Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

το τρυφερό σου ροζ...



Η Κλειώ, τεντωνόταν στο κρεβάτι... σ' ένα άθλιο δωμάτιο "ξενοδοχείου" κάπου στην Αχαρνών ένα καλοκαίρι τον Αύγουστο του 1977... πολύ ζέστη... Η Αθήνα άδεια καμίνι σκέτο... για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια θα έκανε διακοπές... χα! ακόμη και το άκουσμα της λέξης "διακοπές", στ' αυτιά της ηχούσε παράταιρο... Σήμερα θα είχε ρεπό... Ο ήλιος έγερνε σιγά σιγά... Η ώρα ήταν 16:00... Η καλύτερη ώρα της ημέρας για την Κλειώ... η μόνη που μπορούσε να είναι με τον εαυτό της... Είχαν περάσει κι όλας 10 χρόνια... και είχε κολλήσει πλέον σ' αυτόν τον τόπο... Μονολογούσε συχνά στον εαυτό της, σαν "δικό τους" συνθηματικό... Στην πραγματικότητα η Κλειώ, μιλούσε μόνο στον εαυτό της... σπάνια σε άλλους... Έλεγε λοιπόν: "Αααχ Κλειώ, Κλειώ! Υπάρχει άραγε χειρότερα από εδώ?".

Όλα είχαν αρχίσει πολλά χρόνια πριν... Η Κλειώ, το μοναδικό παιδί προσφυγικής οικογένειας σε ένα σπίτι-δωμάτιο... Εκεί έμεναν άλλοι τρεις νοματαίοι... και τι νοματαίοι... Η γιαγιά της, συνονόματη, η επονομαζόμενη και ως "το Κλιό" και οι γονείς της... Η μητέρα της Νόπη και ο πατέρας της Θεολόγης... άκου "θεολόγος"... Η καταγωγή τους σπαρμένη σε όλα τα μικρασιατικά παράλια... "μπάσταρδη" μονολογούσε πικρά στον εαυτό της η Κλειώ... Η Κλειώ εκτός από τη φτώχια είχε έναν άλλον ανυπέρβλητο δαίμονα να νικήσει, από μικρό κοριτσάκι... ήταν άγγελος από ομορφιά... πολύ όμορφη... Μετά που μεγάλωσε έλεγαν ότι είναι φτυστή η Μπέτυ Λιβανού, αλλά αυτή η ίδια το ήξερε... ήταν πιο όμορφη ακόμη... Ακόμη και σήμερα που έχουν περάσει τόσα χρόνια και την ανακαλώ από την παιδική αθώα μνήμη μου, δύσκολα μπορώ να βάλω στο κάδρο κάποια άλλη ελληνίδα ομορφότερη από την Κλειώ...

Στα 12 της ήταν σωστή γυναίκα... 1,76 ύψος, σπάνιο για την εποχή της... Ήταν πριν ακόμη της έρθει το αίμα, που ασέλγησε πάνω της ο ίδιος ο πατέρας της... Ο κυρ-Θεολόγης με το όνομα... Αγροίκος, μαυριδερός σκληρός άνθρωπος, σωστός γιός του "Κλιό" της πιο φοβιστικής γυναίκας που είχα δει ποτέ μου σε μικρή ηλικία... Όταν ήμουν πιτσιρικάς, το Κλιό, το τρέμαμε... Γραία μαυροντυμένη με μαύρη μαντήλα μόνιμα περασμένη στο κεφάλι της, κάτι μεταξύ παναγίας και δαίμονα, αντιπαθούσε τα παιδιά... μα περισσότερο την εγγονή της που έφερε το όνομά της... Ο Λόγης την πλάκωσε στο ξύλο για να μην μιλήσει... Η Κλειώ αναίτια αισθάνθηκε ότι κάτι κακό είχε κάνει... και δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς... Η ζωή της περνούσε με το  ξύλο να μεσολαβεί των αλλεπάλληλων βιασμών... Στην πραγματικότητα όλοι γνώριζαν, πρώτα και κύρια το Κλιό και η Νόπη, αλλά κανείς δεν μιλούσε...

