέος, έδινε το σημερινό του παρουσιαστικό την εντύπωση πως αυτός είχε μεγαλώσει στους κόλπους κάποιας ευαγγελικής αδελφότητας με αυστηρά συντηρητικούς κανόνες στη συμπεριφορά και την εμφάνιση...

Έτσι σκόρπια έφερα στη συζήτηση γεγονότα που είχαν συμβεί προ του μοιραίου, ίσως για να υπάρχει καποιο θέμα, ενώ στις απορίες μου για κοινούς γνωστούς έδειξαν να μην γνωρίζουν σπουδαία νέα...

Φυσικά στην ερώτησή μου για τον πρωτότοκο υιό τους, απάντηση δεν πήρα... ένα νεύμα μόνο... με μια πικρή επίγευση στα χείλη τους που εκπέφρασαν την ευχή "ας τον έχει ο Θεός κατά την κρίση του...".

Χαμόγελο δεν πήρα ως ανταπόδωση κάποιου τυπικού δικού μου, από μέρους τους... μόνο πετρωμένα πρόσωπα... Βουβή ατμόσφαιρα σαν να πενθούσαν για χρόνια κάποιον και να μην μπορούσαν εύκολα να το ξεπεράσουν...

έφυγα χαζεύοντας το άσβεστο καντήλι στο εικονοστάσιο, το μόνο στην οικία που ήταν εμφανώς φροντισμένο και περιποιημένο...

Δεν περπάτησα πολύ... οι ανθισμένες πασχαλιές και οι φουντωμένες γαζίες έκρυβαν το σπίτι καθώς έριξα ένα τελευταίο βλέμμα. Πήγα στην πέτρινη εκκλησία όπου το σήμαντρο υπενθύμιζε την επαύριο της ζωοδόχου πηγής... Ότι με είχαν παρακαλέσει από το σπίτι προηγουμένως να ανάψω την λαμπάδα του, όπερ και έπραξα, με την έκπληξη καθώς δίπλα μου είχε ανάψει ο υπέργηρος πατέρας του θύματος μιαν άλλη λαμπάδα... Δεν ξέρω αν οι ευχές των δυό γονιών συναντιόντουσαν κάπου... ξέρω ότι το φως έκαιγε ίδια και είχε το ίδιο τρεμόπαισμα...




Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

χίλια μύρια κύματα μακριά από τη Φουκουσίμα



 18 Σεπτεμβρίου 1922, Σμύρνη. Μια πόλη από τις πλέον ευρωπαϊκές της Ανατολικής Μεσογείου ζει τις τελευταίες ημέρες ελευθερίας της (δυτικής ελευθερίας) προτού παραδοθεί στην πυρά μαζί με τους κατοίκους της και ξαναγνωρίσει την οθωμανική βαρβαρότητα με ότι αυτό συνεπάγεται...
Οι κάτοικοί της "συνωστισμένοι" στις προκυμαίες το ελάχιστο που αισθάνονται είναι αυτός ο συνωστισμός. Μαστίζονται κυρίως από την πείνα (αφού οι περισσότεροι δεν έχουν φάει τίποτε για πολλές ημέρες-όσες διήρκεσε το ταξίδι τους από την ενδοχώρα), την δίψα (που τους θερίζει κατά δεκάδες στον εκεί συνωστισμό τους) και τον καυτό ήλιο που επιτείνει την τελευταία. Περιουσίες, πολύτιμα κοσμήματα, καθαρός χρυσός αλλάζουν χέρια σε αστραπιαίο χρόνο κυριολεκτικά για ένα κομμάτι ψωμί ή για μια κούπα νερό... γύρω στο 1.500.000 κόσμος είναι "συνωστισμένος" στα μικρασιατικά παράλια εκ των οποίων οι περισσότεροι στις ακτές της Σμύρνης καθώς ειχαν έρθει εκεί για ασφάλεια...

