Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Στεφάνου κατάθεσις...



Τι είμαστε οι άνθρωποι...
άχυρο, στάχυ και κοπριάς απίθωμα...
τ' αγγελουδιού περίγελως·

έτσι που φουσκωμένοι διάνοι 
καμωνόμαστε πως είμαστε μικροί θεοί...

άκου "καθ' εικόνα και ομοίωσιν"
τι κομπασμός, τι αλαζονεία...

Το σύμπαν εκεί έξω, χάσκει μετέωρο, άναρχο...
αχειροποίητο·
κι ο πανταχού παρών αδρανειακός παρατηρητής
μας θωρεί, έτη φωτός μακριά από του γαλαξία τις εσχατιές,
ασήμαντους, μικρούς, σπιθαμιαίους...

Άκου "εικόνα και ομοίωσιν"... 
τι ξιπασιά... τι φουσκωμένα λόγια... 



Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

Αμυχές θερινής ραστώνης...




Το δωμάτιο είναι αξιοπρεπές... κάπως στενό για να φιλοξενήσει κι έναν συνοδό ας πούμε αλλά έτσι κι αλλιώς εμένα προσωπικά μου είναι άχρηστος. Περίοδος διακοπών γαρ, πριν τον δεκαπενταύγουστο, ποιόν συνοδό ή επισκέπτη να έχω? Οι περισσότεροι θάλαμοι είναι άδειοι, είπαμε ραστώνη και περίοδος διακοπών. Μόνο οι υπέργηροι και εκείνοι που δεν μπορούν να κινηθούν είναι μαζεμένοι σε δύο 6κλινους θαλάμους, ώστε το νοσηλευτικό προσωπικό να μπορεί να τους φροντίζει και να τους προσέχει καλύτερα. Ο δικός μου τρίκλινος θάλαμος παντελώς άδειος... με εμένα μόνο στριμωγμένο σε μια γωνιά... Αργότερα κατάλαβα πως εκεί ήταν το πιο δροσερό σημείο...  Ύστερα από κάνα δυό ώρες, αρχίζει να γίνεται ο χώρος κάπως οικείος και σιγά σιγά αρχίζεις να τον αποδέχεσαι... ευτυχώς που υπάρχει ακόμη αυτός ο παράταιρος χώρος, καθώς και το προσωπικό βάρδιας που αντί να χαίρεται καμία παραλία λιώνει στη ζέστη και στη κλεισούρα των θαλάμων... 

 

Ευτυχώς πρόλαβα να στείλω ακυρωτικά SMS για κανονισμένες (υποτίθεται) διακοπές... χωρίς πολλά λόγια ή δικαιολογίες που θα δημιουργούσαν ενοχές ή σκέψεις θλιμμένες... Αν είμαι εγώ άτυχος, ας χαρούν λίγο όλοι αυτοί εκεί έξω... το αξίζουν... στους υπέργηρους γονείς μου ένα πρόχειρο τηλέφωνο με προσποιητό ύφος πολυάσχολου για να τους πω ότι είμαι καλά και έχω μπλέξει επαγγελματικά... ύστερα μόνιμα αθόρυβο το κινητό μου γιατί δεν μπορώ άλλο να μιλήσω, δεν έχω δυνάμεις και θα καρφωθώ...

Πως καταφέρνουμε να πληγώνουμε ο ένας τον άλλον? Πάντοτε το ερμήνευα με την ιδέα ότι είμαστε σε μια φάση που βάζουμε τον εαυτό μας πάνω από όλους. Σε ζητήματα που στο παρελθόν ίσως να υποχωρούσαμε, να αφήσαμε "να περάσει του άλλου",  να! τώρα στηλώνουμε τα πόδια: "Αρκετά έχω καταπιεί!" λέμε... Φουντώνει ο εγωϊσμός μας και δεν κάνουμε ούτε ένα βήμα πίσω... Έξαφνα, γυρίζουμε στον δίπλα μας και βλέπουμε με πικρή έκπληξη, πόσο τον πληγώσαμε... Στον πάρα δίπλα θάλαμο είναι ένα κορίτσι γύρω στα 17 χρόνων που ουρλιάζει. Αν και είναι σαν τα κρύα τα νερά, ουρλιάζει από ψυχικό πόνο... Ποιός να πλήγωσε τούτη την ψυχή? Πόσο αδύναμη να ήταν?