Περιστασιακά τη στρίμωξαν και δυό άντρες μεθυσμένοι της γειτονιάς... Ο Λόγης τη σάπισε στο ξύλο... "πουτανάκι!!!" ούρλιαζε...

Η Κλειώ στη γειτονιά είχε μόνο έναν φίλο... Τον Κυριάκο... Ήταν λίγο μεγαλύτερός της, γεροδεμένος μελαχροινός που εργαζόταν στα καράβια... Σκληρός ναυτικός... Την Κλειώ την αγαπούσε σαν αδελφή του... είχαν μεγαλώσει μαζί... Κάπου, κάπου αυτός γύριζε από τα μπάρκα και την έβγαζε έξω... ήταν το μόνο τρυφερό που θυμόταν από την σύντομη εφηβεία της...Ένα απόγευμα η Κλειώ δεν ήθελε να γυρίσει σπίτι... όχι το σπίτι ήταν χειρότερο από οτιδήποτε άλλο. Αισθάνθηκε ότι ήθελε πρώτα και κύρια να σκοτώσει τους δικούς της... Το ζήτησε από τον Κυριάκο, να την βοηθήσει... του είπε και το "μυστικό" της... Εκείνος έκανε να την χτυπήσει... "Για τη σκέψη" της είπε "να σκοτώσεις άνθρωπο...". Αντ' αυτού της έδωσε λεφτά και της είπε να φύγει αξημέρωτα με το νυχτερινό τραίνο για Αθήνα... Την έστειλε σε μια θειά του στην Αχαρνών... "Δεν είναι παλάτι εκεί... μπουρδέλο είναι... Αλλά η Ελένη είναι άγιος άνθρωπος... θα σε φροντίσει..." Της έγραψε τη διεύθυνση, αγκαλιάστηκαν και πήρε το νυχτερινό τραίνο σε μιαν επαρχιακή πόλη που άρχιζε να σκοτεινιάζει πνιγμένη στη λάσπη και τη βροχή...

Στην Αθήνα στην Αχαρνών, η "θεία" είχε πεθάνει... Η κακή υγειινή τότε θέριζε... Την περιμάζεψε μιαν άλλη γραία, παλιά κοκότα... Οι επιλογές δεν ήταν πολλές... Ξεκίνησε το αρχαιότερο επάγγελμα η Κλειώ σε ηλικία των 14ρων ετών, χωρίς να την ρωτήσει κανένας... Ένα καλό βρωμόξυλο από τον Παράσχο, τον μαχαιροβγάλτη του "μαγαζιού", δυό απειλές ότι θα την "ταχυδρομούσαν" στους δικούς της, η ξελιγωτική πείνα-είχε να φάει 3 μέρες-όλα έπαιξαν λίγο πολύ το ρόλο τους... Κυρίως η απέραντη ομίχλη του μυαλού της που θόλωνε τα πάντα, η θλίψη της... Στο κάτω, κάτω δεν θα έκανε τίποτε διαφορετικό από αυτό που έκανε κάθε ημέρα σπίτι της... ότι συχαινόταν δηλαδή περισσότερο... "να κάνουν εμετό οι άνδρες πάνω της"... κάπως περίπου έτσι το αισθανόταν... Σιχαινόταν τον εαυτό της... Από εκεί άρχισε και η κακή υγεία της, γιατί δεν μπορούσε να φάει τίποτε πλέον... ολοένα ξερνούσε... έτρωγε ελάχιστα, λίγο ξερό μπαγιάτικο ψωμί με λάδι, λαδάκι του θεού... όλα τα άλλα της έφερναν αναγούλα... Αλλά είπαμε, "για λίγο θα είναι Κλειώ να σταθείς στα πόδια σου και μετά...."