Τα Ελληνικά πλοία έχουν εξαφανιστεί φυγαδεύοντας όπως όπως τους ένστολους και τους πολύ πλούσιους. Υπάρχουν μόνο συμμαχικά δυτικά, Αγγλικά Γαλλικά Αμερικανικά Ιταλικά και αρκετά εμπορικά καθώς το λιμάνι της Σμύρνης ήταν από τα κεντρικότερα. Τα περισσότερα πλοία έχουν τραβηχτεί στα ανοικτά ενώ απόσταση ασφαλείας τηρούν τα πολεμικά των δυτικών στόλων. Όλα μαζί θα μπορούσαν να φυγαδεύσουν χωρίς κόπο, απειλή ή κίνδυνο τους άμαχους. Δεν το κάνουν. Επιδεικτικά ξαναπετούν στη θάλασσα τους εξαντλημένους που απελπισμένοι κολυμπούν στα βρώμικα νερά και προσπαθούν να σκαρφαλώσουν στα πλοία ή τις λέμβους. Στην προκυμαία υπάρχουν κάποια πολεμικά Γαλλικά και Ιταλικά που φυγαδεύουν μόνο τους δικούς τους υπηκόους. Οι κανονισμοί είναι αυστηροί και το Αγγλικό πολεμικό ναυτικό επιτηρεί το εμπάργκο στην προκυμαία. Κανείς να μην πλησιάσει... Ο Τούρκικος στρατός επίσης επιτηρεί την προκυμαία. Ακόμη κι ο ίδιος ο Κεμάλ είχε περάσει με αυτοκίνητο και είχε δει τον συνωστισμό... Διάφοροι τυχάρπαστοι άτακτοι επιδίδονται σε πλιάτσικο ακόμη και συλήψεις υπόπτων, τους οποίους "γδύνουν" πίσω από τις αποθήκες. Η προγιαγιά μου είχε ακούσει χαρακτηριστικά τις φωνές τους καθώς στη συνέχεια τους "περιποιούνταν".




Η Ιαπωνία στον Α παγκόσμιο πόλεμο είναι μια χώρα αγκυλωμένη στις παραδόσεις και στα έθιμα του 19ου αιώνα. Μόλις έχει κάνει κάποια δειλά βήματα εκσυγχρονισμού, αλλά είναι ακόμη ήκιστα. Ένεκα εμπορικών σχέσεων με τη Δύση κάποια πλοία της εξυπηρετούν το διεθνές της εμπόριο από την Αμερική, Ευρώπη, ανατολική Μεσόγειο, Σουέζ και πίσω στη Γιοκοχάμα το μεγάλο διεθνές λιμάνι της. Ότι έχει τελειώσει έναν πόλεμο με την Τσαρική Ρωσία για τον έλεγχο των Σαχαλίνων νήσων και τώρα βρίσκεται σε τροχιά προσέγγισης με την επαναστατική Ρωσία. Απόρροια αυτού είναι η φιλο-Τουρκική επίσημη πολιτική της την περίοδο εκείνη.

Για έναν μέσο Ιάπωνα αξιωματούχο της εποχής εκείνης η προσωπική του ζωή δεν έχει σημαντική αξία. Κυρίως ενδιαφέρει ο δρόμος της τιμής που ακολουθεί και συνεπάγεται συνέπεια μέχρι θανάτου στις υποχρεώσεις έναντι στους άρχοντες και στον Αυτοκράτορα. Το να παραβεί ένας Ιάπωνας κανόνες την περίοδο εκείνη είναι ότι πιο απίθανο. 

Εντούτοις κόντρα στις επιταγές της τιμής, κόντρα στις απειλές της Δύσης και του Αγγλικού Ναυτικού και κυρίως κόντρα στον Τουρκικό στρατό, είναι ο καπετάνιος του ιαπωνικού εμπορικού πλοίου, που βρίσκεται αγκυροβολημένο στο λιμάνι της Σμύρνης, που μόνο αυτός πετάει στη θάλασσα το πανάκριβο εμπόρευμα. Στη συνέχεια διατάζει και προσεγγίζουν την προκυμαία. Είναι το πρώτο πλοίο που παραλαμβάνει πρόσφυγες από την προκυμαία χωρίς χαρτιά... Κατά τις περιγραφές της εποχής παρέλαβε όσους χωρούσε...

Μετά το παράδειγμά του κι ένα Ιαπωνικό πολεμικό πλοίο έστειλε λέμβους και διέσωσε πρόσφυγες. Το βεβαιώνουν διασωθέντες...


Όλη η υπόλοιπη επιχείρηση και μεταστροφή της στάσης της Δύσης συνέβη αργότερα. Ίσως να ένιωσαν και τύψεις καθώς οι Ανατολικοί Ιάπωνες τους ξεπέρασαν σε ανθρωπισμό, ενώ αυτοί διακύρησσαν στη Δύση τη σκληρότητά τους. Τα ιαπωνικά πληρώματα προέβησαν σε αυτές τις ενέργειες αυτοβούλως χωρίς να λογαριάσουν κανέναν. Ούτε τα πολεμικά σκάφη ούτε ο Τουρκικός στρατός τόλμησε να πειράξει αυτούς τους σκληροτράχηλους ναυτικούς που είχαν τη φήμη περισσότερο των πολεμιστών παρά απλών ναυτικών...