Αμήχανοι και παραιτημένοι οι γονείς προσπαθούν να βοηθήσουν, αλλά κάθε παρέμβασή τους ρίχνει λάδι στη φωτιά. Το κορίτσι τους επιτίθεται... Αισθάνεται ενοχές που βρέθηκε έτσι αδύναμη απέναντί τους και τώρα να αντιδρά άσχημα... Εκείνος που την πλήγωσε δεν την επισκέπτεται ούτε την παίρνει τηλέφωνο... Τη νύχτα ακούω τις κραυγές της... και ύστερα το τηλέφωνο να κτυπάει στον τοίχο και να γίνεται χίλια κομμάτια... Μετά ο σιωπηλός της μονόλογος... "Σήκωσέ το... μια φορά μόνο... έστω κατά λάθος... μόνο ν' ακούσω τη φωνή σου...

Οι φωνές της με κάνουν να ταξιδεύω στις άκρες του δωματίου. Στις μικρές ασυντήρητες γωνιές του θαλάμου... εκείνες που έχουν την φθορά του χρόνου, τη νωτερή υγρασία εμποτισμένη... οι σκιές μαζί με τα ξεφλουδισμένα χρώματα ζωγραφίζουν φανταστικούς πίνακες στο νου μου... ενός ζωγράφου που δεν έχει ακόμη σταθεροποιήσει τη μανιέρα του και ολοένα σβήνει και ξανασχεδιάζει...

Το κορίτσι έκανε απόπειρα αυτοκτονίας και οι γονείς εσπευσμένα αλλά τουλάχιστον έγκαιρα την πήγαν στο νοσοκομείο... Αντί να είναι σε κάποια παραλία και να της την πέφτουν καμιά 200ριά λεβέντες, τούτη σκέπτεται αυτόν... δεν υπάρχει άλλος για κείνη... ούτε Αύγουστος, ούτε διακοπές... Μα γιατί δεν της τηλεφωνεί? Γιατί εξαφανίστηκε?

Ο Πατέρας της σκεπτικός... διαβάζω το βλέμμα του, όταν συναντιέται με το δικό μου στις ατέλειωτες αμήχανες ώρες στο σαλόνι αναμονής... εκείνος για να ξεχνιέται λίγο, εγώ για να κοροϊδεύω τον εαυτό μου ότι είμαι επισκέπτης κάποιου... Σχεδόν διαβάζω τις σκέψεις του... "μα γιατί να μην είναι όπως τα κορίτσια στο σχολείο της? Γιατί να μην είναι σαν τις φίλες της? ότι φάμε κι ότι πιούμε?"... Μα γιατί ο ίδιος τη βλέπει διαφορετική, ξεχωριστή αλλά για την ώρα δεν το έχει συνειδητοποιήσει... πως να είναι σαν τις άλλες?  "Γιατί να μην είναι όπως  στις ταινίες του σινεμά? Είναι όμορφη δεν λέω, αλλά γιατί να μην είναι επιτυχημένη, πάντα γελαστή... Λαμπερή? Γιατί να μην είμαι στη ζωή της όλο εκπλήξεις? Αχ και να ήμουν λίγο πιο καλοβαλμένος... λίγο πιο άνετος... να της προσφέρω αυτό το κάτι τις παραπάνω που κάνει τη ζωή να μην είναι άνοστη... να μην είναι ανιαρή ή βαρεττή... το άτιμο το άλας της ζωής"...