Η Αλήθεια είναι ότι δυό φορές που κάπως ματσώθηκε σκέφτηκε να φύγει... ράφτρα, παραδουλέφτρα ή ότι άλλο... και τις δύο απέτυχε... Τη δεύτερη, μόλις η γειτονιά έμαθε ποιά ήταν -ελαίω Παράσχου-οι γείτονες τη σάπισαν στο ξύλο για να μην τους μαγαρίσει... Οι γυναίκες έδερναν περισσότερο... Μια εβδομάδα στον Ευαγγελισμό για να συνέλθει... Της έκαναν και ορούς γιατί ήταν αδύνατη... κακόφαγη... Ξαναγύρισε στο βούρκο... "Η Ελλάδα είναι ένας τούρκικος καμπινές... Έρχεται ο καθένας και κάνει την ανάγκη του... Εκεί μέσα στην τρύπα είσαι εσύ Κλειώ..." έλεγε στον εαυτό της... Δούλευε σκληρά για τα ελάχιστα... Από αργά το απόγευμα έως ώτου έβγαινε ο ήλιος το επόμενο πρωΐ έπαιρνε πελάτες ασταμάτητα... μετά κακοκοιμόταν... Μόνο εκεί καταμεσήμερο γαλήνευε... έτρωγε κάτι πρόχειρο-αυτό ήταν όλο κι όλο- και αν δεν έκανε εμετό, έπινε κι έναν καφέ... εκεί έκανε ένα πακέτο τσιγάρα... γαλήνευε... Αργά το απόγευμα έπινε το πρώτο ποτηράκι, για να αντέξει τη βρώμα και την απλυσιά που έπρεπε να υπομένει όλο το βράδυ... Οι άλλες "συναδέλφισσες" -"συνυφάδες" αποκαλούνταν-κάπνιζαν χασίς... οι χειρότερες πρέζα... Η Κλειώ απείχε από όλα αυτά... μακριά... "έκαιγαν τα μυαλά" τα έκαναν "ζουμί"... έλεγε... Στην πραγματικότητα σε όλη της τη ζωή έλπιζε ότι θα ξεφύγει από εκεί... "Την άλλη φορά να δεις θα τα καταφέρω"...

"Αχ, Κλειώ, Κλειώ... υπάρχει άραγες χειρότερα από εδώ?"... Κι όμως σε εκείνον τον τόπο και το χρόνο, η Κλειώ βρήκε χωρίς να το θέλει τον έρωτα... για λίγο όπως όλα τα καλά στη ζωή της... μα τον μοναδικό... Ήταν ένα πανέμορφο αγόρι, ντροπαλό, μα τόσο όμορφο... Σε κάποιο άλλο σύμπαν, αυτός θα ήταν ο πριγκηπόπουλο και η Κλειώ η Χιονάτη... αλλά εκεί στο βούρκο, το μόνο που του ζήτησε ήταν να βρίσκονται κρυφά... μακριά από εκείνον τον απόπατο... Αυτός ήταν διάσημος τότε φέρελπις νέος... Χωρίς να το θέλει κι αυτός την είχε ερωτευτεί... έπαιρνε μια κούρσα και πήγαιναν στη θάλασσα... Όλο αυτό δεν διήρκεσε παρά ένα καλοκαίρι, εκείνο το καλοκαίρι του 1968, το μόνο καλοκαίρι της ζωής της Κλειούς...

Απότοκο του παράνομου έρωτα για την Κλειώ, αν και τόσο έμπειρη, ήταν να μείνει έγκυος... "Κοίτα να δεις πουτάνα ζωή... " μονολογούσε... "Αντί να ξεφύγω, μου δίνεις μια να πνιγώ στα σκατά...". Μετά γεννήθηκε ένα αγόρι, όμοιο κι απαράλλαχτο με τον πατέρα του... Τόσο η κύηση όσο και η γέννα, ήταν εφιάλτης για την Κλειώ... την κατέστησε για το επάγγελμα βλέπεις άχρηστη... Κι ο Παράσχος για να μην πειράξει το παιδί στην κοιλιά βαρούσε δυνατά μόνο στο πρόσωπο... και οι "συνυφάδες" την έφτυναν... Μα η Κλειώ που να το ρίξει... αγαπούσε τόσο τον νέο εκείνο... Μόλις του το είπε, εκείνος της είπε απλά ότι δεν θα την ξανάβλεπε, ότι δεν θα αναλάμβανε καμία ευθύνη και "καλά θα κάνει να το ρίξει το μπασταρδάκι της"... Ήταν εκείνη η λέξη: "μπασταρδάκι" που ατσάλωσε το αγύριστο κεφάλι της Κλειούς... Γέννησε ένα υγιέστατο αγοράκι... Όλα τα κορίτσια, τα "φυσιολογικά" γεννούσαν σε μαιευτήριο, με γλυκά, λουλούδια... Η Κλειώ, γέννησε στο μπουρδέλο-την ψυχοπόνεσαν τελικά οι συνυφάδες-με μια μεθυσμένη μαία και μια ηλεκτρική θερμάστρα...