Τα υπόλοιπα, τη μεταστροφή της Δύσης και την διάσωση τελικά μέρους των προσφύγων (γιατί πολλοί βρήκαν εκεί τραγικό θάνατο από το "συνωστισμό" με μαχαίρια των Τσετών) τα έχει καταγράψει η Ιστορία... Εκείνους που δεν έχει διασώσει και καταγράψει είναι τα ονόματα των πλοίων και τους πρωταγωνιστές από τα ιαπωνικά πληρώματα που πρώτοι παρήκουσαν τις εντολές και τις εμπορικές υποχρεώσεις τους και προτίμησαν να σώσουν ζωές αθώων. Ένα παράπτωμα που για το λαό εκείνον τιμωρούταν με παραδειγματικό θάνατο...

Ίσως για αυτούς τους λόγους δεν καταγράφηκαν από τους ίδιους τα περιστατικά. Για τους δυτικούς ήταν δύσκολο να διαβάσουν ιαπωνικά ονόματα στα πλοία. Ενώ τα συμβάντα αποτελούν κοινή επίσημη μαρτυρία σε όλους όσους παρευρέθησαν τότε στα γεγονότα: Πρόσφυγες, Δυτικούς, Τούρκους. Μετά από έρευνες που έχουν γίνει με πιο χρήσιμη εκείνη του κου Σταυρίδη, τα πιο πιθανά ονόματα για τα δύο πλοία ήταν: the Suwa Maru, Altai Maru, Fushimi Maru and Mishima Maru, καθώς είναι τα μόνα που περιλαμβάνονται στα νηολόγια της Μεσογείου τον Σεπτέμβρη του 1922.

Μου ήρθε αυθόρμητα τούτες τις μέρες η ιστορία με τα ιαπωνικά καράβια στο λιμάνι της Σμύρνης, ιδίως τώρα που ο λαός αυτός δοκιμάζεται σκληρά. Περήφανο θα με έκανε έμπρακτη εκεί ελληνική παρουσία και βοήθεια έστω σαν ανάμνηση αυτής της ζωτικής χείρας βοηθείας που αυτοί οι μακρινοί άγνωστοι είχαν δώσει τότε στους δικούς μας προγόνους...

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

Μια ημέρα στον κόσμο...



Ο φίλος μπλόγκερ Εξύμνος, με ένα ποστ του μου θύμισε μια ξεχωριστή ημέρα που είχε υπάρξει στη ζωή μου... Βάζοντας σήμερα ύστερα από πολλά χρόνια τα περιστατικά σε τάξη και με την αφαιρετική ματιά την ξαναπαραθέτω με την ασφάλεια που παρέχει η απόσταση του χρόνου... Φυσικά οι λεπτομέρειες και τα ονόματα είναι αλλαγμένα...