Ο κόσμος αρχίζει να γυρίζει και μου έρχεται αναγούλα και λιποθυμία... το μέρος του σωλήνα από τη μία φιάλη του ορού μέχρι το χέρι μου έχει κοκκινήσει... Σχεδόν σέρνω τα βήματά μου από το σαλόνι μέχρι το κρεβάτι μου, τοίχο τοίχο στο διάδρομο... Ο κόσμος σκοτεινιάζει απότομα... Ξαναφωτίζεται με το νοσοκόμο γελαστό που με βλέπει να ξυπνάω... "Άλλο ένα τέτοιο κάνε και θα πω στο γιατρό να σε δέσει!"  

Το κορίτσι από την άλλη όταν καταφέρνει να ξεφεύγει από το είδωλό του αγοριού, που στην φαντασία της την τραβάει σαν μαγνήτης, αναπολεί τη μικρή της ζωή... της φαίνεται αιώνας... "Μα γιατί αυτός?" στην πραγματικότητα δεν ξέρει να απαντήσει... δεν μπορεί να δει άλλο κάδρο στην τωρινή της καθημερινότητα... "ίσως γιατί έχει αυτό το θλιμμένο βλέμμα... ίσως γιατί γύρισε αυτός μόνο, μέσα σε χιλιάδες αδιάφορους να την κοιτάξει"... Η μικρή δεν έχει τις χρειαζούμενες απαντήσεις... και δεν τις βρίσκει στο σπίτι της πουθενά... Η απρόσιτη Μητέρα της σχεδόν αποφεύγει να την αγγίζει ο Πατέρας της... Μια φορά δεν την έχει δει να τον κοιτάζει τρυφερά... Η μικρή μαντεύει ότι η μητέρα της αισθάνεται φυλακισμένη... και μέρος των δεσμών της είναι αυτή η ίδια η μικρή ύπαρξη... Είναι σίγουρη ότι αν δεν υπήρχε αυτή, η Μητέρα της θα είχε φύγει προ πολλού... Είναι ακόμη τόσο αθώα που δεν έχει ανακαλύψει ότι στη ζωή όπως και στη Φυσική, οι πραγματικές δυνάμεις είναι οι κεντρομόλες... Οι άλλες οι φυγόκεντρες είναι μόνο πλάσματα της φαντασίας μας... Ίσως αν οι γονείς της ήταν κάποιοι άλλοι... Λαμπεροί σαν τους σταρ του σινεμά ας πούμε... Κάτι σαν τον Μελ Γκίμπσον και την Έλεν Χάντ... Κι ο παππούς ας έμοιαζε λίγο του Τζάκ Νίκολσον... Τον λυπάται τον παππού της η μικρή... ο καημένος έχει ξεπέσει τόσο, που τον λυπούνται ακόμη και οι έγγονοί του... Μα τόσο δύσκολη είναι η ζωή? Η μικρή σκεφτόμενη πως δεν έχει μόνο η ίδια προβλήματα, αρχίζει να ηρεμεί... γλυκά την παίρνει ο ύπνος...  

Μόλις μετά βίας αρχίζω να κυκλοφορώ στο διάδρομο, οι γνωριμίες μου επεκτείνονται. Κυρίως με συγκενείς υπέργηρων που κανονίζουν τα της αποκλειστικής και ρίχνουν ένα τρυφερό βλέμμα στον γέρο πατέρα ή τη γραία μητέρα τους που είναι σε αφασία ακίνητοι στο κρεβάτι. Στο τέρμα του διαδρόμου, ο πιο απομακρυσμένος θάλαμος είναι προστατευμένος από τα μικρόβια. Μπαινοβγαίνει μια γυναίκα κάποιας ηλικίας, στα σκούρα, ενώ οι συγκενείς κάθονται και συζητούν αμήχανα έξωθεν, στο σιδερένιο παγκάκι της γειτονικής αίθουσας αναμονής, κοιτάζοντας αμήχανα πότε το ρολόϊ τους, πότε εκείνο της αιθούσης. Πάντοτε αναρρωτήθηκα γιατί τα περισσότερα ρολόγια των σαλονιών των νοσοκομείων είναι σταματημένα κι εκτός λειτουργίας. Συνεχώς κοιτούν το κινητό τους και ύστερα βρίσκουν προφάσεις να φεύγουν... Η μητέρα όμως εκεί ακλόνητη. Πρέπει να είναι πάρα πολλές ημέρες εκεί το περιστατικό γιατί έχει γνωριστεί για τα καλά με το προσωπικό και τους γιατρούς. 