Ένα απόγευμα η Κλειώ γύριζε από ένα "τυχερό"... μια βίζιτα σε ένα γέρο συνταξιούχο δικαστικό... Το μάτι της σπίθα, είδε περίεργη κίνηση στο "μαγαζί"... κι έναν αθίγγανο...Εννόησε η Κλειώ και αμέσως έβαλε τις φωνές... Από απέναντι βγήκε ο μόνος φίλος που είχε στη ζωή της... η "Αλεξία" ένας κίναιδος που ήταν αρσενική πόρνη... Η "Αλεξία" έβγαλε ένα περίστροφο και πήγαν στο μπουρδέλο... Κάποιοι αθίγγανοι κατέβαζαν το μωρό φασκιωμένο... Τους σταμάτησε... Εμφανίστηκε οργίλος ο Παράσχος... Η Κλειώ άρπαξε το όπλο και του το κάρφωσε στο κούτελο... "Σε σκοτώνω σαν σκουλήκι μαλάκα!"... του είπε... Το μωρό γύρισε στην κούνια του, ο Παράσχος ομολόγησε ότι "το ομορφόπαιδο-δηλαδή ο πατέρας του μωρού- του τηγάνισε 5 χιλιάρικα και η οικογένειά του -οι λεφτάδες- είχαν βρει τους τσιγγάνους για να δώσουν το παιδί... Η Κλειώ τελικά κράτησε το μωρό... ένα ακόμη βάσανο, ένας παραπάνω σταυρός στη ζωή της... μαζί και τα δεσμά της, αφού για να το μεγαλώσει δεν θα έφευγε ποτέ από εκείνον τον βρωμότοπο... Η "Αλεξία" δήλωσε το παιδί για δικό του... Τουλάχιστον είχε ένα επώνυμο... δεν ήταν "μπασταρδάκι"... 


Λίγο μετά τη γέννα,  ένα βράδυ εμφανίστηκε ο πατέρας της ο κυρ-θεολόγης... Της ζήτησε να τον συγχωρέσει... "Μόνο άσε μας να τον βλέπουμε" της είπε... Η Κλειώ δεν του μίλησε... Γι' αυτήν, ο πατέρας της  είχε πεθάνει από τα 12 της... έλεγε άλλωστε σε όλους ότι ήταν πεντάρφανη... Όμως τα καλοκαίρια τον έστελνε στην επαρχιακή πόλη να περάσει λίγο χρόνο με τους παπούδες του... Εκεί γνώρισα κι εγώ τον Κωστάκη, από τα 5 του... Παραθερίζαμε στην ίδια πόλη τα καλοκαίρια...ένα παιδί σωστό δαρμένο σκυλί... Η μητέρα μου  μου είπε πως έπρεπε να τον κάνω παρέα... "αμαρτία είναι"... Έτσι έζησα τον Κωστάκη λίγα από τα πρώτα του καλοκαίρια, όπου από δαρμένο σκυλί αργότερα θα μετατρεπόταν σε σωστό αγρίμι... Εκεί στα 1977 ήταν γεμάτος χαρά... Θα ερχόταν η Μητέρα του να κάνει μπάνια... διακοπές!!! Εκεί πρωτοείδα την Κλειώ... Σήμερα που ξαναφέρνω στη μνήμη μου τις σκόρπιες ξεθωριασμένες εικόνες, μόνο κάτι σαν τη Μαλένα μπορώ να φανταστώ, αλλά απείρως ομορφότερη... Ο Κωστάκης έλαμπε... έτρεχε σαν κουτάβι γύρω από τη Μητέρα του... Αύγουστος του 1977 και σύντομα θα είχαμε εκλογές... τα μεγάφωνα από τα περιφερόμενα αυτοκίνητα μας ξεκούφαιναν με άθλιες μουσικές... Μόνο η Κλειώ ήταν ατάραχη, αδιάφορη... κάπνιζε συνέχεια...