Ηλικία 20+ ετών. Ξεκνίνημα πολλά πρωί από τη νότια πελοπόνησσο όπου υπάρχει η ανάγκη για ένα ταξίδι αστραπή στην μαγευτική και μακρινή Ξάνθη. Δεν είναι ειδυλλιακοί οι ελληνικοί δρόμοι τότε όπως σήμερα. Τα αυτοκίνητα καρότσες σκέτες... Η διαδρομή από Τρίπολη προς Αθήνα περνάει από τον διαβόητο Κωλοσούρτη, Μύλους Άργος κλπ, τέλη Σεπτεμβρίου.  Στην μαγευτική Αρκαδία όπου πάντα βρέχει ο κακός όλο στροφές δρόμος παίρνει την ανωφέρεια αμέσως μετά το χωριό Στενό. Πριν το "πολυβολείο" ένας αυχένας στενός, ένα αυτοκίνητο φράζει το δρόμο με αλάρμ, ενώ βρέχει. Σταματούμε (δεν είμαι μόνος, συνοδεύομαι από άλλους δύο επιβάτες). Βγαίνουμε. Το αυτοκίνητο που έφραζε το δρόμο ξεκινάει και φεύγει μόλις εμείς σταματάμε. Από το απέναντι ρεύμα έχει σταματήσει ένα φορτηγό. Δεξιά σε έναν γκρεμό 40 μέτρων χάσκει ανάποδα στην αρχή στηριζόμενο από έναν κορμό δέντρου ένα ημιφορτηγάκι τύπου βαν κλειστό. Είναι μέσα επιβάτες κάποιας ηλικίας γύρω στα 60+. Κανείς δεν σταματάει, έτσι δυό απο εμάς μαζί με τον οδηγό του φορτηγού κατεβαίνουμε γύρω στα 4 μέτρα κάτω και πλησιάζουμε... Οι άνθρωποι μέσα ακίνητοι. Πηγαίνω σαν αδαής από την κάτω πλευρά, γιατί είναι κάπως πιο βολικό να βγάλουμε επιβάτες. Ευτυχώς ο έμπειρος οδηγός του φορτηγού μου φωνάζει να το κάνουμε από πάνω γιατί είναι επικίνδυνο... Τον ακούω, σπάμε το τζάμι και τους βγάζουμε έξω ματωμένους... Μπαίνω μέχρι τη μέση μέσα στην αναποδογυρισμένη καμπίνα και τραβώ τη γυναίκα με δύναμη. Ξαφνικά ο κορμός που στηρίζει το όχημα σπάζει και παρασύρει το όχημα στον βαθύ απόκρημνο γκρεμό... παρά τρίχα, αλλά είμαστε όλοι σώοι. Τους ανεβάζουμε σιγά σιγά επάνω. Επάνω υπάρχουν περίεργοι από άλλα οχήματα που δεν πλησιάζουν, φρενάρουν όμως κι έτσι όπως έχει γλίτσα ο δρόμος συγκρούονται δυό τρία οχήματα και οι οδηγοί τους νευρικά έρχονται στα χέρια, αντί να βοηθήσουν. Στο δικό μας όχημα που είναι μικρό, δεν χωράνε, έτσι τους φορτώνουμε στο φορτηγό που έτσι κι αλλιώς κατευθύνεται προς την Τρίπολη. Φωνάζω απειλητικά σε αυτούς που σπρώχνονται να πάρουν τα οχήματά τους, να ελευθερώσουν το δρόμο και να εξαφανιστούν... Ως δια μαγείας διαλύονται σιωπηλοί, κι έτσι κατορθώνουμε να φύγουμε. Δίνω στοιχεία διεύθυνση στον οδηγό του φορτηγού για την Αστυνομία.

Η Αθήνα σε αντίθεση με την Τρίπολη έχει μια γλυκιά όψιμη καλοκαιρινή ζέστη, σχεδόν καύσωνα. Υπάρχει ανάγκη να βοηθήσουμε σε μετακόμιση φίλων. Μετά από 5 ώρες οδήγηση ρίχνουμε και δυό ώρες μετακόμιση. Χωρίς καν σχεδόν να πλυθούμε πίνουμε έναν βιαστικό καφέ  και συνεχιζουμε... Στάση Λεβέντη Καμμένα Βούρλα. Μετά Τέμπη και δεύτερη στάση στην Αγία Παρασκευή για δροσιά και ξεκούραση...

Όταν μαζεύαμε τους τραυματίες από τον αυχένα, στη Θεσσαλονίκη ο Μιχάλης ξεκλείδωνε τη μηχανή του για να πάει στο πανεπιστήμιο. Θα έκανε κάποιες δουλειές και μετά θα έπαιρνε την Άννα για να πάνε για κάποιο μπάνιο στον προχωρημένο για Σεπτέμβρη και Θεσσαλονίκη μίνι καύσωνα. Τους άρεσαν ιδιαίτερα αυτά τα τελευταία μπάνια πριν το χειμώνα...Η ώρα είναι 10:00. Δαιμόνιος επιστήμονας ο Μιχάλης πάει καλά τώρα πλέον μετά από πολύ κούραση, οι κόποι του έχουν αρχίσει κάπως να αναγνωρίζονται στο εξωτερικό, και στην Ελλάδα τυγχάνει μιας κάποιας αναγκαστικής αναγνώρισης από τους συναδέλφους του. Έτσι τα πράγματα για αυτόν είναι κατά τί λιγότερο από  υπερβολικά αγχώδη. Όμορφος νέος 30+ ετών τότε... τη διαδρομή την έχει κάνει χιλιάδες φορές... Τα αυτοκίνητα δεν ήταν τόσα πολλά τότε, έτσι η μηχανή του μια Yamaha XT 600 beneton, την οποία είχε αγοράσει μεταχειρισμένη σε τιμή ευκαιρίας, είχε αρκετές ευκαιρίες να δείξει την έκρηξη και τον δυναμισμό της. Η διαδρομή στάνταρ. Από τα "κυβέλεια" (την οδό Κυβέλης) ανεβαίνει στην Κωνσταντινουπόλεως,  λεωφόρο Στρατού, Αγγελάκη,  Αριστοτέλειο... Εκείνο το πρωί δεν είχε τόση κίνηση. Έτσι έφτασε σχετικά εύκολα στη Λεωφόρο Στρατού και μάλιστα έβαλε και 5η ξεψυχισμένη. Ξαφνικά βλέπει ένα πήξιμο, ασυναίσθητα βάζει 4η ξερή και νευρικά πιάνει τη μανέτα και καρφώνει την 3η για να προσπεράσει γρήγορα... Στη συνέχεια το μάτι του καρφώνεται σε μια παγωμένη στο χρόνο εικόνα... Παράξενο του φαίνεται... Δακρυσμένος καθώς ήταν κάνει μια κίνηση να σκουπιστεί... η εικόνα δεν καθαρίζει... Ξαφνικά σκοτεινιάζει και οι ήχοι γύρω του αρχίζουν να μειώνονται σαν κασετόφωνο που το έβγαλε κάποιος από την πρίζα. Πανέξυπνος καθώς είναι κάνει μια τελευταία φευγαλαία σκέψη... σε λίγο δεν θα υπάρχει πια... και ήθελε τόσα πολλά να κάνει... Κυρίως για την Άννα...