Ρίχνω ένα αμήχανο βλέμμα από το παράθυρο... Έξω η πόλη συνεχίζει τους αμείωτους ρυθμούς της, με το άπλετο φως του ήλιου να λούζει τις ταράτσες και να φωτίζει τα σκοτεινά παράθυρα... Η ώρα περνάει δύσκολα... Νομίζω ότι πέρασαν 6 ώρες και συνειδητοποιώ πως έχουν περάσει μόλις 40 λεπτά... Ο χρόνος εκεί μετράει μόνο με το προσωπικό που έρχεται και ρίχνει τα φάρμακα στους ορούς... ύστερα οι γιατροί περνούν με προσποιητή χαρά και ρίχνουν ένα ενθαρρυντικό σχόλιο: "άντε σε κάνα δυό εβδομάδες θα είσαι στη Μύκονο"... Κι αυτοί κι εγώ φυσικά το ξέρουμε ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να γίνει, για φέτος τουλάχιστον... Ας είμαι τουλάχιστον καλά το φθινόπωρο...

Οι βόλτες στους διαδρόμους με τους ορούς υπό μάλλης συνεχίζονται αμείωτοι, έστω και υπό πολύ δύσκολες συνθήκες... φθάνω στον τελευταίο θάλαμο που είναι απομονωμένος, εκείνος με το βαρύ περιστατικό... Η μητέρα φροντίζει ένα παιδί που είναι σαν σκελετωμένο. Είναι 30 χρόνων και δείχνει 80. Ανίατη ασθένεια, προχωρημένη... Μου γνέφει χαμογελώντας... Μέσα στον πόνο της βρίσκει τη δύναμη να ενθαρρύνει ακόμη και μένα... Ας είναι... Σε έναν άλλον διάδρομο υπάρχει το περιστατικό με κατάγματα και ένα μεγάλο έγκαυμα... Πάλι νέο κορίτσι, από τροχαίο... πήγαιναν διακοπές... Εκείνος δεν έπαθε γρατζουνιά... Αυτό πονάει σωματικά και τα παράπονά του ανακατεύονται με εκείνα του άλλου κοριτσιού που ουρλιάζει στον γιατρό ότι δεν αισθάνεται τα πόδια της...

Με το που νυχτώνει, η πόλη αρχίζει σιγά σιγά ν' ανάβει τα φώτα της... Τα ελάχιστα δηλαδή γιατί ο περισσότερος κόσμος έχει φύγει... Άνθρωποι συνηθισμένοι που κάνουν τις βραδυνές δουλειές τους... Κουζίνες φωτισμένες, σαλόνια με το ημίφως της τηλεόρασης, μπαλκόνια που φαίνονται έντονα οι κάφτρες των τσιγάρων σε κάθε ρουφηξιά... Ο αστικός θόρυβος επιμελώς σβήνει τους ήχους... Και τι δεν θα έδινα τώρα να είμαι ένας από αυτούς, αργόσχολος σε κάποιο μπαλκόνι, να χαζεύω τον ήλιο που αποχωρεί σιγά, σιγά για τη μικρή ζεστή καλοκαιρινή νύχτα... χωρίς άλλο, έναν φραπέ θα τον έπινα... σκέτο και βαρύ... Α' και θα κάπνιζα... Κι ύστερα ένα ωραίο κολονάτο ποτήρι με παγωμένο σαρντονέ και όλα τα φώτα σβηστά στο σπίτι... με τα φώτα μόνο των άλλων διαμερισμάτων, την αντιφεγγιά της πόλης και λίγη χαμηλή μουσική... Όχι τίποτε ξεσηκωτικό... να κάνα παλιό κομμάτι, όπως το κάραβαν του Έλινγκτον... ή το fly me to the moon... Ή λίγος παλιός αλλά καλός, δηλαδή εξαίρετος για τέτοιες μοναχικές περιστάσεις Tom Waits... Jersey Girl... Το τραγούδι μου φέρνει στο νου, τη σιλουέτα της, όταν νεότατοι στα 80ς το ακούγαμε στο σπίτι των γονιών μου... Έλειπαν για διακοπές, είχα μείνει δήθεν να διαβάσω εκείνο το καλοκαίρι... δεν άνοιξα βιβλίο... συνάντησα όμως εκείνο το πρώτο φως και σκίρτημα... Τι θυμήθηκα τώρα...  Το νοερό μου επικίνδυνο ταξίδι στο παρελθόν, διακόπτεται απότομα από μια θορυβώδη νοσοκόμα που από τα νεύρα της που είναι εκεί, κτυπάει τις πόρτες και τα ντουλάπια του φορητού τρόλεϋ με τα υλικά... 