Τέσσερα χρόνια μετά, 1981, τέλη Αυγούστου... Ο Κωστάκης είχε θεριέψει, είχε γίνει σωστός άντρας... Ήμουν από τους ελάχιστους που είχε φίλους, τουλάχιστον τα καλοκαίρια... Τότε πάλι πλησίαζαν εκλογές... Για την Κλειώ όλα αυτά ήταν αδιάφορα... Η φτωχή διατροφή και οι άθλιες συνθήκες υγιεινής, είχαν συμβάλει στην κακή της υγεία... Φυματίωση... "Εμείς φεύγουμε νέοι, δεν μολύνουμε πολύ τον τόπο  με τα βήματά μας", έλεγε η "Αλεξία"... Οι περισσότερες συνυφάδες της είχαν "φύγει" ήδη από την πρέζα... Ένα χρόνο πριν είχε πεθάνει και η "Αλεξία"... Η Κλειώ αρρώστησε βαριά... μπήκε με μέσον -έναν τακτικό πελάτη- στον Ευαγγελισμό... Είχε περάσει 10 μέρες σε έναν άθλιο θάλαμο χωρίς να την επισκεφθεί κανείς... Στην Αθήνα του 1981 ο κόσμος έβραζε για αλλαγή... Η Κλειώ έβραζε στον πυρεττό... "Αχ Κλειώ" μονολόγησε στον εαυτό της ένα απόγευμα του Σεπτέμβρη... "Υπάρχει άραγε κάτι χειρότερο από εδώ?"... Λιόγερμα, κι ήταν η ώρα που χαλάρωνε... ξεψύχησε ύστερα από λίγο, μόνη αβοήθητη κι άσημη σε έναν αδιάφορο κόσμο που ετοιμαζόταν τότε ν' αλλάξει...

Ο Κωστάκης αναγκαστικά πήγε μόνιμα στους παπούδες του... Ήταν το τελευταίο καλοκαίρι που παραθερίζαμε σε εκείνη την πόλη... και η τελευταία φορά που είδα τον κωστάκη παιδί... "Μην κάνεις παρέα με τον χτικιάρη!" έλεγαν τα άλλα παιδιά της γειτονιάς, καθώς στην αμείλικτη εφηβική μας ηλικία με τα τσιγάρα μας στο χέρι παριστάναμε τους άντρες... Όμως εγώ τον έκανα παρέα... "Αμαρτία ήταν". Μετά δεν ξαναειδωθήκαμε παρά μετά από πολλά χρόνια τυχαία... Η Κλειώ, δυό μόνο φίλους είχε που έλεγε- εξομολογιόταν τον πόνο της... Τον Κυριάκο που πνίγηκε εκεί κάπου στα 70ς... και τη μητέρα μου... Ένα βράδυ πριν χρόνια που ανακάλεσα στη μνήμη μου τους ανθρώπους εκείνους και ιδίως την Κλειώ που πέθανε νέα 40 ετών, η μητέρα μου, μου διηγήθηκε την πραγματική της ιστορία, όχι εκείνη που γνώριζα... Αμείλικτη, στυφή ιστορία... κοφτερή σαν ατσάλι... έτσι αποφάσισα να την ξυπνήσω λίγο από το βαθύ της ύπνο... της το χρωστούσαμε κάπως... "αμαρτία ήταν"... 


Για λόγους ευνόητους άλλαξα μόνο τα ονόματα και κάποια ελάχιστα τοπωνύμια... όλα τα άλλα όμως είναι αυθεντικά... μασίφ... σε μιαν Ελλάδα που θα άλλαζε... αλλά δεν...