Στον απέναντι δρόμο ένας ηλικιωμένος άντρας κτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο... Το αυτοκίνητό του φράζει το δρόμο. Μια κυρία μάλλον η σύζυγός του κλαίει... "Αχ Θεέ μου κάνε τον άνθρωπο να ζήσει!!!" ικετεύει με λυγμούς... Προ λίγα δευτερόλεπτα, ο σύζυγός της ήταν μποτιλιαρισμένος στη λεωφόρο Στρατού... Είδε κάτι σαν κίνηση μπροστά του... Του ήρθε φευγαλαία ιδέα να στρίψει πιο παραλιακά, τέτοια ώρα τότε είχε λιγότερο πήξιμο... Νευρικά στρίβει αριστερά το τιμόνι καθώς κοιτάζει απέναντι και δεν ερχόταν κάποιος γκαζωτός... Ο ήλιος εμπόδισε τους καθρέπτες του να ανακλάσουν την εικόνα του Μιχάλη που προσπερνούσε... όλα ήταν βιαστικές σκέψεις της στιγμής... Βιαστικές σκέψεις που συναντήθηκαν...

Το αμάξι μας είχε ανάψει μετά τις ευθείες της Κατερίνης που τότε ότι είχαν παραδοθεί... Φυσικά πεινάμε τρομερά καθώς δεν φάγαμε τίποτε στην Αθήνα. Δεν υπήρχαν τα κινητά και όλοι αγνοούμε το τι έχει συμβεί... Ό ήλιος έχει αρχίσει να χαμηλώνει και είναι σχεδόν νύχτα όταν φθάνουμε στην Θεσσαλονίκη... Τα φέρνει η τύχη καμιά φορά, αλλά με ζώνουν τα φίδια καθώς σταματάω στο γνωστό καφενείο-στέκι να ειδοποιήσω συγκενείς και γνωστούς για το βιαστικό πέρασμά μας. Θα τους δούμε αναλυτικά στο γυρισμό... Μόνο ένας μακρινός γνωστός σκυθρωπός, σχεδόν αμίλητος με πλησιάζει... Το χνώτο του βρωμάει αλκοόλ. Μας στέλνει τα χαμπέρια... Όπως είμαστε παρκάρουμε στα "κυβέλεια" για να παρασταθούμε στο σπίτι και στον δικό μας άνθρωπο... Αρχίζει να αχνοφέγγει μόλις στεγνωμένοι τελείως ξεκινάμε να ολοκληρώσουμε την υποχρέωση και μετά να γυρίσουμε για την κηδεία...

Ο ήλιος είναι στο κέντρο του ουρανού και στην πλατεία με το ρολόϊ της Ξάνθης τρώμε κάτι βιαστικά στην αρχή του πεζόδρομου... Ευτυχώς η κηδεία είναι αργά το απόγευμα κι έτσι ψιλοπρολαβαίνουμε... Τα φώτα του δρόμου με έχουν ήδη αποκοιμήσει δυό ή τρεις φορές... Στρίβω για να μπούμε μέσα στην Κατερινη... στάση και παρκάρισμα στην κεντρική πλατεία... Γυρίζω στους άλλους να τους πω για να βρούμε που να κοιμηθούμε... και εκεί μόλις κι εμένα με παίνει ο ύπνος... Ο πρωϊνός παγωμένος αέρας μας ξυπνάει σχεδόν ταυτόχρονα... Ο δρόμος για την επιστροφή δεν μας ταιριάζει... Έξοδος στον Πλαταμώνα και βουβό, το πιο βουβό μας μπάνιο...