Κυριακή πρωϊ 10 Αυγούστου και παραδόξως έχω ξυπνήσει από τις 06:00... Δηλαδή αν με άφησαν τα άτιμα τα κουνούπια να κλείσω μάτι, ή οι θορυβώδεις κινήσεις του προσωπικού που κάθε λίγο όλη τη νύχτα, λες και δεν είχε τίποτε άλλο να κάνει, έμπαινε με φασαρία στο θάλαμο... Επίσης ήταν και οι ξαφνικές κραυγές του κοριτσιού... Σηκώνομαι κάθομαι καθιστός στο κρεβάτι, αλλά στο διάδρομο βλέπω τη μητέρα του απομακρυσμένου θαλάμου με το βαρύ περιστατικό να περνάει βιαστικά με έναν Παπά... Το μάτι μου πέφτει στην μεταλαβιά που κρατάει ο παπάς... Μου κόβονται τα πόδια... δεν περνάνε 10 λεπτά και ο παπάς με γρήγορο βήμα απομακρύνεται από το χώρο συνοδευόμενος από τη μητέρα του παιδιού... αισθάνομαι ένα ρίγος... πόσο στρες μπορεί να δημιουργήσει η θέα και μόνο ενός παπά με τη μεταλαβιά και το φορεμένο κόκκινο πετραχήλι του...

Πάλι προσπαθώ να κρυφτώ στις μικρές γωνίες του θαλάμου... αναζητώ κάποιες αχνές γραμμές σε κάποιον αόρατο καμβά στον απέναντι ξεβαμμένο τοίχο... Τίποτε δεν μου έρχεται στο νου... κοίτα να δεις τώρα βρήκα να ξεμείνω από φαντασία... Μόνο η σιλουέτα μιας κάποτε αναρτηθείσας τηλεόρασης χάσκει στον τοίχο απόλυτα, σαρκαστικά τετράγωνη...

Σηκώνομαι και βγαίνω βιαστικά, αλλά το προσωπικό με τη βία με ξαναγυρίζει για τα περαιτέρω... Ρωτάω και μου απαντούν ότι είναι Κυριακή και μεταλαμβάνει ο κόσμος... Μόλις φεύγουν, με καθυστερεί η φλυαρία ενός συγγενούς άλλου ασθενούς, αλλά τουλάχιστον είναι ο μόνος επισκέπτης που έχω μετά από μιάμιση εβδομάδα στο θάλαμο, κι έτσι καθώς αισθάνομαι άσχημα που δεν μπορώ να τον κεράσω κάτι, προσπαθώ τουλάχιστον να είμαι δεκτικός... Κάποια στιγμή φεύγει, σηκώνομαι και βαδίζω προς τον απομονωμένο θάλαμο, φυσικά με τους ορούς υπό μάλης καθώς ο αναρτήρας τους είναι σαραβαλιασμένος και δεν κυλάει σωστά... Ο απομακρυσμένος θάλαμος είναι ορθάνοιχτος μαζεμένος, δεν υπάρχει κανείς... Με ζώνουν φίδια... Στο γραφείο προσωπικού, η αδιάφορη και θυμωμένη προϊσταμένη που αυγουστιάτικα κάνει βάρδια προσποιείται ότι δεν καταλαβαίνει... κατόπιν μιλάει αγενώς σε έναν συγγενή. Ξαναπηγαίνω στον απομωνομένο θάλαμο και πέφτω πάνω σε έναν από τους μακρινούς συγγενείς που κανονίζει τα διαδικαστικά από κινητού τηλεφώνου... "Όχι σήμερα έφυγε ο εξάδελφός μου, αλλά δεν μπορείτε να τον παραλάβετε... Δεν ξέρω πότε θα γίνουν τα διαδικαστικά, γιατί πρέπει να γίνει και η κηδεία στο νησί".



Λοιπόν από νησί ήταν το παιδί... Τώρα θα ταξιδεύει αμέριμνα σωστό γλαροπούλι, παραβγαίνοντας με τους υπόλοιπους φυγάδες γλάρους κάποιο αργοκίνητο καράβι της γραμμής, φορτωμένο με ταξιδιώτες που τους φωτογραφίζουν αχόρταγοι, σαν κάποιο παράξενο θέαμα... Στεριανοί, τι περιμένεις... Το βλέμμα του χαμένο οριστικά, θα στραφταλίζει σε κρυστάλλινες θαλασσινές σπηλιές, μυστικές κι απόμερες... θα γίνεται θαλασσόξυλο γυμνωμένο από την αρμύρα, ξεχασμένο σε άδειες χειμωνιάτικες ακτές, εγκαταλελειμμένο μέσα στη μοναξιά του... Και η εικόνα του, ο αντικατοπτρισμός του, θα συναντιέται με βλέμματα· μόνο στα μάτια των συγκενών, αλλά καθάριο σαν κρύσταλλο σε εκείνα της μητέρας του... Που από τα μάτια της θα φύγει σιγά, σιγά η σκοτεινιά και θα μείνει μόνιμα η θλίψη, η μόνιμη ανησυχία της μητέρας που τώρα πια, εκεί στο μακρινό κι αδιόρατο επέκεινα έχει το πιο δικό της σπλάχνο... Για έναν λόγο που δεν μπορώ να τον εξηγήσω μου έρχεται στο νου, η εικόνα της Παναγίας, ξεθωριασμένη σε μακρινό ξωκλήσι... μόνη στην ερημιά της και την εγκατάλειψη... πλην νηπτική στον τολμηρό αποφασισμένοο επισκέπτη...


Απομακρύνομαι από τον απομονωμένο θάλαμο με ανάμεικτα συναισθήματα, αλλά σύντομα ξαναγυρίζω στα δικά μου... τις δικές μου σκέψεις, διακοπτώμενες από το πληγωμένο κορίτσι που διακόπτεται αντίστοιχα από το πραγματικά τραυματισμένο, από τα κουνούπια ή το θορυβώδες νοσηλευτικό προσωπικό. Μετά από 3 ή 4 ημέρες, "έφυγαν" δύο ομίληκοι, γέρος και γραία από τους δύο διαφορετικούς θαλάμους που ήταν συγκεντρωμένοι κατά φύλο... Πλήρεις ημερών, πάνω από 90 χρονών έκαστος... Κοιτάζω έξω από το παράθυρο... Η θορυβωδώς προαναγγελθείσα από τα κανάλια έλευση του καύσωνα δεν ήρθε τελικά... Ο καιρός είναι πράγματι καλός για την εποχή και επιτέλους φυσάει λιγάκι... Κάτω οδηγοί γκαζώνουν και οδηγούν βιαστικά την άδεια λεωφόρο, που μόνο τέτοια περίοδο βρίσκεις τόσο έρημη στην Αθήνα. Ένα παπάκι κορνάρει στον μπροστά οδηγό να ξεκινήσει "Πράσινο ρε!". Η ζωή συνεχίζεται με τους ίδιους ασθμαίνοντες και βιαστικούς ρυθμούς της... 



Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

Ένα γελαστό απόγευμα...





Ήταν δεν θα ήταν καλοκαίρι, Αύγουστος του 1975... Αρχή απογεύματος και ο ήλιος ήταν ακόμη ψηλά... είχα ξυπνήσει νωρίτερα από ότι συνήθως από το μεσημεριανό ύπνο... 6χρόνος πιτσιρικάς τότε... βγήκα στην πίσω αυλή να περιεργαστώ τον κόσμο που τότε ξεδιπλωνόταν απλόχερος στα αθώα μάτια μου για να τον γνωρίσω... Το υπόλοιπα παιδιά ακόμη δεν είχαν μαζευτεί στον κεντρικό δρόμο που έβγαζε η πίσω αυλή... το σημείο συνάντησής μας...

Ο Γερο-Συμεών, με αργά αλλά σταθερά βήματα βάδιζε προς το καφενείο που ήταν στο τέρμα εκείνου του κεντρικού δρόμου, χωμάτινου τότε... Καταγόταν από το Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας. Ήταν μελαχροινός, βαρυκόκkαλος, στα νιάτα του θα είχε υπάρξει μυώδης και δυνατός... Έφυγε από τους τελευταίους στο διωγμό του 1922, είχε παλέψει σώμα με σώμα με Τσέτες, πρόλαβε κι έστειλε κάνα δυο παληκαρόπουλα από δαύτους στον άλλο κόσμο πριν μπει τελευταίος σε βάρκα... Γεροδεμένος και στα 30 του χρόνια και βάλε τότε... Η ζωή τά 'φερε και με το διωγμό όλη η οικογένειά του (αυτοί που είχαν απομείνει) βρήκαν καταλύματα στη Θεσσαλονίκη. Ο Γερο-Συμεών, όμως με τη γυναίκα του ήρθαν στα νότια, στην πόλη μας... Έφτιαξε ένα σπίτι με τα χέρια του δίπλα στη θάλασσα, πως θα μπορούσε άλλωστε να ζήσει μακριά της... Η γυναίκα του έφυγε πρώτη σχετικά νωρίς, όταν αυτός θα ήταν 50.. Ήταν ασθενική και ο τόπος ακόμη χέρσος τότε, δεν τα κατάφερε... Κατά καιρούς οι υπόλοιποι δικοί του τον προέτρεπαν να φύγει και να πάει κοντά τους στη Θεσσαλονίκη... Ο Γερο-Συμεών όμως σωστός πατριάρχης έμεινε εκεί δίπλα στο νέο σπίτι που είχε φτιάξει μαζί της... Να "φυλάει την αύρα και τον ίσκιο της", όπως είχε ομολογήσει χρόνια ύστερα στον παππού μου... Ετύγχανε του σεβασμού όλων στη γειτονιά, ακόμη και οι σπιούνοι τον φοβόντουσαν... Πέρασε όλη του τη ζωή εκεί στον γαληνεμένο τόπο δίπλα στη θάλασσα...

Εγώ τότε μόλις άρχιζα να γνωρίζω τον κόσμο... Εκείνος είχε περάσει προ πολλού τα 80 και τώρα κόντευε στα 90 του... Κάθε απόγευμα που ξυπνούσα τον έβλεπα, καλοντυμένον με λινό λευκό κοστούμι και ένα μπαστούνι, να βαδίζει αργά αλλά στέρεα προς ένα καφενείο... Ήταν ο μόνος που ήταν προσηνής στο παιδομάνι και μας χαμογελούσε πάντοτε, για αυτό και εμείς,  αγόρια και κορίτσια δεν τον φοβόμασταν τον πλησιάζαμε... Μας χάιδευε ενίοτε αλλά συνέχιζε πάντοτε το δρόμο του... Με το σούρουπο, πριν νυχτώσει γυρνούσε στο σπίτι του... Το πιο μακρινό, το πιο δίπλα στη θάλασσα...