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Ήχοι μεταλλικοί σε πλάγιο δεύτερο


Προσπαθώ να αφουγκραστώ τις ανάσες των ανθρώπων, τις σκέψεις, τις πνιγμένες φωνές, τα ξεχασμένα απέλπιδα όνειρα...


Συχνά στα βήματά μου σκοντάφτω πάνω σε κουφάρια αδιέξοδων ερώτων... προϊόντων μοναχικής νύχτας.



Πάνω ψηλά ο έναστρος ουρανός εξακολουθεί να υπόσχεται όνειρα και φως σε κάθε ψυχή που θα σηκώσει το βλέμμα.


Κάτω, στους σκονισμένους δρόμους της πολιτείας, ο πανηγυρικός βόμβος κυκλοφορίας πνίγει τις φάλτσες κραυγές μας για ζωή, την αγωνία μας να αδράξουμε το χρόνο...


Στο σταχτί των πολυκατοικιών ξεθωριάζουν γρήγορα τα παλιά συνθήματα για να ξαναγραφούν νέα πίσω από ανορθόγραφα γκράφιτι, που συναγωνίζονται σε ματαιοδοξία τις άθλιες λουσάτες ρεκλάμες που διαφημίζουν ψεύτικα χαμόγελα...



Τι ομορφαίνει και τι ασχημαίνει δεν μπορώ εύκολα πλέον να το βρω... Τι είναι σκουριά και τι πατίνα... Τι θρήνος, κραυγή και τι ξέσπασμα... Τι θυμός και τι επιθανάτιος ρόγχος...


Η πολιτεία στα σπασμένα πλακάκια των κατελημμένων πεζοδρομίων, σκοντάφτει σε τραπεζοκαθίσματα, και περιττώματα απάνθρωπων φιλόζωων. Οι διέξοδοι φρακαρισμένες από τζιπ ακίνητα... 


Αγρίμια πολίτες, τρέχουν να κρυφτούν απεγνωσμένοι στο σωτήριο μεταλικό κροτάλισμα των καλάσνικοφ που διατρανώνουν τις νέες παραγγελιές νεοκούτσαβων σε έναν παράφωνο εκκωφαντικό σκοπό...


Ασθενείς και οδοιπόροι ταυτόχρονα προσπαθούμε απεγνωσμένα να σώσουμε το τομάρι μας, να σαλτάρουμε στο τελευταίο σάπιο φορτηγό που απέλπιδα θα μας έσωζε από τη μιζέρια... Δεν έχει θέση όμως αλλού για μας... μόνο εδώ... Στριμωγμένοι στις ουρές για λίγες σταγόνες ζωής. Λες και μας κάνουν χάρη...


 


ΥΓ> Ο κος Τσαρούχης είχε κάποτε πει: "Στην Ελλάδα, σε ένα υπέροχο ντεκόρ, γίνεται μιαν άθλια παράσταση". Τελευταία άρχισα να συνειδητοποιώ πως ο κυνισμός του μεγάλου ζωγράφου στόχευε το ντεκόρ...

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

Αν έχεις τύχη...





Ήταν το 2001, όταν γεννήθηκε το πρώτο του εγγόνι από το γιό του Βαγγέλη. Τα δυό υπόλοιπα ένα ακόμη από το γιό και ένα από την κόρη τους ήρθαν αργότερα. Ήταν τότε λοιπόν που από την πολλή χαρά του, αγόρασε για πρώτη και τελευταία φορά ένα λαχείο, μια πλήρη σειρά του Λαϊκού. Ο αριθμός έληγε σε 2001, το είδε στο δρόμο του, του γυάλισε, το αγόρασε εύκολα καθώς πολλοί αποφεύγουν τέτοια λαχεία. Το ξέχασε σύντομα και μετά από μια εβδομάδα σε ένα καφενείο έπεσε στο μάτι του ο τυχερός αριθμός του δικού του λαχείου που κέρδιζε 4 εκατομύρια ευρώ!!!





Στην αρχή δεν το πίστεψε, το διασταύρωσε με καμια δυό τρεις εφημερίδες, βρήκε ένα γνωστό του δικηγόρο και προέβησαν στα καθέκαστα, καθώς υπήρξε αρκετή γραφειοκρατία προκειμένου να μπουν τα χρήματα τελικά σε μυστικό λογαριασμό στη Τράπεζα.



Ήταν 2004 όταν το σπίτι του είχε διαλυθεί τελείως. Η Αθήνα πρόβαρε το φόρεμα των ΟΑ2004, φτιασιδώνοντας όσα φαίνονταν, ενώ ο ίδιος δεν μιλιόταν πλέον ούτε με τη σύζυγο, ούτε με το γιό-νύφη και την κόρη-γαμβρό. Η αρχή έγινε με το γιό του το Βαγγέλη, που στο μεθύσι του λαχείου καμώθηκε τον πλούσιο και ξανοίχτηκε στις σπατάλες με απωθημένα. Κάτι το τζιπ, κάτι τα ανοίγματα στη δουλειά, κάτι διακοπές στην Ευρώπη. Από την άλλη η κόρη ήταν περισσότερο πρακτική, ήθελε επένδυση των χρημάτων στη δουλειά που είχαν με τον άντρα της, ένα ζαχαροπλαστείο. Ο σύζυγος Σάκης το όνομα, ήταν ανένδοτος. Ήθελε και αυτοκίνητο καινούριο, και πιστωτική, και καλό κοστούμι. Ήταν και ο πρώτος που έφερε την έριδα στο σεπτό μεσοαστικό περιβάλλον.





"Γαμ@ το σόϊ σου!" Φώναζε στη γυναίκα του με την έλευση της κόρης τους. "Ο έτσι, ο αλλιώς" έλεγε για τον πατέρα της. Κάνα δυό φορές η κόρη είχε φύγει από το σπίτι με το μωρό και είχε κρυφτεί στο πατρικό της, όμως η μήτηρ της ήτο ανένδοτη και αναφανδόν με το μέρος του γαμβρού. "Στον τάφο θα τα πάρεις ρε κερατά!" στόλιζε τον άντρα της με λογής κοσμητικά. Από την άλλη στην οικία του υιού υπήρχε η ίδια και ισχυρότερη γκρίνια απο τη νύφη που ξεσυνεριζόταν το γαμβρό σε ύβρεις και κατάρες.



Ο ίδιος, ήταν κάπως πιο πρακτικός. Στην αρχή δεν είχε διανοηθεί κάν τι στενοχώριες θα τους έφερνε το κερδισμένο λαχείο. Δεν πίστευε πόσο εύθραυστα ήταν όλη αυτή η οικογένεια που με κόπο και μεράκι είχε στηλώσει με τη γυναίκα του. Η οποία σημειωτέον είχε ξεσαλώσει. Κοκκινισε τρεις πιστωτικές ακαριαία άμα τη ελεύσει του λαχείου, και εν συνεχεία κήρυξε επανάσταση να αγοράσουν σπίτι σε καλύτερη γειτονιά, στα ανατολικά προάστια. Ο ίδιος δεν πρόβαλε αντιρρήσεις σε αυτό, προτιμούσε όμως να γίνει σταδιακά, να αγοράσουν κάποιο οικόπεδο, να οικοδομήσουν ένα τριώροφο και να δώσουν και στα παιδιά τους και από ένα σπιτι. Δεν υπήρχε ούτε μια στο εκατομύριο, να βρει συμπαραστάτη στην άποψή του αυτή. Η στενή του οικογένεια τα ήθελε όλα τώρα.


Περιττό να πούμε πως από τον πρώτο κιόλας χρόνο όλη η υπόλοιπη οικογένειά του, αδελφή-γαμβρός και ξαδέλφια του έκοψαν την καλημέρα και τον σκυλόβριζαν νυχθημερόν. Την αρχή έκανε η κόρη του πρώτου του εξαδέλφου. "Αχ Θείε, και που να ξερες το πόσο τσιτωμένοι είμαστε. Μην κοιτάς που δεν το δείχνουμε. Ο Μάκης με τα χρέη που έχει θα πάει φυλακή, και τη φυλακή δεν την αντέχει. Θα πεθάνει. Μην ξεχνάς πως όταν ήταν ο Βαγγέλης φαντάρος, ο Μάκης έτρεχε για σένα". Μια άλλη σύζυγος φίλου του μεταχειρίστηκε έτερα θέλγητρα: "Ξέρετε κύριε Αριστείδη μου... " Ήξερε... Και απομακρύνθηκε γρήγορα γιατί προέκυψαν και άλλα πολλά σενάρια-τροπάρια για να τον δαγκώσουν.

Αμέσως από την επομένη που του κλήρωσε ο τυχερός αριθμός, δεν ξαναβρήκε ησυχία στο σπίτι του ή στη δουλειά του. Φωνές, φασαρία, διαμαρτυρίες, βρισίδι και φυσικά ευθύνες και ενοχές που προέκυψαν από το πουθενά και τον βάρυναν. Ο άντρας της αδελφής του, τον πέταξε απο το σπίτι τους έξω σχεδόν τον προπηλάκησε...