Το καλοκαίρι εκείνο ήταν γλυκό, δεν είχε βάλει πολλή ζέστη και ο Αύγουστος είχε μπει για τα καλά... Ξυπνώντας από το μεσημεριανό ύπνο μου, στην πίσω αυλή περίμενα το παιδομάνι, και ο Γερο-Συμεών περνώντας αντάμειψε με ένα χαμόγελο τα περίεργα και εξεταστικά παιδικά μου μάτια... Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει κάπως ενώ εμείς συνεχίζαμε το παιχνίδι εκείνο το πραγματικά γλυκό απομεσήμερο... Ο Γερο-Συμεών είχε φύγει από το καφενείο και βάδιζε με το μπαστούνι του προς το σπίτι του... Ήρθε ανάμεσα σε εμάς, το τσούρμο από παιδιά και έξαφνα, πήγε στην άκρη του δρόμου και κάθισε στην άκρη του πεζοδρομίου... Τα παιδιά συνέχισαν το παιχνίδι τους, αλλά κάποιοι σαν και μένα περίεργοι πήγαμε κοντά του, μας φάνηκε παράξενο που ένας μεγάλος άνθρωπος καθόταν κατάχαμα στο πεζοδρόμιο σαν μικρό παιδί...

Βαριανάσαινε, μας κοιτούσε με βλέμμα περίεργο... Ήρθε ένας μεγάλος και τον ρώτησε αν είναι καλά... Μας έγνεψε να φύγουμε και είπε ότι θα γυρίσει σύντομα... Εμείς τον αγνοήσαμε και εκεί που ήμασταν δίπλα στον γερο-Συμεών, αυτός ξάπλωσε φαρδύς πλατύς πίσω με την πλάτη... το μπαστούνι του έφυγε από τα χέρια... Κάτι γειτόνισσες έβαλαν τις φωνές, βγήκαν κάτι μεγάλοι και μας έδιωξαν μακριά, όλα τα παιδιά... Μας φώναξαν οι μανάδες μας, αλλά καθώς η δική μου έτρεξε να βοηθήσει και η αυλόπορτα ήταν ακριβώς απέναντι από το συμβάν, έμεινα αποσβολωμένος και περίεργος να κοιτάζω...

Μαζεύτηκε κόσμος, τον πήραν κάνα δυό σηκωτό και τον πήγαν στο σπίτι του... Την άλλη μέρα έσυρα τα αργά βήματά μου έξω από το σπίτι του και περιεργαζόμουν ένα περίεργο ξύλινο πράγμα που το έβλεπα για πρώτη φορά, ακουμπισμένο έξω από την πόρτα του... Ο Γερο-Συμεών ήταν ο πρώτος άνθρωπος που του συνέβη κάτι που τότε το άκουγα για πρώτη φορά... Πέθανε... Και τώρα? Στις άπειρες ερωτήσεις βάλθηκε να μου απαντάει ο Πατέρας μου, γιατί τόσο η μητέρα μου όσο και η Προγιαγιά μου η Έφη, ήταν στο καθήκον... Στην πραγματικότητα η Έφη έκανε όλα τα απαραίτητα, καθάρισε το σπίτι, τον ίδιο, έστησε την αγρύπνια, έψησε καφέδες...

Διηγιόμουν την ιστορία προχθές σε κάποιους φίλους και ένας από αυτούς μονολόγησε... "Τι ωραίος θάνατος..." Μου φάνηκε οξύμωρο, γιατί ένας θάνατος δεν μπορεί να είναι ποτέ ωραίος, όμως σε δεύτερο χρόνο σκέφτηκα ότι πράγματι είχε δίκιο... Στο βαθμό που είναι αναπόφευκτος, αναμφισβήτητα ήταν ένας ωραίος θάνατος κάποιο γελαστό απόγευμα, κάπου σε αυτόν τον κόσμο για έναν άνθρωπο πλήρη ημερών...