Εντούτοις, όλοι οι οικείοι του βρήκαν έμμεσο τρόπο για να σκυλέψουν από τα κερδισμένα. Κάτι πιστωτικές, κάτι δάνεια καταναλλωτικά, στεγαστικά κλπ. Η κόρη τους του έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό. "Πατέρα μας παίρνουν το σπίτι! Ο Σάκης θα με διώξει!". "Το σόϊ σου!!! πανάθεμάσε" ήταν τα μόνα λόγια που ήξερε ο Σάκης. Ώσπου έμπαιναν λίγα χρήματα στο λογαριασμό τους και μαλάκωνε, για καμιά εβδομάδα όμως μόνο...


Όλα είχαν χαλάσει, ακόμη και η δουλειά του με τους συνεργάτες του. Το όνειρό του, να ρίξει εκεί μερικά λεφτά, να κάνει καλύτερες προσφορές και να μαζέψει πελάτες, είχε εξανεμιστεί από την οικογένεια. Αντίθετα η δουλειά του είχε βαρέσει διάλυση, γιατί όλοι έλεγαν ότι "αυτός δεν έχει ανάγκη τώρα, πάμε και σε κάναν άλλον". Με την έλευση του 2006, όσο κι αν φαίνεται παράξενο αυτό, έκανε την τελευταία ανάληψη από το λογαριασμό του λαχείου. 2000€ μαζεμμένα και αυτά για να πληρώσει το σέρβις του τζιπ του Βαγγέλη, το δικό του σαράβαλο που ποτέ δεν άλλαξε, έμεινε ασυντήρητο.

Υποδέχτηκε την κρίση απένταρος, σχεδόν χωρίς δουλειά και με διαλυμένο σπίτι... Ύστερα από λίγο φιλοξενούσαν την κόρη τους. Την είχε διώξει μαζί με το παιδί ο Σάκης. "Το σόϊ τους!". Πολύ σύντομα όλα έγιναν στάχτη και μπούρμπερη, τα νεοαποκτηθέντα σπίτια, τα πολυτελή αυτοκίνητα, τα ακριβά ρούχα. Όλα είχαν διαλυθεί, από τον Λίβα της κρίσης. Τα δάνεια που είχαν παρθεί με την ασφάλεια του εμβάσματος, οι τράπεζες τους τα πήραν πολλαπλά, προβαίνοντας φυσικά και στις απαραίτητες κατασχέσεις, ενώ οι επιταγές της οικογενείας είχαν τόσο κοκκινίσει, που ο Αριστείδης ντρεπόταν να κυκλοφορήσει στην πιάτσα και τελευταία του περνούσαν συχνά διάφορες σκέψεις...





Εκεί στις αρχές του 2011, άρχισε τις επισκέψεις σε έναν ψυχίατρο στο ΙΚΑ της γειτονιάς του. Στην προκειμένη περίπτωση ο γιατρός ήταν ένας νυσταλαίος, οκνός αδιάφορος δημόσιος υπάλληλος που κοίταζε τον τοίχο αφηρρημένα δήθεν σκεφτικός, καθώς ο άλλος μιλούσε για τη ζωή του. Σε ένα διάλειμα, ο ιατρός εξήλθε του ιατρείου και εξαφανίστηκε για ώρες. Εκεί καθώς περίμενε υπομονετικά, μπήκε ο καφετζής από το απέναντι καφενεδάκι. "Συνήθως δίνει κάτι κόκκινα χάπια. Να μην τα πάρεις, έχουν παρενέργειες! Θα σε κάνουν φυτό!" Ορμήνεψε ο καφετζής τον Αριστείδη. Γνωρίστηκαν και με τη συζήτηση ο Αριστείδης έκοψε τον ψυχίατρο και άρχισε τις επισκέψεις στο καφενεδάκι απέναντι, αποκτώντας νέους φίλους και όρεξη για την καθημερινότητα. Έτσι κι αλλιώς η κρίση όλον τον κόσμο τον είχε κτυπήσει...





Βρισκόμενος βιαστικός στο καφενεδάκι αυτό, ελλείψει τραπεζιού κάθησα ομοτράπεζος δίπλα στον κύριο Αριστείδη. Σε μια στιγμή αγανάκτησης μονολόγησα φωναχτά την ευχή στερεότυπο: "Αχ και να κέρδιζα το λαχείο!", και ο συνδαιτημόνας μου δεν κρατήθηκε, μου είπε την ιστορία του, που αν και απίστευτη, είναι πέρα ως πέρα αληθινή με μασκαρεμμένες φυσικά τις λεπτομέρειες και τις χρονολογίες...